Ἐκκλησιολογικά

Ὁ Ἀπόστολος Παύλος γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Εκκλησίας

 

Ὁμιλία στὸν Συνοδικὸ Ἑσπερινὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου

Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Παρασκευῆς Μοναστηρακίου Ἀθηνῶν Τετάρτη, 29.6/12.7.2016

 

 

+ Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου

 

Μακαριώτατε·
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς·
Σεβαστοὶ Πατέρες·
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Ἀδελφές·

 

Ο ΤΙΜΩΜΕΝΟΣ σήμερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Φωτιστὴς τῆς Ἑλλάδος καὶ Ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν, μᾶς προσκαλεῖ κατὰ τὴν παροῦσα προσευχητικὴ σύναξί μας σὲ μία πνευματικὴ ἀνάτασι· ὑπὸ τὴν ἰδική του χειραγωγία θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἕνα ἰδιαίτερα κρίσιμο καὶ ζωτικὸ θέμα: στὴν θέσι του γιὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας -σχεδὸν ἐπιγραμματικὰ βέβαια καὶ ὄχι ἐξαντλητικά- ἡ ὁποία πάντοτε, ἀλλὰ ἰδίως στὴν σύγχρονη ἐποχὴ ἔχει κεντρικὴ σημασία καὶ ἐνδιαφέρει ἄμεσα τὸ ἀληθινό της νόημα, ἡ ἔννοια καὶ ἡ σημασία της, καὶ πρὸς τοῦτο ἐπικαλούμεθα τὴν ὑπομονετικὴ προσοχή σας.

Monastiraki Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ὀργανωτὴς τῆς Ἐκκλησίας, προσπάθησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ πραγματώση καὶ διαφυλάξη τὴν Ἑνότητα Αὐτῆς. Ἡ δὲ ἀκαταπόνητη δρᾶσις του ἦταν οὐσιαστικὰ ἕνας διαρκὴς ἀγῶνας γιὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας1. Εἶναι γνωστόν, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος ἐνδιαφερόταν ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη στὴν ζωὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν στὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, τὶς ὁποῖες ἵδρυε καὶ φρόντιζε, ἀλλὰ παρουσίαζαν συχνὰ προβλήματα καὶ ἔριδες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναφωνεῖ μὲ ἀληθινὴ ἀνησυχία καὶ πατρικὸ ἐνδιαφέρον:

«Τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;»2. «Ἡ μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν» ἀποτελοῦσε τὴν καθημερινή του ἔγνοια, τὴν συνεχῆ του ἀγωνία καὶ τὴν προτεραιότητα τῆς ἀποστολικῆς διακονίας του.

Ἐκκλησία ὡς κοινωνία ὅσων πιστεύουν καὶ ὁμολογοῦν τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτῆρα καὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἅγιες Ἐντολές Του, ἔχει ὡς βασικὸ καὶ οὐσιῶδες γνώρισμά της τὴν ἐν Χριστῷ Ἑνότητα3.

Ἐκκλησία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀπόστολο ὡς «οἶκος Θεοῦ», «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»4, βρῆκε τὴν πιὸ κατάλληλη καὶ τέλεια περιγραφή της ὡς «Σῶμα» μὲ «Κεφαλὴ» τὸν Χριστό5.

Στὸν χαρακτηρισμὸ αὐτὸ ἐκφράζεται μὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο ὁ στενότατος σύνδεσμος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ταυτίζεται μὲ αὐτό6. Διότι στὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ὁ Θεὸς ἐμφανίσθηκε μὲ Σάρκα καὶ ἔκανε τὴν Ἐκκλησία Σῶμα Του, κατὰ τὴν θαυμάσια Χρυσοστομικὴ ρῆσι: Ὁ Χριστὸς σαρκωθεὶς «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε»7, γινόμενος Ἀπαρχὴ καὶ Κεφαλὴ Αὐτῆς.

Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία νοεῖται α) ὡς ζῶν ὀργανισμός, τοῦ ὁποίου τὰ μέλη τελοῦν σὲ ἀλληλεξάρτησι καὶ ἀμοιβαιότητα μεταξύ τους, β) ὅτι κεφαλή τους εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Σωτῆρας τοῦ Σώματος Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ γ) ὅτι τὰ μέλη τοῦ Σώματος μαζὶ μὲ τὴν Κεφαλὴ ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο σύνολο8.

