topbanner

«Ἐθνῶν κήρυκας καὶ φωστῆρας τρισμέγιστος» Ὁμιλία Ἱερομονάχου π. Χρυσοστόμου Σίδερη κατὰ τὸν Συνοδικὸ Ἑσπερινὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου

Χαῖρε Παῦλε παμφίλτατε,
καὶ κήρυξ τῆς πίστεως,
καὶ διδάσκαλε τῆς οἰκουμένης
(ἀπό τά ἀπόστιχα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς)

 

Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,


Τίμιον Πρεσβυτέριον,


Σεπτὴ Διακονία,


Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί ἀδελφές,


ναλαμβάνοντας τήν διακονία τοῦ λόγου, ὁμολογώ ὅτι μέ συνέχει ἔντονη ἀμηχανία καί δέος. Αὐτό συμβαίνει διότι ὁ λόγος δέν ἀφορᾶ ἕναν συνήθη ἄνθρωπο, ἔστω σπουδαῖο καί ἐπιφανή, βασιλέα ἤ σοφό. Ἀφορά ἕναν οὐρανοβάμωνα ἄνθρωπο καί ἐπίγειο ἄγγελο, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὑποκλίνονται ὅλα τά ἔθνη καί ὁ ὁποῖος «ὡς πτηνόν τήν οἰκουμένην ἔδραμε» κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον καί ἀνεδείχθη σέ ἀκάματο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ λόγος εἶναι γιά τόν Ἀπόστολον Παῦλον, τόν ἱδρυτή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν, τόν ὁποῖον χοϊκή γλώσσα δέν μπορεῖ νά ἀνυμνήσει ἐπαξίως. Ἐπικαλούμενος λοιπόν τίς εὐχές τῆς σεπτῆς ἱεραρχίας καί τοῦ ἱεροῦ μας κλήρου, θά ἀποτολμήσω μία προσέγγιση στήν προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ἀποστόλου τῆς ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

appavlou7

 

Α. Σύντομη βιογραφία τοῦ ἀποστόλου Παύλου


Οἱ περισσότερες πληροφορίες γιά τόν βίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀντλοῦνται ἀπό τό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καί ἀπό τίς ἐπιστολές του. Ἐν συγκρίσει μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο πρόσωπο τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, γιά τόν Παῦλο ὑπάρχουν οἱ περισσότερες πληροφορίες γιά τή ζωή καί τή δράση του.


ἀπόστολος Παῦλος γεννήθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας μεταξύ τῶν ἐτῶν 5 και 15 μ.Χ. ἀπό εὔπορους Ἰουδαίους γονείς τῆς φυλῆς Βενιαμίν. Ὀνομάστηκε Σαούλ, ἀλλά ἔχοντας καί τήν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτη, ἔφερε καί τό ὄνομα Παῦλος. Κατά τό ἐπάγγελμα ἦταν σκηνοποιός. Ἔτυχε ὑψηλῆς θύραθεν παιδείας μέσα στό ἀξιόλογο ἑλληνιστικό πνευματικό κλίμα τῆς Ταρσοῦ, γεγονός πού συνετέλεσε πολύ στή διαμόρφωση τῆς πολύπλευρης προσωπικότητάς του.


Παῦλος ἀνῆκε στήν αἵρεση τῶν Φαρισαίων καί σπούδασε τή ραββινική θεολογία καί τά νομικά γράμματα γιά μία δεκαπενταετία περίπου «παρά τούς πόδας»1 τοῦ ὀνομαστοῦ νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ. Ὁ νεαρός Φαρισαῖος, «ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ»2 ἔδειξε ἰδιαίτερη φροντίδα γιά τή διάσωση τῆς θρησκείας του, τόν ἰουδαϊσμό. Παρασυρμένος ἀπό τόν ὑπέρμετρο ζῆλο του, πού ἔφτανε μέχρι φανατισμοῦ καί τό μίσος του κατά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, συμμετεῖχε συνευδοκῶν στόν διά λιθοβολισμοῦ θάνατον τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Ἔπειτα, «ἐλυμαίνετο τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τοὺς οἴκους εἰσπορευόμενος, σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου εἰς φυλακήν»3 καί «ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου»4 αὐτόκλητος ἔλαβε τήν ἔγκριση ἀπό τόν τότε ἰουδαῖο ἀρχιερέα νά τεθεῖ ἐπικεφαλής ἀποσπάσματος μέ σκοπό νά συλλάβει τούς Χριστιανούς τῆς Δαμασκοῦ καί νά τούς σύρει δεμένους στήν Ἰερουσαλήμ.


