Παραινετικά

Ο ΜΕΓΑΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΑΥΛΟΣ ΩΣ ΠΟΙΜΗΝ

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

 

Α) Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΑ

 

 


ὅρος «ποιμαντική» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ποιμαίνειν», ὅπως ἐπίσης καί ὁ ὅρος «ποιμήν». Ἡ χρήση τοῦ ρήματος «ποιμαίνειν» ἔχει διπλή σημασία στούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Ἡ κυριολεκτική σημασία εἶναι ἡ φροντίδα τοῦ ποιμένα γιά τό (ἄλογο) ποίμνιο, τά ζῶα, γιά τά ὁποῖα μεριμνᾶ, ὄχι ἁπλῶς γιά τήν τροφή τους, ἀλλά γιά ὅλες γενικῶς τίς ἀνάγκες τους. Ἡ μεταφορική ἔννοια τοῦ ποιμένος δηλώνει τό ἄρχειν καί ὁδηγεῖν καί διοικεῖν ἀνθρώπους. Στήν ἀνωτέρω ἔννοια τοῦ ποιμένος λογικῶν ζώων ἀναφέρεται ὁ Πλάτων, ὡς ἑξῆς: «Οὗτοι ἄρα τῶν παλαιῶν ἄριστοι νομοθέται γεγόνασιν, νομῆς τε καί ποιμένες ἀνδρῶν, ὥσπερ καί Ὅμηρος ἔφη <ποιμένα λαῶν> εἶναι τόν ἀγαθόν στρατηγόν»1 .

aopavlos


Στήν ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ὁ ὅρος «ποιμήν» ἐνέχει πνευματικό περιεχόμενο, καθώς, ἡ ἰδέα γιά τόν ἰσραηλητικό λαό ὡς ποίμνιο τοῦ Θεοῦ εἶναι βαθύτατη, ὅπως συχνά μαρτυρεῖται στά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας ὀνομάζεται ποιμήν τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ2 . Στόν Ἰεζεκιήλ, ὁ Θεός, ὡς ὁ κατεξοχήν ποιμήν, θά ὑποσχεθεῖ ὅτι θά ὁδηγήσει τό ποίμνιό του, δηλ. τόν λαό του «ἐν νομῇ ἀγαθῇ»3 . Ὁ Κύριος θέτει τά θεμέλια τῆς ποιμαντικῆς, ὡς πνευματικῆς ἐργασίας μέσα στό σῶμα Του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συνέστη ἀπό τήν πλευρά Του, σύμφωνα μέ τή χαρακτηριστική ρήση τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου. Γράφει ὁ χρυσορρήμων Πατήρ: «Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ συνέστη…Ἐπειδή γάρ ὁ Χριστός εἰς τόν σταυρόν ἀνηνέχθη, καί προσηλώθη, καί ἀπέθανε, <προσελθών εἷς τῶν στρατιωτῶν, ἔνυξεν αὐτοῦ τήν πλευράν, καί ἐξῆλθε αἷμα καί ὕδωρ>·…καί ἐξ ἐκείνου τοῦ αἵματος, καί τοῦ ὕδατος ἡ Ἐκκλησία ἅπασα συνέστηκεν»4 .


ς γνωστόν, ὁ Ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται ὡς Ποιμήν καί μάλιστα μέ ἀπόλυτη ἔννοια, καί διατρανώνει μάλιστα ὅτι Αὐτός εἶναι «ὁ ποιμήν ὁ καλός»5 . Ὁ Ἀρχιποίμην Χριστός, δηλώνοντας τόν προσωπικό (ἐξιδιασμένο) χαρακτῆρα τῆς ποιμαντικῆς, ἀλλά καί τό θυσιαστικό ἦθος τοῦ καλοῦ ποιμένος, θά διακηρύξει: «Γινώσκω τά ἐμά καί γινώσκομαι ὑπό τῶν ἐμῶν…καί τήν ψυχήν μου τίθημι ὑπέρ τῶν προβάτων»6 .