Ἐκ τούτων συνάγεται, ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἁγιότητος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅτι γενικὰ εἶναι «πάντων αἴτιος τῶν ἀγαθῶν τῇ Ἐκκλησίᾳ»9, καθὼς καὶ τὸ θεμέλιο καὶ ἡ οὐσία τῆς Ἑνότητος τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματός Του10.

Χριστός, ὡς Κεφαλή, ἀποτελεῖ τὸ κέντρο καὶ τὴν αἰτία τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν μελῶν τοῦ Σώματός Του, τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ μὴ διαιροῦνται καὶ σκορπίζωνται, ἀλλὰ νὰ ζοῦν, ὅπως ἀναφέραμε, μὲ ἀλληλεγγύη καὶ ἀμοιβαιότητα. Λέγει ἐπ’ αὐτοῦ παραστατικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:

«Ὅταν μία ἄκανθα κεντᾷ τὸν πόδα, ὅλον τὸ σῶμα αἰσθάνεται τὸν πόνον καὶ μεριμνᾷ δι’ αὐτόν: τὰ νῶτα λυγίζουν ἀπὸ τὸν πόνον, ἡ κοιλία συστέλλεται, αἱ χεῖρες σπεύδουν νὰ ἐξαγάγουν τὴν ἄκανθαν, οἱ ὀφθαλμοὶ προσέχουν καὶ ὅλη ἡ κεφαλὴ κύπτει ἐπάνω εἰς τὸ μέρος τοῦ πόνου. Ὁμοίως, ὅταν λόγου χάριν στέφανος δόξης περιβάλῃ τὴν κεφαλήν, ὅλον τὸ σῶμα ἀκτινοβολεῖ καὶ δοξάζεται: τὸ στόμα ὁμιλεῖ, οἱ ὀφθαλμοὶ εὐφραίνονται καὶ τὸ πρόσωπον ὅλον γελᾷ»11.

Τέτοια εἶναι ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὅλων τῶν πιστῶν μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Χριστό: «οἱ πολλοὶ ἕν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ’ εἷς ἀλλήλων μέλη»12 [οἱ πολλοὶ ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ καὶ ὁ κάθε ἕνας εἴμεθα μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου].

Τί δὲ σημαίνει τὸ συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀπόστολο «ἐν Χριστῷ»; Ὅτι ἐντὸς Αὐτοῦ τὸ κάθε μέλος, ὁ κάθε Χριστιανὸς ζῆ καὶ δραστηριοποιεῖται, ὅτι ὅλοι εἶναι ἕνας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνεται στὸν Θεάνθρωπο καὶ ὅτι ἐφ’ ὅσον ἕνας Χριστὸς ὑπάρχει, μία μόνον Ἐκκλησία δύναται νὰ ὑπάρχη13 καὶ ὄχι πολλές.

Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονῆται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σῶμα Χριστοῦ», ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «κατὰ τὴν μετάληψιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»14. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Κοινωνία Του, ἤ ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἡ πῥαεῖα αὔρα τοῦ Πνεύματος»15, εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο πραγματοποιεῖ καὶ συγκροτεῖ τὴν Ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία.

ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτῶσι μόνον διαιρέσεις καὶ διασπάσεις εἶναι ἱκανὸς νὰ δημιουργήση. Ἐκεῖνο ποὺ δημιουργεῖ ὄντως Ἑνότητα εἶναι τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, διότι Αὐτὸ εἶναι ὁ συνεκτικὸς δεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δημιουργεῖ κοινωνία καὶ ἁρμονία χαρισμάτων· Αὐτὸ εἶναι τὸ «Ζωοποιόν», κατὰ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, διότι μόνον Αὐτὸ δημιουργεῖ ἑνότητα, ἑδραιώνει εἰρήνη, φέρει ἀγάπη, ἐγκαθιδρύει δικαιοσύνη, ἀνακαινίζει τὴν καρδιά, φωτίζει τὸν νοῦ, διακηρύσσει τὴν Ἀλήθεια.

«Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, εἶναι «τὸ δοτικὸν καὶ παρεκτικὸν πάντων τῶν ἐν (τῇ) Ἐκκλησίᾳ πνευματικῶν χαρισμάτων»16. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει: «σπουδάζοντες τηρεῖν (νὰ φροντίζετε νὰ διατηρῆτε) τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης»17.

***

Ποιά εἶναι τώρα τὰ κύρια γνωρίσματα καὶ οἱ παράγοντες ἑνότητος στὴν Ἐκκλησία; Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος σὲ μία φράσι του τὰ λέγει ὅλα: «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»18.

α) «Εἷς Κύριος»: Ὅπως εἴπαμε, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ Σῶμα Του καὶ Αὐτὸς τὴν Κεφαλή της. Καὶ καθὼς ὁ «Χριστὸς οὐ μεμέρισται» [δὲν ἔχει διαμοιρασθῆ], κατ’ ὅμοιον τρόπον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποσχίζωνται οἱ πιστοὶ μεταξύ τους καὶ νὰ λέγουν ὅπως καὶ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου: «ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ»19.
Χριστὸς θεωρεῖται «θεμέλιος»20 τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον σημαίνει ὅτι τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιό Του, ἡ ὀρθὴ πίστις εἰς Αὐτόν, εἶναι ἡ βάσις, ἐπάνω στὴν ὁποία οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «ἐπὶ ταύτῃ μου τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν»21. Ἡ «πέτρα» εἶναι ἡ ὀρθὴ καὶ σωτήριος Ὁμολογία τῆς Πίστεως22.

Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καλεῖται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ «ἀκρογωνιαῖος λίθος», οἱ δὲ Ἀπόστολοι καλοῦνται ἐπίσης «θεμέλιον»23, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι εἶναι οἱ αὐθεντικοὶ μεταφυτευτὲς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ὅλου ἔργου Του· οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι εἶναι οἱ γνήσιοι φορεῖς καὶ οἱ ἀπλανεῖς ἑρμηνευτὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γραπτοῦ καὶ ἀγράφου24. Καὶ οἱ ἀληθινοὶ διάδοχοί τους, Ποιμένες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, δόθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ νὰ πραγματοποιοῦν τὴν «οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» καὶ τὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως»25.

β) «Μία Πίστις»: Ἕτερος παράγων ἑνότητος εἶναι ἡ μία πίστις, δηλαδὴ ἡ πιστευτέα διδασκαλία, ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, ἡ «ὑγιαίνουσα διδασκαλία». Ἡ μέριμνα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ νὰ μὴ νοθευθῆ ἡ πίστις ἦταν συνεχὴς καὶ δαρκής. Γι’ αὐτὸ προτρέπει τὸ γνωστόν: «στήκετε (σταθεῖτε σταθεροὶ) καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν»26, καὶ «στέλλεσθαι ὑμᾶς (νὰ ἀποφεύγετε) ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν»27.

Καὶ δὲν ἀρκεῖται μόνον εἰς αὐτό, ἀλλὰ προβαίνει ἀκόμη καὶ σὲ ἀναθεματισμὸ ὅποιου ἀποπειρᾶται νὰ διαστρέψη τὸ Εὐαγγέλιό του: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»28 [ἀλλὰ καὶ ἄν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἤ κάποιος ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σᾶς κηρύξη διαφορετικὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ σᾶς κηρύξαμε, αὐτὸς ἄς εἶναι ἀνάθεμα] · καὶ ἄλλοτε: «τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ τῇ αὐτῇ γνώμῃ»29.

ἐπιμονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου, ὅπως φαίνεται καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα τῶν Ἐπιστολῶν του, δὲν ἦταν θεωρητική· ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δοκιμαζόταν τότε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες, μερίδος τῶν ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται ψευδάδελφοι καὶ ἐπέφεραν ταραχὴ καὶ διαίρεσι, διότι ἐπέμεναν στὴν τήρησι τῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, σὰν νὰ μὴ ἐδικαιώνοντο ἐκεῖνοι μόνον διὰ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως καὶ τῆς σωτηρίου χάριτος, ἡ ὁποία ἐκπήγασε ἀπὸ τὸν Ζωοποιὸ Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ Λυτρωτοῦ ἡμῶν30.