δεύοντας ὅμως πρός τόν τόπο τῆς μεγάλης του ἀνομίας δέν κατανοοῦσε ὅτι στήν πραγματικότητα ὥδευε πρός τήν μεγαλύτερη στιγμή τῆς ζωῆς του. Ἐνῶ νόμιζε ὅτι καταδίωκε, στήν πραγματικότητα κατεδιώκετο ἀπό τό ἄμετρο ἔλεος καί τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Κυρίου. Πράγματι, ἡ Θεοφάνεια πού ἔζησε κατά τήν ὁδό πρός τήν Δαμασκό τόν συνεκλόνισε βαθύτατα καί ἀπετέλεσε τό σημεῖο καμπῆς γιά τήν μετέπειτα πορεία του. Ὁ Παῦλος διά τῆς Θεῖας φωνῆς «Σαούλ! Σαούλ, τί με διώκεις;»5 καί «ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις»6 εἶχε πλέον κατακτηθεῖ ἀπό τόν Χριστό. Τρεῖς ἡμέρες μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός βαπτίστηκε χριστιανός καί ἔθεσε ὁλόψυχα τόν ἐαυτό του στήν διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Ποιός μποροῦσε νά φανταστεῖ, ὅταν λιθοβολούσαν τόν Στέφανο, ὅτι μέσα σ’ ἕνα χρόνο ὁ διώκτης του θά ἐρχόταν νά πάρει τή θέση του, γιά νά φέρει σέ νικηφόρο τέρμα αὐτό γιά τό ὁποίο ἐκεῖνος θυσιαζόταν! Γι’ αὐτό θά πεῖ ἀργότερα ὁ ἱερός Αὐγουστίνος: «Χωρίς τήν προσευχή τοῦ μάρτυρος Στεφάνου, ἡ Ἐκκλησία δέν θά εἶχε τόν Παῦλον»7 .


πειτα ἀπό μία ἐπιμελή προετοιμασία, ἀνέλαβε παρά Κυρίου τό ἔργο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν ἐθνικῶν, δηλαδή τῶν μή-Ἰουδαίων εἰδωλολατρῶν. Πραγματοποίησε συνολικά τέσσερις ἀποστολικές περιοδεῖες, ἐν μέσῳ συνεχῶν κινδύνων καί πειρασμῶν, στήν τελευταία ἐκ τῶν ὁποίων ἔφτασε μέχρι τήν Ἰσπανία. Οἱ πρῶτες τρεῖς ἐξ αὐτῶν περιγράφονται μέ λεπτομέρειες στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καί καλύπτουν ἀποστάσεις ἄνω τῶν τεσσάρων χιλιάδων χιλιομέτρων (χωρίς να συμπεριληφθεῖ ἡ τέταρτη περιοδεία). Συμμετεῖχε στήν πρώτη σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἰεροσολύμων τό 48 μ.Χ. Συνέγραψε πλῆθος ἐπιστολῶν μέ θεολογικό καί ποιμαντικό περιεχόμενο, δεκατέσσερις ἐκ τῶν ὁποίων σώζονται μέχρι τίς ἡμέρες μας καί ἀποτελοῦν τά πρώτα γραπτά μνημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συνελήφθη δύο φορές ἀπό τίς ρωμαϊκές ἀρχές καί κατά τήν δεύτερη ὑπέστη τόν διά ξίφους μαρτυρικό θάνατον, ἐπί αὐτοκράτορα Νέρωνα, πρός τά τέλη τής δεκαετίας του 60 μ.Χ.

