Ἱστορικά

Ὁ Μακαριστός Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης

Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν
οἴτοινες ἐλάλησαν
ὑμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ.
(Ἑβρ. 13,7)

1German



Στίς 10 Αὐγούστου 2007 συμπληρώθηκαν 100 ἔτη ἀπό τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία τοῦ Μακαριστοῦ Πρωθιεράρχου τῆς Ἐκκλησίας μας Μητροπολίτου Δημητριάδος κυροῦ Γερμανοῦ. Ἐξ ἀφορμῆς τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας ἔκρινε ὡς ἱερό καθῆκον, ἐπιτακτική ἀνάγκη καί ἐπιβεβλημένο χρέος νά ἀφιερώσει τόν ἡμεροδείκτη ἐκείνου τοῦ ἔτους σ’ αὐτόν, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Γ.Ο.Χ.


Ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης, τέκνον τῶν Ἀνδρέου καί Ἀγγελικῆς Μαυρομμάτη ἐγεννήθη στήν ἱστορική νῆσο τῶν Ψαρῶν. Κατήγετο ἀπό οἰκογένεια Μπουρλοτιέρηδων. Τά γυμνασιακά του μαθήματα τελείωσε στό Γυμνάσιο τῆς Χίου ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ ἀειμνήστου Ζολώτα. Τίς θεολογικές του σπουδές ὁλοκλήρωσε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου. Ἀναγορεύθηκε διδάκτωρ τῆς Θεολογίας, χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Ἀθηνῶν Γερμανό Καλλιγᾶ (1889-1896), ὁ ὁποῖος ἐκτίμησε τά προσόντα τοῦ νεαροῦ καί εὐέλπιδος κληρικοῦ. Στήν φιλική παράκληση τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου τοῦ Βυζαντίου ὁ ὁποῖος τοῦ ζήτησε ἕναν εὐπαίδευτο καί ἱκανό κληρικό γιά τήν διεύθυνση τῶν Πατριαρχικῶν γραφείων Ἀλεξανδρείας, ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν συνέστησε σ’ αὐτόν τόν Γερμανό Μαυρομμάτη.


Στήν θέση αὐτή ὁ δραστήριος κληρικός ἀπέκτησε φήμη ἡ ὁποία τόν βοήθησε ἀργότερα νά ἐπιστρέψῃ στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία ὡς ἱεροκήρυκας.



Ὁ Γερμανός ὡς ἱεροκήρυκας

Μετά τό θάνατο τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας (22/8/1899) ὁ ἐκεῖ χειροτονημένος Ἀρχιμανδρίτης Γερμανός πόθησε νά ὑπηρετήσει στήν Ἐκκλησία τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος καί ἔτσι κατῆλθε καί διορίστηκε ἱεροκήρυκας Δημητριάδος, Θεσσαλιώτιδος καί  Ἠλείας. Καί σ’ αὐτή τή νέα ὑπηρεσία ἐπέδειξε σπάνια σεμνότητα στό βίο του καί πολλές ἄλλες χριστιανικές ἀρετές, καί γι’ αὐτό προσέλκυσε τήν ἀμέριστη ἐκτίμηση, τό σεβασμό καί τήν ἀγάπη ὅλων ὅσων τόν γνώρισαν ὡς ἱεροκήρυκα καί κληρικό.


Στή Μητρόπολη Δημητριάδος ὑπηρέτησε γιά ἕξι χρόνια, ἀπό τό 1901 μέχρι τό 1907. Ἦταν σεμνός, ἠθικός, μειλίχιος, πράος, μετριόφρονων, εὔγλωττος, εὐπαίδευτος, ἀφιλοχρήματος, ἁπλοδίαιτος, κατέκτησε εὐθύς ἀμέσως τή συμπάθεια καί τήν ἀγάπη ὅλων ὅσων τόν πλησίαζαν καί συνομιλοῦσαν μαζί του. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι ὅταν ἔμεινε κενός ὁ θρόνος, μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Δημητριάδος Γρηγορίου Φουρτουνιάδου, ὅλος ὁ λαός τῆς Μαγνησίας ἀπέβλεψε πρός τόν ἀγαπητό ἱεροκήρυκα, ὡς τόν μόνο ἐνδεδειγμένο καί κατάλληλο γιά νά ἀνέλθει στόν ἔνδοξο Μητροπολιτικό θρόνο.