Ἅγιος Ἀπόστολος στρέφεται ἐναντίον ὅσων «περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν»31, ἀφοῦ ἀπέρριψαν τὴν «ἀγαθὴν συνείδησιν», ἤ «ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως»32, ἤ «ἀνθίστανται τῇ ἀληθείᾳ»33. Ὅλες δὲ αὐτὲς οἱ βαρειὲς ἐκφράσεις δὲν ἀφοροῦν μόνον ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν δογματικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ ἐπεκτείνονται καὶ στὴν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία καὶ τὸν τρόπο ζωῆς34.

Ὅσοι δὲν διακρατοῦν τὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία εἶναι «κατεφθαρμένοι τὸν νοῦν, ἀδόκιμοι περὶ τὴν πίστιν»33· αὐτοὶ καλοῦνται «λύκοι βαρεῖς... μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου... ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν»35. Καὶ ὁ βαθύτερος λόγος διαστροφῆς τους εἶναι ὁ ἑωσφορικὸς ἐγωϊσμός τους, ποὺ ἐκδιώκει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ μεταβάλλει τοὺς ἀνθρώπους σὲ ὄργανα τοῦ πονηροῦ, ἡ ματαιοδοξία τους, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλοδοξία, ἡ ἐριστικότητα κ.ἄ.· γι’ αὐτὸ καὶ ὡς ἀντιφάρμακο προτείνονται ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ πραότητα, ἡ δικαιοσύνη, ἡ εἰρήνη, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη36.

Μὲ τοὺς πλανωμένους ὅμως καὶ ἐκτρεπομένους αἱρετικοὺς δὲν χρειάζεται ἐπίμονη συνδιάλεξις: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται (ἔχει διαστραφῆ) ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος»37. Μὲ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς «δολοῦντας (νοθεύοντας) τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ»38, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη ἑνότητα, διότι ἄλλα διδάσκουν καὶ μὲ ἄλλο τρόπο κηρύσσουν ἤ ἐφαρμόζουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἐντὸς τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπαραίτητο ἅπαντες νὰ ὁμολογοῦν τὴν αὐτὴν πίστιν καὶ νὰ ἔχουν καὶ νὰ διατηροῦν τὸ αὐτὸ φρόνημα39. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει: «ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται (ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀνατρέπει/διαστρέφει καὶ τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν ὑγιῆ πίστι, καταστρέφει τὰ πάντα)... τὸ Εὐαγγέλιον ἀνέτρεψαν οἱ καὶ μικρόν τι καινοτομοῦντες»40.

γ) «Ἕν Βάπτισμα»: Σημεῖα καὶ συντελεστὲς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν καὶ τὰ ἱερὰ Μυστήρια, καὶ μάλιστα τὸ εἰσαγωγικόν, ἤτοι τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Πίστις ὀρθὴ καὶ ἀληθινὴ καὶ ὀρθῶς ἐπιτελούμενο ἀκόμη καὶ κατὰ τὸν τύπον ἅγιον Βάπτισμα, εἶναι ἀναπόσπαστα καὶ ἀποτελοῦν τὰ κυριώτερα καὶ θεμελιωδέστερα σημεῖα Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας41.

Αὐτὰ δὲ συνδέονται ὀργανικὰ καὶ μὲ τὴν ἔκφρασι καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία διατηρεῖ, τονώνει καὶ ἀνανεώνει τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς πιστούς, καὶ τῶν πιστῶν μεταξύ τους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν»42.

Θεία Εὐχαριστία ἔχει ὄντως ἑνωτικὴ καὶ ἀφομοιωτικὴ δύναμι καὶ μεταμορφώνει τοὺς πιστοὺς σὲ Σῶμα Χριστοῦ43.


***

Πρέπει νὰ τονισθῆ, ὅτι γιὰ τὴν διατήρησι τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητη ἡ Ἀγάπη, ὄχι ἁπλῶς ἡ συναισθηματική, ἀλλὰ ἡ «ἀγάπη τῆς ἀληθείας»44, ἡ ἐνεργὸς ἀγάπη ὡς ἔκφρασι καὶ ἐπιβεβαίωσι τῆς ὀρθῆς πίστεως45.