Θεός Λόγος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί»7 , καί ἕνωσε στό Πρόσωπό Του τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τή θεία φύση Του μέ τήν προσληφθεῖσα ἀνθρωπίνη, «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως καί ἀναλλοιώτως καί ἀδιαιρέτως καί ἀδιασπάστως»8 , μέ σκοπό νά σώσει τόν ἄνθρωπο, καλώντας τον ὡς «καλός Ποιμήν» στήν «μίαν ποίμνην, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων καί μίαν Βασιλείαν». Αὐτός, σύμφωνα μέ τήν Ὑμνολογία, «τό πλανηθέν ὀρειάλωτον εὑρών πρόβατον τοῖς ὤμοις ἀναλαβών, τῷ Πατρί προσήγαγε»8 . Ὁ Θεάνθρωπος σώζει ὄχι μόνο τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς Του, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε καί τόν ἄκουσε, ὅπως οἱ «αὐτόπται τοῦ Λόγου», ἀλλά τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, πού θά γίνει πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας Του, ἡ ὁποία εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο «σῶμα Χριστοῦ»10 , καί «κοινωνία τῆς θεώσεως», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ11 .


Μετά τήν Ἀνάληψη καί τήν Πεντηκοστή, τόν ποιμαντικό ρόλο κατ᾿ ἐντολήν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἀναλαμβάνουν οἱ Ἅγιοι Μαθηταί καί Ἀπόστολοί Του. Αὐτός τούς καθιέρωσε, τούς κατέστησε ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας Του. Ὁ Ἀπόστολος, μάλιστα, ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος κατεξοχήν διακρίνεται ὡς ποιμήν, μέσα ἀπό τίς Ἐπιστολές του, εἶναι ὁ Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Αὐτός ἀναφέρεται στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί διδασκάλους ὡς ἑξῆς: «καί αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους»12 . Ὁμιλοῦμε περί Ἀρχιερέων καί ἱερέων ὡς ποιμένων. Αὐτοί ἔλαβαν τή χάρη τῆς ἱερωσύνης μέ τήν χειροτονία καί ἔχουν τό χάρισμα μιᾶς εἰδικῆς λειτουργίας μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, χάρισμα πού μετέχει στό τρισσόν ἀξίωμα τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Δογματική. Αὐτοί ἀσκοῦν τήν λεγόμενη ποιμαντική διακονία καί πρέπει νά τήν ἀσκοῦν κατά Θεόν.


Εἶναι, βεβαίως, χαρακτηριστικό, ὅτι στήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχουν οἱ ὅροι «ἀρχιερεύς» καί «ἱερεύς» νοηματικά, καί ὑπονοοῦνται ὡς λέξεις. Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν γράφει: «Ἀδελφοί ἅγιοι, κατανοήσατε τόν ἀπόστολον καί ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν»13 .


στόσο, ἀναφορικά μέ τούς ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων χρησιμοποιοῦνται οἱ ὅροι: ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος, ποιμήν. Ὑπάρχει, βεβαίως, ἡ μία καί ἑνιαία ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία μετέχουν «κατά χάριν» οἱ λειτουργοί τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί εἶναι «ὑπηρέται Χριστοῦ καί οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ», σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο14 . Εἶναι πατέρες κατά πνεῦμα καί ἀναγεννοῦν, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «διά τοῦ Εὐαγγελίου»15 , ὁδηγῶντας αὐτούς ἀπό τή φυσική κατάσταση, αὐτό πού ὀνομάζεται «κατά φύσιν» στό «ὑπέρ φύσιν», ἤ ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀπό τό «εἶναι» στό «εὖ εἶναι» καί στό «ἀεί εὖ εἶναι», δηλ. στό κατά χάριν ἄκτιστο ἐπίπεδο τῆς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ16 . Αὐτό δέν εἶναι κάτι ἁπλό, οὔτε συνιστᾶ ἕνα εὔκολο ἐγχείρημα, ἀλλά ἕνα ὄντως ἐργωδέστατο, πολύ σπουδαῖο καί ὑψηλό. Ὁ Μέγας Βασίλειος θά προσδιορίζει στά «Ἀσκητικά» του ὡς ἑξῆς τόν πνευματικό πατέρα, πού βρίσκεται στήν πνευματική διακονία μετά τόν ἕνα Πατέρα τόν οὐράνιο: «Πατήρ γάρ ἐστίν ἀληθέστατος, πρῶτος μέν ὁ τῶν ἁπάντων Πατήρ∙ ὁ δεύτερος δέ μετ᾿ ἐκεῖνον ὁ τῆς πνευματικῆς καθοδηγούμενος πολιτείας»17 . Αὐτός ἀσκεῖ τήν ἐν Θεῷ ποιμαντική διά τῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο εἶναι «τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»18 .