 

Β. Ἡ θαυμαστή μεταστροφή στήν Πίστη τοῦ Χριστοῦ


ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξε θεόκλητος καί θεοδίδακτος στήν Πίστη. Παρότι πολυγραφότατος καί ὁ πλέον ἔνθερμος κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου, δέν ἀνῆκε στή χορεία τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, οὔτε συναναστράφηκε τόν Κύριο κατά τήν ἐπί γῆς ἔνσαρκο παρουσία Του. Δέν ἔγινε Χριστιανός ἀπό τήν πειθῶ κάποιου ἄλλου ἀποστόλου ἤ ἐργάτη τῆς Πίστεως, ἀλλ' ἀπ' εὐθείας, ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπεκαλύφθη καί τόν προσκάλεσε στήν Ἐκκλησία Του καί στό ἀποστολικό ἀξίωμα. Ὁ ἴδιος, δηλώνοντας αὐτή τήν πραγματικότητα, συνηθίζει νά προλογίζει τίς ἐπιστολές του συστηνόμενος ὡς «κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ»8 ἤ «ἀπόστολος οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»9 καί ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Θεός τόν προόριζε γιά ἀπόστολο τοῦ Εὐαγγελίου «ἐκ κοιλίας μητρός»10 του.


Τό γεγονός τῆς μεταστροφῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου κατά τήν πορεία πρός τή Δαμασκό ἔχει ἀποτελέσει ἀντικείμενο ἐπισταμένης μελέτης ἀπό ἐρευνητές πού προσπάθησαν, μέ ὀρθολογικά κριτήρια ἀλλά καί σκοτισμένη διάνοια, νά ἐξηγήσουν τήν μεγάλη αὐτή ἀλλαγή. Αὐτές ὅμως οἱ ἑρμηνευτικές ἀπόπειρες δέν ἀντέχουν στό φῶς μίας ἐνδελεχοῦς ἐξέτασης τῶν προϋποθέσεών τους μέ ἀποτέλεσμα τά συμπεράσματά τους νά μήν πείθουν. Γι’αὐτό, ὁ διαβόητος μεταξύ τῶν ὀρθολογιστῶν, γερμανός προτεστάντης θεολόγος Φερδινάνδος Baur, ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήσει ὅτι «δι’ οὐδεμίας ἀναλύσεως εἴτε ψυχολογικῆς εἴτε διαλεκτικῆς δύναταί τις νά ἐπιτύχῃ τήν βυθομέτρησιν τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνεργείας, διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός ἀπεκάλυψεν εἰς τόν Σαούλ τόν Υἱόν του».


Τό πλέον ὅμως συγκλονιστικό, πού ἀπό μόνο του ἀποδεικνύει τήν Θεία προέλευση τῆς ριζικῆς ἀλλοίωσης τοῦ Παύλου, εἶναι ὅτι μετά τήν ἀποκάλυψη τῆς Δαμασκοῦ καί τήν οὐσιαστική του μετάνοια, ἦταν καθόλα ἕτοιμος νά διαδώσει τή νέα διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου χωρίς νά τήν ἔχει γνωρίσει ἤ ἔστω ἀκούσει στό παρελθόν, πρᾶγμα ἄλλωστε πού ἔκανε ἀπό τήν πρώτη στιγμή κηρύσσοντας τόν Χριστό στίς ἰουδαϊκές συναγωγές. Ὁ Παῦλος κατενόησε ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἀπλῶς μία καινούργια διδαχή ἤ ἠθική, ἀλλά ἡ καινούργια Ζωή, ἡ νέα Δημιουργία. «Ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα»11 , θά γράψει ἀργότερα. Ἀπό τότε καί μετά, οὐδέποτε ταλαντεύτηκε ἤ ἀμφέβαλλε γιά τό περιεχόμενο τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας του, ἀλλά παρέμεινε ἀμετακίνητος στήν Πίστη καί στό ἔργο πού τοῦ ἐμπιστέυθηκε ὁ Κύριος μέχρι τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Ὁ Πάνσοφος Θεός εἶχε μετατρέψει τόν ζῆλο τοῦ Παύλου γιά τόν ἰουδαϊκό Νόμο, σέ ζῆλο γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτός ὁ ἱερός πόθος τῆς μεταδόσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στούς συνανθρώπους του τόν συνέχει σέ ὅλη τήν μετέπειτα ζωή του. Ζεῖ διαρκῶς ἔκτοτε μέ ἰσχυρότατη τήν συναίσθηση τῆς ἱερῆς του ἀποστολῆς. «Ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται. Οὐαί δέ μοι ἐστίν, ἐάν μή εὐαγγελίζομαι»12 . Τόσο ἔντονη ὑπῆρξε ἡ συναίσθηση τῆς ἀποστολῆς του, ὥστε πλέον οἱ λέξεις «Παῦλος», «ἀπόστολος» καί «ἱεραποστολή» νά καταστοῦν στίς συνειδήσεις τῶν χριστιανῶν πνευματικά ταυτόσημες.