Ἐφ’ ὅσον οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μεταξύ τους Ἀδελφοὶ καὶ ὀφείλουν νὰ ἐκφράζουν τὴν ἑνότητά τους μὲ ἀνυπόκριτη καὶ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ὡς συμμετοχὴ στὴν χαρὰ καὶ τὴν λύπη τῶν ἄλλων46, ὡς ἀμοιβαία ἀνοχὴ καὶ εἰρηνικὴ διάθεσι.

Ἀγάπη καλεῖται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀπόστολο «σύνδεσμος τῆς τελειότητος»47, τὰ δὲ γνωρίσματά της τὰ περιγράφει μὲ ἔξοχο καὶ ἀριστοτεχνικὸ τρόπο στὸν περίφημό του Ὕμνο τῆς Ἀγάπης48. Ἡ ἔλλειψις τῆς ἀληθινῆς Ἀγάπης ὁδηγεῖ σὲ ψυχρότητες, σὲ διαιρέσεις καὶ γενικὰ σὲ κατάπτωσι τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς ζοφερᾶς ἀδελφομαχίας: «εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε»49 [ἄν ὁ ἕνας δαγκώνη καὶ κατατρώγη τὸν ἄλλον, προσέχετε μήπως καταφαγωθῆτε μεταξύ σας]!...

Μόνον «ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ»50. Ὅ,τι ἐπιτελεῖται στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο γενικότερα μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ καλοῦ, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἐντὸς αὐτοῦ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Ποίμνιο, δὲν φέρει καλὸ ἀποτέλεσμα καὶ εἶναι καταδικασμένο σὲ ἀποτυχία.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐπέμεναν στὸν σύνδεσμο Πίστεως καὶ Ἀγάπης, ἐν σχέσει πρὸς τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας: «Τότε γὰρ ἡ ἀληθὴς ἑνότης τῆς πίστεως, τότε ἐπιγινώσκομεν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὅταν καὶ ἐν τοῖς δόγμασιν ὀρθοδοξῶμεν καὶ τῆς ἀγάπης τὸν σύνδεσμον συντηρῶμεν. Ἀγάπη γὰρ ὁ Χριστός»51.

Ὅμως, ὀφείλουμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ χρειάζεται προσοχή. Τὸ ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι βεβαίως «συμφωνίας ὄνομα καὶ ὁμονοίας»52, ἀλλὰ μέχρις ἐκεῖ ὅπου δὲν ζημιώνεται ἡ «εὐσέβεια», δηλαδὴ ἡ ἀληθινὴ καὶ ὀρθὴ πίστις. Διότι, ζητεῖται ἡ «εὐσεβὴς συμφωνία»53 καὶ ὄχι ἡ ἀσεβὴς σύμπνοια μὲ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ μάλιστα, μεγάλη ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνον ἡ αἵρεσις, ἀλλὰ καὶ τὸ σχίσμα, τὸ προερχόμενο ἀπὸ πλεονεξία, φιλαρχία καὶ ἔλλειψι ἀγάπης54, καθὼς καὶ ἀπὸ ἀκάθαρτη ζωή· λέγει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸ τελευταῖο ὁ Ἱ. Χρυσόστομος: «ποιεῖ γὰρ καὶ βίος ἀκάθαρτος σχίσματα»55.


***

Ἔχει ἤδη ἀναφερθῆ, ὅτι γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν καταρτισμὸ τῶν μελῶν της καὶ τὴν διασφάλισι τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως ἐδόθησαν οἱ Ποιμένες καὶ Διδάσκαλοι αὐτῆς. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἦσαν οἱ φορεῖς καὶ φύλακες τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας56 καὶ παρέδωσαν τὴν αὐθεντία καὶ ἐξουσία τους, τὴν Παράδοσι καὶ Παρακαταθήκη ποὺ παρέλαβαν ἀπὸ τὸν Κύριο, ἤτοι τὴν ὀρθὴ πίστι καὶ τὸν σύμφωνο πρὸς αὐτὴν τρόπο ζωῆς, στοὺς Μαθητὰς καὶ Διαδόχους τους. Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἡ Χριστιανικὴ Εὐσέβεια καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοσις φυλάσσονται καὶ μεταδίδονται ἀδιάκοπα ἐντὸς τῆς ἱστορίας ἀπὸ τοὺς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, δηλαδὴ τοὺς Ἐπισκόπους.