Τά πρό τῆς χειροτονίας τοῦ Γερμανοῦ

Κατά τό διάστημα ὅπου ὁ Γερμανός ὑπηρετοῦσε ὡς ἱεροκήρυκας, εἶχε προταθεῖ μεταξύ ἄλλων ὑποψηφίων κατά τρεῖς διάφορες ἐποχές ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, γιά τήν πλήρωση χηρευουσῶν Ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν. Ἡ ἐπικείμενη πλήρωση τῆς κενῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας Θήρας, ἡ ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν «Πατρίς» στό φύλλο τῆς 12ης Ἰουλίου 1907 ἔγραφε τά ἑξῆς: «Πληροφορούμεθα, ὅτι ὡς Ἐπίσκοπος Θήρας πρόκειται νά ἐκλεχθῆ ὁ ἐν Πετρουπόλει ἐφημέριος... ὅστις ἐπ’ οὐδενί λόγω εἶναι δυνατόν νά ἐπαρκέση εἰς τήν ἐπισκοπήν ἐκείνη, ὅπου, ὡς γνωστόν ἡ Ρώμη φροντίζει καί στέλλει πάντοτε διακεκριμένον Ἰταλόν Ἱεράρχην καί προεστώτας τῶν ἐκεῖ καθολικῶν Μονῶν, ἄνδρας μεγάλης ἐκκλησιαστικῆς μορφώσεως χάριν τοῦ προπαγανδισμοῦ, ὅστις τελεῖται ἐκεῖ κατά τόν ὁποῖον πολλάκις ὁ ἀοίδιμος Θήρας Νικόδημος, ἐν τῶν μᾶλλον ἐγκρίτων Ἱεραρχῶν, δριμύτατα ἐκαυτηρίασε. Καί δέν δύναται ὁ... νά χρησιμεύση ἐκεῖ ὡς ἐπίσκοπος, διότι εἶναι ἡλικίας 70 ἐτῶν... Εἰς τήν Θήραν χρειάζεται εἷς ἐκ τῶν ἀρίστων κληρικῶν, ὅπως καταλάβη τό Θρόνο, μετέχων καί παιδείας ἀμφιλαφοῦς καί φρονήματος ὑγιοῦς, ρώμης δέ καί σθένους καί ψυχικοῦ καί σωματικοῦ. Καί ὡς τοιοῦτος ὁ μόνος ἐνδεδειγμένος εἶναι ὁ ἕτερος τῶν συνυποψηφίων, ὁ κ. Γερμανός Μαυρομμάτης, περί οὗ ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιος ἀπεφαίνετο, διότι τόν εἶχε Ἱεροκήρυκα πάσης γῆς Λιβύης, ὅτι εἶναι τό χάρμα καί τό ἐγκαλλώπισμα τοῦ Ἀποστολικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας».


Ἐν τούτοις, καί κατά τίς τρεῖς παραπάνω περιστάσεις ὁ Γερμανός δέν ἐξελέγη, ἴσως διότι ἡ Θεία Πρόνοια τοῦ ἐπεφύλαξε την ἐπαρχία Δημητριάδος, τήν ὁποία ἀγάπησε καί ἀπό τήν ὁποία τόσο ἀγαπήθηκε. Μετά τήν πλήρωση ὅλων τῶν πρό ἐτῶν χηρευουσῶν Ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν, προτάθηκε ἀπό τούς ἁρμόδιους, νά τοῦ δοθεῖ ἡ θέση τοῦ Γραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἤ τοῦ Πρωθιερέως στήν Ἑλληνική Ἐκκλησία τῆς Πετρούπολης. Γιά τή δεύτερη μάλιστα θέση, δημοσιεύτηκε καί τό Β΄ Διάταγμα, ἀλλά ἡ μετάβασή του ἐκεῖ ματαιώθηκε, ἐπειδή χήρευσε μετά ἀπό λίγο ἡ ἕδρα τῆς Μητρόπολης Δημητριάδος καί ἐκεῖ ἐξελέγη. Σ’ αὐτό συνετέλεσε ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἀγάπη ὅλων τῶν κατοίκων τῆς ἐπαρχίας Δημητριάδος, τήν ὁποία ὑπηρέτησε ὡς Ἱεροκήρυκας.