Τό κῦρος τῆς ἀποστολικής ἰδιότητας τοῦ Παύλου οὐδέποτε ἀμφισβητήθηκε ἀπό τούς ὑπόλοιπους μαθητές τοῦ Κυρίου. Ὅπως μας πληροφορεῖ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του13 , ὅταν ἔπειτα ἀπό ἀρκετά χρόνια μετά τήν ὁπτασία τῆς Δαμασκοῦ ἐπισκέφθηκε τά Ἱεροσόλυμα καί συνάντησε τούς ἀποστόλους, δέν ζήτησε τήν ἔγκριση ἤ τήν ἄδειά τους για να κηρύττει τόν Χριστό, παρά μόνο τήν ἐπιβεβαίωση ὅτι τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας του συμφωνεῖ μέ ἐκεῖνο τῶν ἄλλων ἀποστόλων ὥστε νά ἐλεγχθῆ μήπως τυχόν κοπιάζει ἄδικα. Οἱ λοιποί ἀπόστολοι καί μάλιστα «οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι»14 Πέτρος, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης, πείστηκαν ἀπολύτως γιά τήν χάρη πού εἶχε δώσει ὁ Θεός στόν Παῦλο καί συμφώνησαν να κηρύττουν, αὐτοί μέν κυρίως στούς Ἰουδαίους, ὁ δέ Παῦλος στούς ἐθνικούς.

 

Γ. Ἡ προσωπικότητα καί οἱ ἀρετές τοῦ ἀποστόλου Παύλου


Εἶναι γεγονός ὅτι τό κολοσσιαῖο ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς τῶν ἐθνῶν πού ἀνέλαβε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στέφθηκε μέ ἐπιτυχία «ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι Χριστῷ»15 , ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος. Δεν θα πρέπει ὅμως νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας, πού συμπεριλαμβάνει τίς ἔμφυτες καί ἐπίκτητες ἱκανότητες, σέ καμία περίπτωση δέν παραθεωρεῖται, οὔτε καί ἐκμηδενίζεται ἀπό τόν Θεῖο παράγοντα, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει κατευθύνει τήν ἀνθρώπινη ἰστορία. Ὁ ἀσύλληπτος πλοῦτος τῶν θύραθεν καί πνευματικῶν χαρισμάτων του Παύλου ἀποτελεῖ ἀντικείμενο μελέτης ὄχι μόνο τῶν πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί τῶν μεγαλυτέρων πανεπιστημίων τοῦ κόσμου μέχρι τίς ἡμέρες μας, μέ ἀναρίθμητες ἐργασίες ἐπάνω στή δράση καί τό ἦθος τοῦ Ταρσέως ἀποστόλου.


ἀπόστολος Παῦλος ἀποτελεῖ ἀδιαμφισβήτητα τήν σημαντικότερη προσωπικότητα τῆς ἀποστολικῆς ἐποχής. Σύμφωνα μέ τόν διαπρεπή θεολόγο και καθηγητή πανεπιστημίου Παναγιώτη Τρεμπέλα, ὁ ὑπέρ πάντας τούς ἄλλους Ἀποστόλους κοπιάσας ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος εἶχε μία ξεχωριστή καί πολυσχιδή προσωπικότητα πού διακρινόταν ἀπό ἰσχυρή κρίση καί ἀντίληψη, πύρινη καρδιά, ἀκατάβλητη δραστηριότητα, χαλύβδινη θέληση, συναισθηματική φύση, ὀξεῖα ἠθική παρατηρητικότητα, ἑτοιμότητα καί εὐστροφία, δημιουργικότητα καί πρωτοτυπία, σπάνια ὀργανωτική ἱκανότητα καί δεξιότητα τοῦ ἄρχειν καί κυβερνᾶν καί μέ λίγες λέξεις ἀσυνήθιστο πλοῦτο διανοητικῶν καί πνευματικῶν προσόντων πού ἀπέδειξαν τόν Παῦλο πραγματικά μεγαλοφυῆ Ἀπόστολον, ἐξ ὁλοκλήρου ἀφωσιωμένο στήν ἀποστολήν του καί καταπληκτικό στήν πολυετή, ἀκαταπόνητη καί ἐξόχως καρποφόρα δράση του.