 

 

Β) Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

 


Δέν γνώρισε «ἐν σαρκί» τόν Ἐνανθρωπήσαντα Λόγο ὁ Παῦλος. Δέν ἔζησε πλησίον τοῦ θειοτάτου Διδασκάλου ὡς ἄμεσος μαθητής, ὁ μετά ταῦτα «οὐρανόφρων». Δέν μαθήτευσε στό ὑψηλότερο Διδασκαλεῖο τοῦ κόσμου, ἀπό ὅπου ἔρρευσαν στήν Οἰκουμένη «τά ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς» ὁ ζηλωτής Ἰουδαῖος Σαῦλος19 . Ὅμως, τόν γνώρισε στό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, τότε πού ἔκλεισαν προσωρινά τά σωματικά του μάτια, γιά νά ἀνοίξουν διά παντός τά πνευματικά. Ὁ Παῦλος μετά ταῦτα, ἐμπνεόμενος ἀπό τήν Ἀγάπη τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ἀναδεικνύεται «στόμα τοῦ Χριστοῦ»20 , διαπρύσιος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, κορυφαῖος Ἀπόστολος καί ποιμήν, πατέρας καί ἀναγεννητής ὑπάρξεων, ἀφοῦ κατά τό πρότυπο τοῦ Μεγάλου Ποιμένος καί τή Χάρη Ἐκείνου, ποίμανε μέ ἱκανότητα, σοφία καί δεξιοτεχνία τίς Ἐκκλησίες καί ἔγινε «τά πάντα τοῖς πᾶσι»21 , χάριν τῆς σωτηρίας τῶν πάντων.


Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, διαζωγραφεῖται ἐναργῶς ἡ ὅλη ποιμαντική ἀγωνία καί δραστηριότητα τοῦ «σκεύους τῆς ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πρῶτα περιγράφεται τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ καί ἡ μεταστροφή τοῦ πρώην Σαύλου22 . Κατόπιν, οἱ Ἐπιστολές τοῦ Παύλου, πρός Κορινθίους, πρός Κολασσαεῖς κ.λπ. ἀποτυπώνουν τήν ἀνύστακτη και ἀδιάκοπη μέριμνά του ὑπέρ «πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν», ἐνῶ ἡ μία ἐπιστολή του πρός Τίτον καί οἱ δύο πρός Τιμόθεον διαγράφουν τήν πολιτεία καί τά προσόντα τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐν λόγῳ Ἐπιστολές τοῦ θεορρήμονος Παύλου ὀνομάστηκαν (ἀπό τόν 18ο αἰ. καί ἑξῆς) «ποιμαντικές»23 . Μποροῦμε νά σημειώσουμε, ὅτι κατά τή σύγχρονη ὁρολογία, αὐτές οἱ Ἐπιστολές ἀφοροῦν τή λεγομένη «ποιμαντική καθηκοντολογία».