Διὰ τῆς χειροτονίας, τῆς ἐπιθέσεως δηλαδὴ τῶν χειρῶν στοὺς χειροτονουμένους, τοὺς ὁποίους ἔκριναν πρὸς τοῦτο ἀξίους, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐνεπιστεύθησαν ὄχι μόνο τὸ εἰδικὸ ἱερατικὸ χάρισμά τους καὶ τὴν πνευματικὴ ἐξουσία τους, ἀλλὰ καὶ τὸν θησαυρὸ τῆς Πίστεως καὶ τῆς ὅλης Παραδόσεως· ἐπρόκειτο οὐσιαστικὰ γιὰ μετάδοσι τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ φρονήματος καὶ βιώματος τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ παράδοσι τῆς μεθόδου θεραπείας, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Καθολικότητός της καὶ τῆς ἐπιτελέσεως τῆς σωτηρίου ἀποστολῆς της στὴν ἱστορία57 μέχρι σήμερα καὶ μέχρι τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας.

Σύμφωνα δὲ μὲ τὸ πρότυπο τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων58, τὴν ἀνωτάτη ἀρχὴ στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ θεμάτων Πίστεως καὶ Ἤθους ἔχει ἡ ὅλη Ἐκκλησία ἐκπροσωπουμένη διὰ τῶν Προϊσταμένων της, ἤτοι πρωτίστως καὶ κυρίως τῶν Ἐπισκόπων, ἐν Συνόδῳ. Ὅμως, δὲν πρέπει νὰ λησμονῆται ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο ἐπὶ θεμάτων Πίστεως εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδησις τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐν τέλει ἡ αὐθεντία καὶ τὸ ἀλάθητον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῆς Ἀληθείας59. Ἀκόμη καὶ οἱ Σύνοδοι εἶναι παραδεκτὲς καὶ ἀποδεκτὲς ὑπὸ προϋποθέσεις. Λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής: «Ἐκεῖνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους Συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»60.


***

Μακαριώτατε, ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί·


Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὸν μέγιστο καὶ ἀπαράμιλλο ἐκκλησιολόγο Ἀπόστολο Παῦλο, ἡ συνιστωμένη ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς παράγοντες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς μιᾶς Πίστεως, τοῦ ἑνὸς Βαπτίσματος, τῆς Ἀγάπης, τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἱεραρχικῆς καὶ συνοδικῆς δομῆς αὐτῆς, ἀποτελεῖ ὄντως θεία δωρεά, ἡ ὁποία ὅμως ἀπαιτεῖ θυσιαστικὴ ἀνθρώπινη συγκατάθεσι πρὸς διατήρησιν καὶ ἐνίσχυσίν της.

Ἐκκλησία μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ διαδόχους τους «ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας»61, δηλαδὴ μαρτυρεῖ καὶ ὁμολογεῖ τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεως καὶ Ζωῆς. Ἑνότητα Πίστεως καὶ πληρότητα θείας χάριτος καὶ εὐλογίας ὑπάρχει μόνον ἐκεῖ ὅπου βιώνεται καὶ διακηρύσσεται ἀνόθευτη καὶ ἀδιάφθορη ἡ ἀληθινὴ πίστις καὶ μάλιστα ἐνώπιον ὅσων τὴν διασποῦν καὶ κακοποιοῦν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν. Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν πηγὴ τῆς Ἑνότητός της62, χωρὶς δὲ τὴν ἀκεραία καὶ γνησία Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία οὔτε σωστικὴ θεία δωρεὰ κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τοὺς μεταγενεστέρους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας63.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἄκρως σημαντικὰ καὶ διαφωτιστικὰ ἐν ὄψει ὅσων διεδραματίσθησαν καὶ διαδραματίζονται ἐδῶ καὶ ἕναν περίπου αἰῶνα μὲ τὴν ἐκκλησιολογικὴ αἵρεσι καὶ δὴ παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία πλήττει καὶ καταλύει τὸ δόγμα περὶ τῆς μοναδικότητος καὶ ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἐμπνέεται οὔτε καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, δηλαδὴ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Χάρι ποὺ ὁδηγοῦν στὴν Ἑνότητα. Διότι, ἐν ὀνόματι τῆς ψευδοῦς ἑνότητος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους-αἱρετικοὺς προέβη -διὰ τῶν ἐκπροσώπων του- ἀρχικὰ στὴν ἑορτολογικὴ διάσπασι τῶν ἰδίων τῶν Ὀρθοδόξων καὶ διὰ τρόπου αὐτοῦ ἀπέδειξε τὴν ἐκκλησιομάχο διάθεσί του.