άν ὅμως τά χαρίσματα τοῦ ἀποστόλου ὑπῆρξαν τόσο μεγάλα καί ἔκτακτα, τί ἄραγε μπορεῖ νά πεῖ κανείς γιά τίς ἀρετές του; Ποιά γλώσσα εἶναι ἱκανή νά ἐξυμνήσει δεόντως τόν πλοῦτο τῆς καρδιᾶς τοῦ σκηνοποιοῦ ἀπό τήν Ταρσό; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατόρθωσε νά ἀνέλθει στήν κλίμακα τῶν ἀρετῶν καί νά φτάσει στήν κορυφή ζῶντας μέσα στόν κόσμο, ἀνάμεσα σέ καθημερινές μέριμνες καί πειρασμούς. Διῆγε ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς περιβαλλόμενος ἀπό ἀνθρώπους, κατάσταση ἡ ὁποία, στήν μετα-αποστολική ἐποχή, θά καταστεῖ δυνατή μετά μεγάλης δυσκολίας μέσῳ τοῦ αὐστηροῦ μοναστηριακοῦ βίου, μακριά ἀπό τούς κοσμικούς περισπασμούς. Τό βάθος τῆς ταπεινώσεώς του ὑπῆρξε μνημειῶδες: «Ἁμαρτωλῶν πρῶτος εἰμὶ ἐγώ»16 βοᾷ ὁ ἴδιος. Ἐπίσης, οὐδέποτε ἐγκατέλειψε τήν προσωπική του ἄσκηση. Λέει χαρακτηριαστικά: «ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι»17 . Γιά αὐτούς τούς ἀγῶνες του κατέστη, κατά τήν προαιώνια Βουλή τοῦ Θεοῦ, πραγματικό «σκεῦος ἐκλογῆς»18 καί «στόμα Χριστοῦ», «τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά του ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ»19 .


πατερική γραμματεία τῶν μετέπειτα αἰώνων κατ’ἐξοχήν ἀναφέρεται στόν Παῦλο ὡς πρότυπο ἀσκητικῆς τελειώσεως καί παράδειγμα πρός μίμηση γιά ὅλους τούς χριστιανούς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ἐπί παραδείγματι, στό περισπούδαστο ἔργο του «Κλίμακα» τοῦ 6ου αἰώνα μ.Χ., ἀναφέρεται συχνᾶ στόν Παῦλο καί τόν ἀποκαλεῖ «ἐπίγειο ἄγγελο»20 καί «μεγάλο μύστη τῆς ἀγάπης»21 . Περισσότερο ἀπό ὅλους τούς πατέρες ὅμως, διακρίνεται ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά τήν ξεχωριστή ἀγάπη του στό πρόσωπο τοῦ ἀποστόλου. Ὁ ἱερός πατήρ σέ ὅλη του τήν ποιμαντική και κηρυκτική δράση βρίσκεται σέ μία συνεχή πνευματική ἐπικοινωνία μέ τόν Παῦλον. Ἐκτός τῶν ἐπτά ἐγκωμιαστικῶν ὁμιλιῶν του γιά τό πρόσωπό του, προστρέχει συνεχῶς, εὐκαίρως - ἀκαίρως, στόν ταρσέα ἀπόστολο, λέγοντας: «δέν παύω νά ἀναφέρω συνεχῶς αὐτόν, καί ὡσάν εἰς κάποιαν πρωτότυπον εἰκόνα προσβλέπων εἰς τήν ψυχήν του, ἐκπλήσσομαι ἀπό τήν περιφρόνησιν τῶν παθῶν, τήν ὑπερβολικήν του ἀνδρείαν, τήν θερμήν ἀγάπην του πρός τόν Θεόν, καί σκέπτομαι, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἐπειδή ἠθέλησε κατόρθωσεν ὅλας τάς ἐπί μέρους ἀρετάς»22 .