Πράγματι, δέ, μετά τό θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Γρηγορίου καί περί τά τέλη Ἰουλίου τοῦ 1907, ὁ λαός τοῦ Βόλου μέ συλλαλητήρια καί ψηφίσματα πρός τήν Ἱερά Σύνοδο καί τήν κυβέρνηση ζήτησε τήν ἐκλογή ὡς Ἐπισκόπου τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Γερμανοῦ καί ἔτσι μετά ἀπό λίγες ἡμέρες προτάθηκε ὡς ὑποψήφιος. Μέ βάση τήν πρόταση, στάλθηκε ἀπό τό Βόλο τό κάτωθι τηλεγράφημα τό ὁποῖο δημοσιεύτηκε καί στίς ἐφημερίδες: «Σεβαστήν  Ἱεράν Σύνοδον Ἀθήνας· Ἅπας λαός Νομοῦ Μαγνησίας ἀγάλλεται ἐπί ὑποδείξει ὡς Ἐπισκόπου Δημητριάδος τοῦ Γερμανοῦ Μαυρομμάτη, εὐγνωμονοῦντες Ἱερά Συνόδῳ καί Σεβαστῷ Ὑπουργείῳ ἐπί τοιαύτη ἐπιτυχεῖ ἐκλογή, εὐχόμεθα ὡς εὐλαβεῖς χριστιανοί καί ἔνθερμοι τῆς ἐκκλησίας μας ὑποστηρικταί, ἵνα ταχέως πραγματοποιηθῆ τοιοῦτος ἐπιτυχής διορισμός».


Ἄλλη δέ, ἐφημερίδα τοῦ Βόλου ἡ «Πανθεσσαλική», μέ τόν τίτλο «Ἀρχιεπισκοπή Μαγνησίας – ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γερμανός Μαυρομμάτης – ἔγραφε τά ἑξῆς:


«Ἕν ἀπό τά σπουδαιότερα καί ζωτικότερα ζητήματα τῆς ἐπαρχίας, εἶναι ἡ πλήρωσις τοῦ χηρεύοντος Ἀρχιεπισκοπικοῦ μας θρόνου, διότι ὁ λαός τοῦ Πηλίου καί τῶν ἄλλων ἐπαρχιῶν διασώζει ἀκόμη ἀμείωτον τό θρησκευτικόν φρόνημα, ἡ διατήρησις καί ἀνάπτυξις τοῦ ὁποίου ἀπαιτεῖ πεφωτισμένην, νοημονεστάτην καί σώφρονα ἐκκλησιαστικήν διοίκησιν. Οἱ Ἀρχιεπίσκοποι δέν ἔχουσιν ἐξουσίαν πρόσκαιρον, οὔτε παύονται, οὔτε μετατίθενται. Διορίζονται καί ἀποθνήσκουν μέ  τό ὑψηλόν ἀξίωμά των. Διά τοῦτο ὅλοι οἱ κάτοικοι, ὁλόκληρον τό ἐκκλησιαστικόν πλήρωμα πρέπει νά εὐχώμεθα, ὅπως Ἀρχιεπίσκοπος ἐκλεγῆ κληρικός ἐνάρετος, μεμορφωμένος, μέ ζωήν κάι ἐνθουσιασμόν, μέ αἰσθήματα χριστιανικά, “ὄχι ἐκ τῶν δούλων τῆς Εὔας καί τῶν φίλων τοῦ ἀργυρίου”. Πρό πάντων ἡ Ἀρχιεπισκοπή μας ἔχει ἀνάγκην τοιούτου Ἀρχιερέως διά νά διδάσκη τήν εὐταξίαν, εὐπρέπειαν καί σωφροσύνην, διά νά γίνη διοργανωτής καί ἐπόπτης τῆς δημοτικῆς καί ἰδιωτικῆς ἀγαθοεργίας, διά νά μεριμνήση περί τῆς διοικήσεως τῶν ἐκκλησιῶν, περί διοργανώσεως τῶν ἐνοριῶν, περί ἀξιοπρεπείας τοῦ κλήρου καί περί ἐξυγιάνσεως τῶν Μονῶν καί σωφρονισμοῦ τῶν καλογήρων...».


