Η ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ καὶ ἐπινοητικότητα τῶν Προπατόρων μας στὴν Γνησία Ὀρθοδοξία ἦταν ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος ὑπὲρ τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου ἐντυπωσιακή. Ἐπὶ τῇ Ἑορτῇ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἀναδημοσιεύουμε διήγησι αὐτόπτου μάρτυρος ἀπὸ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Κοιμήσεως τοῦ 1926, ὅπως παρατίθεται στὸ ἐπίσημο περιοδικό μας «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀριθ. 339/23.5.1960, σελ. 3. Ἡ Παναγία μας θέρμαινε τὸν ζῆλο τους, ὥστε νὰ ἀψηφοῦν τὶς διώξεις καὶ νὰ ἐμμένουν στὴν Ἀκαινοτόμητη Ὀρθοδοξία, καταισχύνοντας τοὺς θλιβεροὺς διῶκτες τους καὶ ὑπερασπιζόμενοι τοὺς γνησίους Λειτουργοὺς τοῦ Ὑψίστου. Τὸ κείμενο-μαρτυρία, ὑπογραφόμενο ἀπὸ τὸν Κ.Ν., ἔχει ὡς ἑξῆς:
Κατὰ τὸ 1926, 14-15 Αὐγούστου, ἐπήγαμε κάτωθεν ἀπὸ τὶς Βασιλικὲς Γέφυρες, ὅπου εἶναι πρὸς τὰ Λιόσια. Εἶναι τὸ περιβόλι τοῦ Τουρκαμπῆ, τὸ ὁποῖον ἔχει μέσα δύο Ἐκκλησίες, τὸν Ἅγιον Νικόλαον καὶ τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου. Ἐπήγαμε καὶ τοὺς παρακαλέσαμε νὰ μᾶς ἀφίσουνε νὰ κάνουμε τὴν Ἀγρυπνία τῆς Κοιμήσεως καὶ οἱ νοικοκυραῖοι μᾶς ἄφισαν καὶ ἀφοῦ ἐπήγαμε καὶ ἀρχίσαμε τὴν Ἀκολουθία, στὰς 11.30 μ.μ., ἐπαρουσιάστηκε ἀστυνομικὴ ἀρχὴ καὶ ἐζητοῦσαν τὸν Ἱερέα, χωρὶς ὀνομαστικὸν ἔνταλμα.
Ἐγὼ ἔψαλλα καὶ ἤλθανε καὶ μοῦ λένε:
−Ζητᾶνε τὸν Ἱερέα.
Τότε ἄφισα ἄλλον στὸ ἀναλόγιον καὶ ἐβγῆκα ἔξω καὶ ἄλλοι μαζί μου, Βαπορίδης, Σιδέρης κλπ. καὶ ἐκαλησπέρισα τὸν ἐπικεφαλῆς καὶ ρωτῶ, τί ζητοῦν; Καὶ μοῦ λένε:
−Τὸν Ἱερέα. Καὶ τοὺς λέγω:
−Νὰ τὸν πάρετε, παιδιά, ἀλλὰ ὄχι τώρα. Διότι ἄν τὸν πάρετε τώρα, δὲν σᾶς ἐγγυοῦμαι τὶ θὰ πάθετε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν - ἦταν ἕως 2 μὲ 2 ½ χιλιάδες Λαός. Ἀλλὰ θὰ ἀφίσετε, συνέχισα, νὰ τελειώσῃ τὴν Λειτουργίαν καί, ἑωσότου νὰ κάμῃ τὴν κατάλυσιν ὁ Ἱερεύς, ὁ κόσμος θὰ φύγῃ καὶ ἔτσι μὲ ἡσυχίαν τὸν παίρνετε καὶ πᾶτε στὴν δουλειά σας – καὶ ἀναπαυθήκανε οἱ κύριοι, ὅτι ἔτσι τὸν εἴχανε στὰ χέρια τους.
−Πάντως, καθίσατε στὸ ὄχημά σας καὶ φυλᾶτε.