Κατέχοντας λοιπόν ὁ Παῦλος ὅλον αὐτόν τόν πνευματικόν πλοῦτον τῶν ἀρετῶν, βρίσκεται σέ θέση νά ἀναφωνεῖ μέ εἰλικρίνεια καί παρρησία «τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;»23 . Γιά αὐτό, μέσα στήν δισχιλιετή πορεία τῆς Ἐκκλησίας, μονάχα αὐτός τολμά νά θέτει τόν ἐαυτό του παράδειγμα πρός μίμηση κατά πάντα καί νά ἀπευθύνεται πρός τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας λέγοντας: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ»24 .

 

Δ. Ἡ δράση τοῦ Παύλου στήν Ἀθήνα


νάμεσα στούς πολλούς ἐνδιάμεσους σταθμούς τῆς δεύτερης ἱεραποστολικῆς περιοδίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐξέχουσα θέση, ἰδιαίτερα γιά ἐμᾶς, ἔχει ἡ σύντομη παραμονῆ του στήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, τό ἔτος 51 μ.Χ. Ἡ Ἀθήνα, τήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἦταν ἔνα πολυπολιτισμικό σταυροδρόμι, κέντρο σοφίας καί πολιτισμοῦ. Ἦταν πόλος ἕλξης φιλοσόφων, σοφιστῶν, διανοητῶν, ποιητῶν καί λογοτεχνῶν. Πολλοί νέοι τήν ἐπέλεγαν γιά νά σπουδάσουν κοντά στούς λίγους ἐναπομείναντες φιλοσόφους καί τίς σχολές τους. Ἡ πολυθεϊστική θρησκευτικότητα παρέμενε σημαντικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς, ἀλλά εἶχε χάσει τήν παλαιότερη αἴγλη της καί εἶχε μετατραπεί σέ μία ξηρή τήρηση τῶν ἐθνικῶν παραδόσεων.


Μέσα σέ αὐτό τό κλίμα τῶν πολλῶν ἀντικρουόμενων ρευμάτων, ἡ δράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀντιμετώπιζε νέες προκλήσεις. Πῶς ὁ ταρσέας ἁλιεύς θά κατάφερνε νά κεντρίσει τό ἐνδιαφέρον αὐτῶν τῶν ἐκλεπτυσμένων καί ἀπαιτητικῶν ἀκροατῶν πρός τήν νέα Πίστη; Ἡ δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος ἀπέκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις ἀπό τήν στιγμή πού τό κήρυγμά του ἔτυχε τῆς προσοχῆς «τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Στωϊκῶν φιλοσόφων»25 . Οἱ Ἐπικούρειοι ἦταν ἀθεϊστές καί ἀμφισβητίες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἐνῶ οἱ Στωικοί εἶχαν πανθεϊστικές ἰδέες καί πρέσβευαν μία παγκόσμια παναδελφότητα. Ἀμφοτέρων δέ ἡ σκέψη ἦταν φιλοσοφικά δομημένη καί τελείως διαφορετική ἀπό αὐτή τοῦ Παύλου.


Γιά νά ὑπερβεῖ αὐτές τίς δυσκολίες, ὁ ἐφευρετικός ἀπόστολος ἀποφάσισε νά μιλήσει στούς ἀκροατές του σύμφωνα μέ τίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις τους. Δέν ἐπιχειρηματολόγησε μέ ἀναφορές στήν Παλαιά Διαθήκη ἀλλά ἀξιοποίησε στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς παράδοσης, ἡ ὁποία κυριαρχοῦσε στή σκέψη τῶν Ἀθηναίων. Γιά παράδειγμα, ἡ φράση «τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν»26 , πού σημαίνει «αὐτοῦ δηλαδή τοῦ Θεοῦ εἴμαστε γένος», ἀνήκει στόν ἀρχαῖο ποιητή καί ἀστρονόμο Ἄρατο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ Παῦλος δέν ἀποπειράθηκε νά παρουσιαστεῖ ὡς φιλόσοφος, καθότι δέν ἦταν φιλόσοφος ἀλλά ἀπόστολος. Αὐτό πού ἐπεδίωκε ἦταν νά βρεῖ ἕναν τρόπο ἐπικοινωνίας μέ τό συγκεκριμένο ἀκροατήριο, προσαρμόζοντας, ὄχι ὅμως καί ἀλλοιώνοντας, τό κήρυγμα στίς ἀνάγκες τους. Ἐφήρμοζε δηλαδή αὐτό πού ἀργότερα θά γράψει: «πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα τοὺς πλείονας κερδήσω»27 καί «τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω»28 . Γιά τόν Παῦλο, τά πάντα, εἴτε προέρχονταν ἀπό τό ἑλληνικό περιβάλλον, εἴτε ἀπό τό ἰουδαϊκό, ἐντάσσονταν στό σχέδιό του νά γνωστοποιήσει τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλον τόν κόσμον. Βέβαια, οἱ «συζητητές τοῦ αἰῶνος τούτου»29 δέν συνέλαβαν τήν δύναμη τοῦ κηρύγματός του, διότι αὐτό βασιζόταν στήν «μωρία»30 του Σταυροῦ καί τό δυσπαράδεκτον τῆς Ἀναστάσεως. Ὅμως, ὁ σπόρος τῆς Πίστεως ρίζωσε σέ ὁρισμένους πού προσκολλήθηκαν στόν ἀπόστολο, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ πλατωνικός φιλόσοφος Ἱερόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὁ μαθητής του Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ἡ Δάμαρις καί μερικοί ἄλλοι. Αὐτοί ἀπετέλεσαν τήν πρώτη τοπική Ἐκκλησία τῶν Ἁθηνῶν.