ἀσυναγώνιστος ὑπομνηματιστής τοῦ Παύλου, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, θά καταθέσει περί τῶν Ἐπιστολῶν, ὅτι ὁ Παῦλος, «ἀπηρτισμένος ἡμῖν τούς χαρακτῆρας ὑπέγραψε τῆς ἐπισκοπῆς, ἵν᾿ ἕκαστος τῶν εἰς ἀρχήν ταύτην ἀναβαινόντων, εἰς ἐκείνην (τήν εἰκόνα) ὁρῶν, μετά τοσαύτης ἀκριβείας τά καθ᾿ ἑαυτόν ἅπαντα οἰκονομῇ»24 . Πράγματι, στίς συγκεκριμένες Ἐπιστολές καθορίζονται οἱ ἁρμοδιότητες τῶν κατά τόπους προϊσταμένων τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅπως εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ, οἱ ποιμαντικές Ἐπιστολές θεωρήθηκαν ἀπό πολύ νωρίς ὡς τό πρῶτο πρακτικό ἐγχειρίδιο περί ποιμαντικῆς στήν ἐκκλησιαστική ἐπιστήμη τῆς ποιμαντικῆς, καί ὁ Παῦλος ὡς ὁ πατέρας καί θεμελιωτής τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τέχνης αὐτῆς25 .


Δεύτερος Νῶε ἀνεδείχθη ὁ Παῦλος, πάλι κατά τόν Χρυσόστομο, ἀφοῦ οἱ Ἐπιστολές του ἀποτελοῦν κιβωτό πνευματική, πολύ ἀνώτερη τῆς παλαιᾶς, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε, καί τοῦτο διότι ἡ κιβωτός τοῦ Παύλου ἅρπαξε ἀπό τά κύματα τῆς ἀπιστίας ὅλη τήν Οἰκουμένη, γιά νά τή σώσει ἀπό τόν πνευματικό καταποντισμό26 .


Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ ποιμαντική διακονία τοῦ Παύλου καί ἡ καθημερινή του μέριμνα γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἐκκινοῦσε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία, «ὡς παφλάζουσα φλόγα» ἔκαιγε ἐντός τῆς πυρφόρου ὑπάρξεώς του. Αὐτή τόν ἐνέπνεε καί τόν καθοδηγοῦσε. Ὅμως, ὁ διδάσκαλος Παῦλος διέθετε καί τέχνη καί μεθοδολογία ποιμαντική, σύνεση καί διάκριση, ἀρετές κατεξοχήν ποιμαντικές. Ἀπό τόν ἱ. Χρυσόστομο ἐξαίρεται ἡ τεχνική τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ κατά τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας. Ἀναφέρεται λ.χ. στό γεγονός ἐκεῖνο, κατά τό ὁποῖο ὁ Παῦλος μέμφεται κάποιον πόρνο ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ὅμως δέν τόν κατονομάζει27 . Ἐπίσης, ὁ Χρυσόστομος θά παρατηρήσει, ὅτι στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος ἀρχίζει μέ αὐστηρότητα, ἀλλά καταλήγει μέ προσήνεια. Ἀντίθετα, στή Β΄ Ἐπιστολή του, ἐνῶ ἀρχίζει μέ πραότητα, καταλήγει σέ ἀπειλές28 . Ὄντως, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἱεράρχη, «καί τόξα καί δόρατα καί βέλη καί πάντα ἡ γλῶττα τοῦ Παύλου»29 . Κατά ταῦτα, δικαίως ὁ τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολος, θά χαρακτηρισθεῖ ἀπό τόν ἱ. Χρυσόστομο ὡς ὁ μέγιστος πνευματικός «τῆς Οἰκουμένης» γιατρός30 .