Ἐμεῖς ἀμέσως ἐπήγαμε μέσα στὸν Ἱερέα καὶ τοῦ λέμε νὰ τὰ πῇ λίγο σύντομα διὰ νὰ φύγῃ, διότι τὸν ζητάει ἡ Ἀστυνομία. Καὶ λέγει ὁ Ἱερεύς:
−Πῶς θὰ φύγω; Ἐμεῖς τοῦ εἴπαμε:
−Ἐσεῖς θὰ βγῆτε (δηλ. τελειῶστε) συντομώτερα καὶ ὅταν θὰ πῆτε τὴν Ὀπισθάμβωνον Εὐχὴν νὰ τὴν πῆτε σιγὰ καὶ ἐγὼ θὰ τὴν πῶ δυνατὰ ὅταν ἐσεῖς θὰ ἔχετε φύγει.
Ἐγὼ ἐξακολούθησα νὰ ψάλλω καὶ πιὸ δυνατά. Ὅταν κατὰ τὶς 3.30 ἐτελείωσε ὁ Ἱερεὺς ὅλην του τὴν ὑπηρεσίαν, ἐπήραμε ἀπὸ τρεῖς Καλόγρηες τὰ καλύμματά τους καὶ τὸν ἐντύσαμε Καλογραῖα, τοῦ ἀφίσαμε μόνον τὰ μάτια ἀσκέπαστα. Ἐπήραμε καὶ δυὸ γερόντισσες καὶ τὸν ἐπιάσαν, μία δεξιὰ καὶ ἡ ἄλλη ἀριστερά, καὶ τοῦ εἴπαμε νὰ κουτσαίνη λίγο.
Βγαίνοντας ἔξω τοῦ λέγανε οἱ γερόντισσες:
−Ἔλα, κακομοίρα μου, ποὺ ἤθελες καὶ ἐσὺ Ἀγρυπνία ἀπόψε!...
Καὶ τοῦ ἐδώσαμε καὶ ἕνα παιδάκι νὰ παρακολουθήσῃ τὸν Ἱερέα, μόλις φύγῃ ἀπὸ τὴν περιφέρειαν τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μᾶς εἰδοποιήσῃ, τότε νὰ σταματήσουμε.
Ἀφοῦ ἔφυγεν ὁ Ἱερεὺς καὶ ἐμπῆκε καὶ στὸ σπίτι του, εἰδοποιήθηκα καὶ ἐτελείωσα, λέγοντας τὸ «Δι’ εὐχῶν» δυνατά, νὰ τὸ ἀκούσουνε καὶ οἱ Χωροφύλακες. Καὶ ἀμέσως ἔτρεξαν νὰ μὴν τοὺς φύγῃ καὶ ἀφοῦ ἐμπήκανε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔψαξαν παντοῦ, καὶ στὸ Ἱερόν, μοῦ λένε:
−Ποῦ εἶναι ὁ Ἱερεύς; Τοὺς λέω καὶ ἐγώ:
−Ἐμένα τὸν ζητᾶτε τὸν Ἱερέα; Δὲν σᾶς εἶπα νὰ φυλᾶτε; Καὶ τοὺς λέω:
−Ξεύρετε, παιδιά, ὅταν ὁ Ἱερεὺς εἶναι ἀπὸ Λειτουργίαν, ἔχει τὴν χάριν καὶ πετάει, γίνεται ὑπόπτερος ἀετός.
−Βρὲ μᾶς κοροϊδεύεις;
Τότε τοὺς λέγω καὶ ἐγώ:
−Ἑπτὰ χρόνια στρατιώτης ἔκανα καὶ θὰ μοῦ πάρετε ἐσεῖς τὸν Ἱερέα;...
Ἐθύμωσαν, ἐφώναξαν. Ἀλλὰ ἔφυγαν ἄπρακτοι καὶ ἔτσι ἐδοξολογήσαμε τὴν Βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων, τὴν Ἁγίαν της Κοίμησιν, μὲ ἁψιμαχίες.
Ἄς δοξολογήσωμεν τὸν Θεὸν διὰ τὰς δωρεὰς ὅπου μᾶς παρέχει. Ἀμήν, γένοιτο!
Κ.Ν.