Ὥστε, μετὰ μύριες ὅσες ἀβαρίες καὶ προδοσίες νὰ φθάσουν οἱ Οἰκουμενισταὶ προσφάτως διὰ τῆς ἐν Κολυμπαρίῳ ψευδοσυνόδου τους, μέσῳ τοῦ ἐγκριθέντος κειμένου τους «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον», νὰ προβοῦν οὐσιαστικὰ σὲ θεσμικὴ νομιμοποίησι-δογματοποίησι τοῦ Συγκρητισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως εἶχε ἐπισημανθῆ καὶ στὸ Μήνυμα Ἐγρηγόρσεως τῆς προσφάτου Διορθοδόξου Συσκέψεώς μας τοῦ παρελθόντος Μαΐου, ἐν ὄψει τῆς οἰκουμενιστικῆς συνόδου τῆς Κρήτης64· διὰ τοῦ τρόπου τούτου λοιπόν, ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία ἐπὶ δεκαετίες διέτρεχε μολυσματικὰ τὴν ὕπαρξί τους, ἐπισημοποιήθηκε πλέον μὲ συνοδικὸ πρόσχημα, πρὸς κρῖμα καὶ κατάκριμα τόσο αὐτῶν, ὅσο καὶ τῶν ἀκολούθων τους.

Ἀπορρίπτοντες ἐντόνως τὴν καθιερωθεῖσα καὶ παγιωθεῖσα αἱρετικὴ αὐτὴ ἐκτροπή, παραμένουμε ὀρθοδόξως «ἐν οἷς ἐμάθομεν καὶ ἐν οἷς ἐπιστώθημεν»65, διὰ πρεσβειῶν δὲ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου καὶ διὰ τῶν εὐχῶν τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν Πατέρων μας τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας Χρυσοστόμου πρώην Φλωρίνης, Γλυκερίου Ρουμανίας καὶ Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς εἴθε νὰ διαφυλάξουμε καὶ ὑπηρετήσουμε ἕως τέλους τὴν θεία Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου Ἑνότητος καὶ Δόξης τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν!

 