 

Ε. Ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου στή σημερινή ἐποχή


Πλησιάζοντας στό τέλος τῆς σημερινῆς ταπεινῆς προσέγγισης τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, ἀξίζει καί πρέπει νά γίνει ἀναφορά στήν ἀπήχηση τοῦ λόγου τοῦ ἀποστόλου Παύλου στή σημερινή ἐποχή, μία ἐποχή «πεπληρωμένη ψεύδους καί ἀπάτης», ὅπου «λαλείται τό ψεῦδος ἀφόβως, ἡ δέ αλήθεια συγκεκάλυπται»31 , ἐνῶ ἡ «προδοτική σιγή ἀλλά καί ἀγαστή συμφωνία καί ἔνοχος συστοιχία»32 τῆς πλειοψηφίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων μέ τήν φοβερή καί θεομάχο οἰκουμενιστική αἵρεση ἔχει κυριολεκτικῶς σαρώσει τά πάντα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προεῖδε αὐτή τήν ἐξέλιξη καί γιά αὐτό προειδοποίησε τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου στήν περίφημη ὁμιλία του στήν Μίλητο ὡς ἐξῆς: «Προσέχετε λοιπόν στόν ἐαυτόν σας, πώς θά ζῆτε. Προσέχετε δέ πώς θά φέρεσθε καί τί θά διδάσκετε εἰς ὅλον τό πνευματικόν σας ποίμνιον, στό ὁποῖον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον σας ἔβαλε ἐπισκόπους, νά ποιμαίνετε τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, τήν ὁποίαν αὐτός ὁ Κύριος ἀπέκτησε μέ τό αἶμα του. Διότι ἐγώ γνωρίζω τοῦτο ὅτι μετά τήν ἔλευσίν μου αὐτήν καί τήν ἀναχώρησιν θά εἰσέλθουν μεταξύ σας ψευδοδιδάσκαλοι καί αἱρετικοί, σάν ἄγριοι λύκοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά λογαριάζουν καθόλου τά λογικά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά θά προσπαθούν νά τά παρασύρουν εἰς τάς πλάνας των καί νά τά κατασπαράξουν ψυχικῶς. Καί ἀπό σας τούς ἴδιους θά ἐγερθούν ἐγωπαθείς ἄνδρες, οἱ ὁποίοι θά διδάσκουν διεστραμμένας καί ψευδείς διδασκαλίας, διά νά ἀποσπούν τούς μαθητάς ἀπό τόν ὀρθόν δρόμον τῆς σωτηρίας καί νά τούς παρασύρουν μέ τό μέρος των ὡς δικούς των ὀπαδούς»33 .


Γιά αὐτό, σέ ἄλλα σημεῖα τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου ἐπαινεί τούς τηρητές τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων λέγοντας: «ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε»34 καί προτρέπει μετ’ἐπιτάσεως: «στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν»35 . Ἡ ἀριθμητική ἐνδεχομένως ὑπεροχή τῶν ἀστοχούντων περί τήν πίστη καί τήν παράδοση δέν λανθάνει τῆς προσοχῆς τοῦ ἀποστόλου, οὔτε θίγει τήν ἀλήθεια τῆς Πίστεως, μάλλον δέ ἐπιβεβαιώνει τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ: «Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς, ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ»36 .