κόμη, θά ἐπισημάνει ὁ ἱκανότατος ἑρμηνευτής τοῦ Παύλου, ὅτι, ὅπως ἕνας ἄριστος ζωγράφος, ὅταν πρόκειται νά κατασκευάσει μιά αὐθεντική καί πρωτότυπη μορφή βασιλέως, ἀναμειγνύει πολλά χρώματα καί ἀποτυπώνει μέ ἀκρίβεια τά χαρακτηριστικά τῆς μορφῆς, ὥστε ἔπειτα, ὅσοι μιμοῦνται καί ἀντιγράφουν, νά τήν ἀπεικονίζουν μέ ἀκρίβεια, ἔτσι καί ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, «καθάπερ τινά εἰκόνα βασιλικήν γράφων, καί τό ἀρχέτυπον αὐτῆς κατασκευάζων, τά ποικίλα τῆς ἀρετῆς κεράσας χρώματα, ἀπηρτισμένους ἡμῖν τούς χαρακτῆρας ὑπέγραψε τῆς ἐπισκοπῆς, ἵν᾿ ἕκαστος τῶν εἰς τήν ἀρχήν ταύτην ἀναβαινόντων, εἰς ἐκείνην ὁρῶν, μετά τοσαύτης ἀκριβείας τά καθ᾿ ἑυτόν οἰκονομῇ»31 .


στόσο, ἡ ποιμαντική τοῦ Παύλου, δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη δογματικά, ἀλλά ἑδράζεται στά θεμελιώδη δόγματα τοῦ Εὐαγγελίου, ἤτοι, στό Τριαδικόν τοῦ Θεοῦ, στήν ἑνότητα, ἀλλά καί διάκριση τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, στή Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί στήν πίστη ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται ἐν τῇ Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας, πού σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, εἶναι «σῶμα Χριστοῦ». Ἐπιπλέον, ἐπισημαίνονται καί οἱ τρόποι ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ μεγίστου τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ποιμαντική του μέριμνα γιά συγκεκριμένα πρόσωπα32 .


Ε
ἰδικώτερα τώρα, μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε ποιμαντικά στοιχεῖα ἀπό τίς συγκεκριμένες Ἐπιστολές τοῦ θεορρήμονος Παύλου, τίς λεγόμενες «ποιμαντικές». Αὐτές εἶναι οἱ πρός Τίτον, πού θεωρεῖται καί ὡς ἡ ἀρχαιότερη καί οἱ πρός Τιμόθεον Α΄ καί Β΄. Στήν Α΄ πρός Τιμόθεον περιέχεται ὁ «καθρέπτης» τοῦ ἐπισκόπου. Συγκεκριμένα, στό γ΄ Κεφάλαιο τῆς Ἐπιστολῆς, ὁ Παῦλος θά παραγγείλει μέ αὐθεντία στό «γνήσιο τέκνο του» τόν Τιμόθεο, ὅτι «δεῖ τόν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μή πάροινον, μή πλήκτην, μή αἰσχροκερδῆ, ἀλλ᾿ ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφιλάργυρον»33 .


Τ
ό κατεξοχήν χαρακτηριστικό τοῦ ἐπισκόπου, στίς Ποιμαντικές Ἐπιστολές τοῦ Παύλου, εἶναι ἡ διδασκαλία. Ἡ νουθεσία του πρός τόν Τιμόθεο εἶναι χαρακτηριστική:
«Ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. Μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος, ὅ ἐδόθη σοι διά προφητείας μετά ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου. Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπή φανερά ᾖ ἐν πᾶσιν. Ἔπεχε σεαυτῷ καί τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γάρ ποιῶν καί σεαυτόν σώσεις καί τούς ἀκούοντάς σου»34 .


Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Παῦλος λέγει στόν πιστό μαθητή του Τιμόθεο «ἐπίμενε αὐτοῖς», νά ἐπιμένεις σ᾿ αὐτά, δηλ. στή διδασκαλία καί τό κήρυγμα, καί ἄν αὐτά, λέγει, πού σέ προτρέπω, τά ἐφαρμόσεις, τότε θά σώσεις καί τόν ἑαυτό σου καί τούς ἀκούοντες τή διδαχή σου. Ὁ ὑπομνηματιστής τοῦ συγκεκριμένου χωρίου περί τῆς διδασκαλίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά γράψει ὅτι ἡ διδασκαλία εἶναι τό κατεξοχήν χάρισμα πού ἔλαβε ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τήν χειροτονία35 . Ὁ ἱερός Δαμασκηνός θά σημειώσει: «Μή ἐν τῷ βίῳ μόνον, ἀλλά καί ἐν τῷ λόγῳ τῷ διδασκαλικῷ»36 . Ὁ ἴδιος ὁ θεορρήμων Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν μελετοῦσε πρίν τό κήρυγμα, ἀναζητοῦσε τήν κατάρτισή του, καίτοι ἦταν τόσο πεφωτισμένος, ἀφοῦ εἶχε μυηθεῖ στίς οὐράνιες πραγματικότητες, ἀκούγοντας «ἄῤῥητα ῥήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»37 .


Στό τέλος τῶν Ποιμαντικῶν του Ἐπιστολῶν (στή Β΄ πρός Τιμόθεον) ὁ Παῦλος παρακαλεῖ τόν ἀποδέκτη τῶν λόγων του νά τοῦ φέρει, ἐκτός ἀπό κάποιο ἔνδυμα γιά νά ἀντιμετωπίσει τό ψῦχος («τόν φελόνην»), τίς μεμβράνες, ὥστε νά μελετᾶ ὁ ἴδιος τίς Ἅγιες Γραφές38 . Χαρακτηριστικό, μάλιστα, τῆς εὐαίσθητης καί εὐγενέστατης καρδίας τοῦ Παύλου, παράδειγμα πρός μίμηση καί τοῦτο γιά τούς ἐπισκόπους καί ποιμένες, εἶναι ὅτι ὁ μέγας Ἀπόστολος παρακαλεῖ καί δέν ἐπιτάσσει τόν νεαρό («νεόφυτον») Τιμόθεο. Ὁ Παῦλος, παρότι εἶναι φορέας ἐπιταγῆς, ἐντούτοις, παρακαλεῖ πατρικά καί δέν διατάζει ἐξουσιαστικά. Αὐτή τήν εὐγένεια τῆς ἀναγεννημένης ἐν Χριστῷ καρδίας τοῦ μακαρίου Παύλου, δέν μποροῦσε νά προσπεράσει ἀσχολίαστη ὁ χαρισματικός ὑπομνηματιστής του, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί γι᾿ αὐτό σημειώνει: <Καθώς παρεκάλεσά σε>…. Ἄκουε τό προσηνές· πώς οὐ διδασκάλου φωνῇ χρῆται, ἀλλ᾿ ἱκέτου σχεδόν, οὐ γάρ εἶπεν <ἐπέταξα>, οὐδέ <ἐκέλευσα>»39 .


Ε
ὐγένεια, λοιπόν, πνευματική διάκριση, κενωτική ἀγάπη, θυσιαστική προσφορά, εἶναι τά χαρακτηριστικά πού διέπουν ἕναν καλό ποιμένα, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται ἐμπόνως καί εὐτόνως, ὡς καλός ἁλιεύς, προκειμένου νά «ζωγρίσει» τούς νοητούς ἰχθύες καί νά τούς τοποθετήσει στό δίκτυο τοῦ Δεσπότου Θεοῦ. Ὑπόδειγμα τούτων πάντων ὁ Παῦλος. Αὐτός κοπίασε καί πόνεσε τόσο γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐφαρμογή του ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὥστε στήν περίπτωσή του νά ἐφαρμόζεται κατεξοχήν τό πατερικό: «Ὕπαγε, πόνησον· κόπου γάρ χρεία καί πόνου καρδίας»40 . Αὐτός ἦταν ὁ Μέγας Παῦλος ὡς ποιμήν!