Ὑποσημειώσεις


1. Παναγιώτου Μπρατσιώτου, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἡ Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Ἐν Ἀθήναις 1959, σελ. 6.
2. Β’ Κορ. ια’ 29.
3. Βασιλείου Ἰωαννίδου, Ἡ Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, Ἀθῆναι 1957, σελ. 5.
4. Α’ Τιμ. γ’ 15.
5. Βλ. Ἐφ. α’ 23, Κολ. α’ 18 καὶ β’ 17, Α’ Κορ. ιβ’ 12.
6. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1984, σελ. 93-94.
7. PG 52, στλ. 429: Ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας, β’.
8. Ἰωάννου Καραβιδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ, στὸ Τὶ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, Σεμινάριον Θεολόγων Θεσσαλονίκης – 3, Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 34-35.
9. Ἱ. Θεοφυλάκτου Ἀχρίδος, PG 124, στλ. 1116C: Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Ἐξήγησις. Βλ. καὶ Ἱ. Χρυσοστόμου, PG 61, στλ. 71: Ὑπόθεσις τῆς πρὸς Κορινθίους πρώτης Ἐπιστολῆς, Ὁμιλία Η’.
10. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 103.
11. Τὸ παράθεμα στὸ Βασιλείου Ἰωαννίδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 13.
12. Ρωμ. ιβ’ 5.
13. Βασιλείου Ἰωαννίδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 14.
14. PG 95, στλ. 828D: Εἰς Ἐπιστολὴν πρὸς Ἐφεσίους, Κεφ. Α’.
15. PG 48, στλ. 757.
16. PG 33, στλ. 965Β: Κατηχήσεις, ΙΣΤ’ Φωτιζομένων.
17. Ἐφ. δ’ 3.
18. Ἐφ. δ’ 5.
19. Α’ Κορ. α’ 13.
20. Α’ Κορ. γ’ 11.
21. Ματθ. ιστ’ 18.
22. Βλ. Ἱ. Χρυσοστόμου, PG 59, στλ. 128· Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, PG 90, στλ. 93D. Βλ. ἐπίσης ἐνδεικτικὰ Παναγιώτου Μπρατσιώτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 7, Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 163.
23. Ἐφ. β’ 20.
24. Βλ. Παναγιώτου Μπρατσιώτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 8, 13.
25. Ἐφ. δ’ 13.
26. Β’ Θεσ. β’ 5.
27. Β’ Θεσ. γ’ 6.
28. Γαλ. α’ 8-9.
29. Α’ Κορ. α’ 10.
30. Βλ. Βασιλείου Ἰωαννίδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 6-7.
31. Α’ Τιμ. α’ 19.
32. Α’ Τιμ. στ’ 10.
33. Β’ Τιμ. γ’ 8.
34. Βλ. Παναγιώτου Μπρατσιώτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 10.
35. Πράξ. κ’ 29-30.
36. Φιλιπ. β’ 2-3, Α’ Τιμ. στ’ 11, Β’ Τιμ. β’ 22.
37. Τίτ. γ’ 10-11.
38. Β’ Κορ. δ’ 2.
39. Βλ. Βασιλείου Ἰωαννίδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 18.
40. PG 61, στλ. 622: Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολήν, στ’.
41. Γαλ. γ’ 26-28, Α’ Κορ. ιβ’ 12.
42. Α’ Κορ. ι’ 16-17.
43. Βλ. Βασιλείου Ἰωαννίδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 15.
44. Β’ Θεσ. β’ 10.
45. Γαλ. ε’ 6.
46. Ρωμ. ιβ’ 15.
47. Κολ. γ’ 14.
48. Βλ. Α’ Κορ. ιγ’ 1-13.
49. Γαλ. ε’ 15.
50. Α’ Κορ. η’ 1.
51. Ἱ. Θεοφυλάκτου Ἀχρίδος, PG 124, στλ. 1088Α: Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Ἐξήγησις.
52. Ἱ. Χρυσοστόμου, PG 61, στλ. 616: Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολήν.
53. Θεοδωρήτου Κύρου, PG 82, στλ. 209BC: Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς.
54. Βλ. Ἱ. Χρυσοστόμου, PG 62, στλ. 84-86: Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΑ’, δ’-ε’.
55. Βλ. Ἱ. Χρυσοστόμου, PG 62, στλ. 509: Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολὴν πρώτην, Ὁμιλία Β’, α’.
56. Βλ. Παναγιώτου Μπρατσιώτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 13.
57. Αὐτόθι, σελ. 13-14. Βλ. καὶ Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 161.
58. Βλ. Πράξ. ιε’ 6 ἑ.
59. Βλ. π. Ἰωάννης Μέγιεντορφ, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2010, σελ. 59-60.
60. PG 90, στλ. 148Α: Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ, ἤτοι ἐν Βιζύῃ, ΙΒ’.
61. Πρβλ. Β’ Τιμ. β’ 15.
62. Βλ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 163.
63. Βλ. Αὐτόθι, σελ. 170.
64. Βλ. Μήνυμα Ἐγρηγόρσεως καὶ Πιστότητος εἰς τὴν «Ὀρθὴν τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν» τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος, 16/29.5.2016: Ἡ «Ὑγιαίνουσα Διδασκαλία» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων καὶ ἡ λεγομένη Μεγάλη Σύνοδος τῶν Οἰκουμενιστῶν - Ἡ Γνησία Ὀρθοδοξία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ (βλ. ἰδίως Β’ 8 καὶ Γ’ 11), στὴν ἐπίσημη Ἱστοσελίδα τῆς Ἐκκλησίας Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος (www.ecclesiagoc.gr/index.php/ekklisiologika).
65. Πρβλ. Β’ Τιμ. γ’ 14.