ξάλλου, ὁ Θεῖος Διδάσκαλος τοῦ Παύλου καί Θεός ἡμῶν μας διαβεβαιώνει: «μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν»37 .

 

ΣΤ. Ἐπίλογος


χοντας λοιπόν ὅλον αὐτόν τόν πλοῦτο τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου διά μέσῳ τοῦ θεσπέσιου Παῦλου, ἀς ἐγερθοῦμε λοιπόν καί ἐμεῖς οἱ ἀμαρτωλοί καί ἀνάξιοι ἀπό τόν λήθαργο τῶν παθῶν μας, ἀς συνέλθουμε ἐπί τῷ αὐτῷ ὡς ταπεινοί μαθητές αὐτοῦ τοῦ γίγαντα τοῦ Πνεύματος καί ἀς εὐχηθοῦμε ἐν ἐνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ:


«Ἀλλὰ ταύτην αἴτησαι, ἔνδοξε Παῦλε, φυλάττειν τὴν καλήν σου ὁμολογίαν,
μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς, Ἀπόστολε καὶ διδάσκαλε τῶν Ἐκκλησιῶν.»
(σύνθεση ἀπό τά ἀπόστιχα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς)

 

 

1. Πραξ. 22, 3 - Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, οἱ μαθητές κάθονταν στό δάπεδο πλάι στόν διδάσκαλό τους.

2. Πραξ. 22, 3

3. Πραξ. 8, 3

4. Πραξ. 9, 1

5. Πραξ. 9, 4

6. Πραξ. 9, 5

7. Ὁμιλία 382

8.  Α΄ Κορ. 1, 1

9.  Γαλ. 1, 1

10. Γαλ. 1, 15

11. Β΄ Κορ. 5, 17

12. Α΄ Κορ. 9, 16

13. Γαλ. 2, 1-2 καί 7-9

14. Γαλ. 2, 9

15. Φιλ. 4, 12

16. Α΄ Τιμ. 1, 15

17. Α΄ Κορ. 9, 27

18.  Πραξ. 9, 15

19. Πραξ. 9, 15

20. Κλίμακα, Λόγος 25ος

21. Κλίμακα, Λόγος 30ος

22.  Εἰς Γένεση, Ὁμιλία 11,5, PG 53,95-96

23. Β΄ Κορ. 11, 29

24. Α΄ Κορ. 11, 1

25. Πραξ. 17, 18

26. Πραξ. 17, 28

27. Α΄ Κορ. 9, 19

28. Α΄ Κορ. 9, 22

29. Α΄ Κορ. 1, 20

30. Α΄ Κορ. 1, 18

31.  Μέγας Βασίλειος

32. Ἡ Ἀποτείχισίς μου, Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Σπύρου, Σπέτσες 2008

33. Πραξ. 20, 28-30 (ἡ ἑρμηνευτική ἀπόδοση ἀνήκει στόν Ἰωάννη Θ. Κολιτσάρα)

34. Α΄ Κορ. 11, 2

35. Β΄ Θεσ. 2, 15

36.  Α΄ Κορ. 1, 26-29

37. Λουκ. 12, 32

 

Βιβλιογραφία καί Ἀναφορές


• Ἡ Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας ὑπό Π. Ν. Τρεμπέλα, ἔκδοση τεσσαρακοστή ἕκτη, Ἀθήνα, Νοέμβριος 2001
• Κλίμαξ, Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
• Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Τόμος Α΄, Χρῆστος Βούλγαρης, ἔκδοση Ἀποστολική Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος
• Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἰωάννης Καραβοδόπουλος, Ostracon, 2016
• Ἡ Ἀποτείχισίς μου, Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Σπύρου, Σπέτσες 2008
• Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, Παρασκευή Τάτση, Διδακτορική Διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2008
• Διδάσκαλοι στή ροή τῆς ἰστορίας, Μαρία – Ἐλευθερία Γιατράκου
• Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, πρωτ. Δημήτριος Νιάρης, Ἀρχύτας 2019
• Παύλος: Ο Μέγας Απόστολος των Εθνών, Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος – Καθηγητής