θεοφιλής ποιμαντική τοῦ ἀποστόλου Παύλου κατέστη φαεινό ὑπόδειγμα γιά τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς διακονίας μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί Διδασκάλων, παλαιῶν καί νεοτέρων. Πολλοί εἶχαν τόν Παῦλο ὡς ἐμπνευστή καί μυστικό καθοδηγητή στό ἐπίπονο ἔργο τῆς ἐν Θεῷ διαποιμάνσεως τῶν λογικῶν προβάτων τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.


διαιτέρως θά λέγαμε, ἀπό τόν Παῦλο ἐμπνέονται στή συγγραφή τῶν περί ἱερωσύνης λόγων τους δύο κορυφαῖοι Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας καί Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος41 καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος42 , ἀλλά χρειάζεται κάποιο ἰδιαίτερο κείμενο, ὅπου θά μποροῦσε νά γίνει εἰδική ἀναφορά περί τῆς ποιμαντικῆς διακονίας Πατέρων καί Διδασκάλων, κατ᾿ ἔμπνευση τοῦ μεγάλου ἀποστόλου καί χαρισματικοῦ ποιμένος Παύλου.

 

Εἴθε ὁ χαρισματικός ποιμήν, Ἀπόστολος καί πρῶτος Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, Παῦλος νά ἐμπνέει καί νά ἐνισχύει ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μετέρχονται τήν «τέχνην τεχνῶν καί ἐπιστήμην ἐπιστημῶν» στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν κατά Θεόν ποδηγεσία τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Ἀρχιποίμενος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί, κατά τόν Παῦλο, εἶναι οἱ «ἐν ἑνί Πνεύματι εἰς ἕν σῶμα βαπτισθέντες καί πάντες εἰς ἕν Πνεῦμα ποτισθέντες» .

 

 

1. Πλάτωνος, Μίνως, 321b-321c2.
2. Πρωτοπρ. Ἀθ. Γκίκα, Μαθήματα Ποιμαντικῆς, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 16, ὅπου καί οἱ σχετικές παραπομπές σέ Βιβλικά χωρία.
3. Ἰεζ. λδ΄, 14.
4. Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον 3, PG 51, 229.
5. Ἰω. ι΄, 11.
6. Ἰω. ι΄, 15.
7. Α΄ Τιμ., 3, 16.
8. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 47, PG 49, 993 B.
9. Θεοτοκίον, Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου, ἦχος δ΄, «Ὁ διά σέ Θεοπάτωρ προφήτης Δαβίδ».
10. Α΄Κορ. 12, 27.
11. Λόγοι ἀποδεικτικοί Β΄, 78, βλ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σελ. 149
12. Ἐφεσ. δ΄, 11.
13. Ἑβρ. γ΄, 1.Βλ. Βλ. Ν. Σωτηροπούλου, Ἀντιχιλιαστικόν ἐγχειρίδιον, ἔκδ. «Σταυρός», Ἀθῆναι 1994, σελ. 183-184. Στό ἐν λόγῳ ἀντιαιρετικό πόνημα ὁ συγγραφέας παραθέτει πλῆθος ἐδαφίων ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, πού ἀναφέρονται στήν ὕπαρξη ἀρχιερέων καί ἱερέων στήν ἐποχή ἰσχύος τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι εἶναι, φυσικά, μέτοχοι τῆς ἱερωσύνης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
14. Α΄Κορ., δ΄,1., βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Κηρύγματα στά Ἀποστολικά ἀναγνώσματα, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 78.
15. Α΄ Κορ. 4, 1-17.
16. PG 90, 1329 AB.
17. Μ. Βασιλείου, Ἀσκητικαί διατάξεις, 20, 1, MPG. 31, 1389D. Βλ. ἐπισκόπου Σοφιανοῦ CHEORGHE PATRUNJEL, «Ἡ πνευματική πατρότητα κατά τόν Μέγα Βασίλειο» (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 33.
18. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀπολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, ΕΠΕ 1, 94.
19. Μαθήτευσε, ὡστόσο, ὁ Παῦλος σέ «ὑπερουράνιο», θεῖο Διδασκαλεῖο, κατά τήν ὑπερκόσμια, ἀσύλληπτη ἐκείνη πνευματική ἐμπειρία τῆς «ἁρπαγῆς», ὅπου εἶδε τά «ἄρρητα ρήματα» καί μυήθηκε ἐν Πνεύματι στά ὑπέρ-ἔννοιαν ἀγαθά τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
20. Α΄ Κορ.14, 37.
21. Α΄Κορ. 9, 22.
22. Πρξ. Θ΄, 1-18.
23. «Epistolae pastoralis», βλ. π. Ἀθ Γκίκα, Μαθήματα Ποιμαντικῆς, σελ. 25.
24. Ἐγκώμιον εἰς τόν Ἱερομάρτυρα Ἰγνάτιον, PG 50, 589.
25. π. Ἀθ. Γκίκα, ὅπ. π. σελ. 26, Πρβλ. Νικηφ. Καλογερᾶ, Ἡ Ποιμαντική, Ἀθῆναι 1883, σελ. 8, Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πεταπόλεως, Ποιμαντική, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 34.
26. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν Ἅγιον Παῦλον, Ὁμιλία Α’, ΕΠΕ 36, 404: «Καί ἐκεῖνος μέν (ὁ Νῶε), ἑαυτόν μετά τῶν παίδων διέσωσε μόνον∙ οὖτος δέ, πολύ χαλεπωτέρου τήν οἰκουμένην κατακλυσμοῦ καταλαβόντος, οὐ σανίδας πηξά¬μενος καί κιβωτόν ποιήσας, ἀλλ᾿ ἀντί σανίδων τάς ἐπιστολάς συνθείς, οὐ δύο καί τρεῖς καί πέντε συγγενεῖς, ἀλλά τήν οἰκουμένην ἅπασαν, καταποντίζεσθαι μέλλουσαν, ἐκ μέσων ἥρπασε τῶν κυμάτων».
27. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Α΄ Κορινθίους 9, PG 61, 79.
28. Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, Ἡ θεραπεία τῶν πνευματικῶν νοσημάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σύμφωνα μέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες, Ἀθήνα 2004, σελ. 476 (Ἀνάτυπον ἐκ τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπετηρίδος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Τόμος ΛΘ΄).
29. Εἰς Β΄ Κορινθίους 21, PG 61, 545.
30. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς την ἁγίαν Πεντηκοστήν, Ὁμιλ. Α΄, β΄, PG 50, 456, ὅ.π. Σπ. Τσιτσίγκου μνημ. ἔργ.
31. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν ἅγιον ἱερομάρτυρα Ἰγνάτιον, PG 55, 589, βλ. πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, Πατερική θεώρηση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 40.
32. Βλ. Ἀρχιμ. Γ. Καψάνη, «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὡς Ποιμήν» (Εἰσήγηση), στό : Παῦλος, πρῶτος μετά τόν Ἕνα, ἐκδ. Κλάδος Ἐκδόσεων Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2001, σελ. 145 κ.ἑξ.
33. Α΄ Τιμ., 3, 2-3.
34. Α΄ Τιμ. 4, 13-14.
35. Βλ. Σωτηρίου Σ. Δεσπότη, Ἀποστόλου Παύλου Ποιμαντικές Ἐπιστολές, Τόμ Α΄, Πρός Τιμόθεον Α΄, ἐκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 2018, σελ. 481.
36. PG 95, 1012.
37. Ὅπ.π., σ. 1-4.
38. Β΄ Τιμ., 4, 13.
39. Σ. Δεσπότη, Ἀποστόλου Παύλου Ποιμαντικές Ἐπιστολές, σελ. 164.
40. Φιλοκαλία, τ. Β΄, σελ. 252, Λόγος πάνυ ὠφέλιμος.
41. Βλ. Γρηγορίου Θελόγου, Ἀπολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, ΕΠΕ 1, 74-215.
42. Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης (ἕξι λόγοι), ΕΠΕ 28, 54-309.