Ὁ ἀνταποκριτής τῶν Ἀθηνῶν τηλεγράφησε χθές ὅτι στήν Ἱερά Σύνοδο καί στήν κυβέρνηση ἐπικρατεῖ ἡ γνώμη περί διορισμοῦ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Γερμανοῦ Μαυρομμάτη. Ἡ εἴδηση αὐτή χαροποίησε πολύ τούς συμπολίτες μας καί ὅλους τούς κατοίκους τῆς ἐπαρχίας, διότι ὁ Γερμανός Μαυρομμάτης εἶναι γνωστότατος στήν ἐπαρχία μας καί σέ ὅλη τή Θεσσαλία ὡς ἐπίλεκτος ἀξιωματικός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ὑπηρέτησε ἐδῶ ὡς Ἱεροκήρυκας για ἕξι ὁλόκληρα χρόνια, περιῆλθε τό Πήλιο διδάσκοντας καί κηρύσσοντας, ἀγαπήθηκε δέ καί ἐκτιμήθηκε ἀπό ὅλους γιά τό σεμνό βίο, γιά τήν ἀξιοπρεπή συμπεριφορά, γιά τίς ἐκκλησιαστικές του γνώσεις, τό εὐσταθές τοῦ χαρακτήρα του καί τό μειλίχιο τῶν τρόπων του. Ἐνέπνευσε στούς πάντες γενικό σεβασμό καί κατέκτησε τή γενική εὐλάβεια καί ἀγάπη τοῦ λαοῦ.


Ἐάν ἡ Ἱερά Σύνοδος καί ἡ κυβέρνηση ἐκλέξουν τόν Ἀρχιμανδρίτη Γερμανό Μαυρομμάτη, ἀφενός μέν προικίζουν τήν Ἀρχιεπισκοπήν μέ ἕναν ἀντάξιο ποιμενάρχη καί ἀφετέρου θά εἶναι μιά μεγάλη ἐπιτυχία ἡ ἐκλογή ἑνός τόσο κατάλληλου προσώπου.



Ἡ χειροτονία


Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀποδέχτηκε τήν ὁμόφωνη καί ἐπίμονη ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως τοῦ Βόλου καί τῶν περιχώρων, ἐξέλεξε τό Γερμανό ὡς Ἐπίσκοπο Δημητριάδος, ἡ δέ κυβέρνηση πρόθυμα ἐνέκρινε τήν ἐκλογή του. Τήν 10η Αὐ­γούστου 1907 πραγματοποιήθηκε στήν Ἀθήνα ἡ χειροτονία τοῦ νέου Ἀρχιερέως μέ κάθε ἐπισημότητα, μέ τήν παρουσία ὅλων τῶν βουλευτῶν τῆς ἐπαρχίας τοῦ Βόλου, τοῦ Νομάρχη Μαγνησίας καί πολλῶν εὑρισκομένων στήν Ἀθήνα, τότε, γιά ὑποθέσεις τῶν Θεσσαλῶν. Μετά τή χειροτονία ὁ νέος  Ἐπίσκοπος μέ ὑπουργική ἅμαξα, σ’ αὐτήν ἐπέβαιναν δύο βουλευτές τοῦ Βόλου καί ὁ Νομάρχης, τούς ὁποίους ἀκολουθοῦσαν ἀπό σειρές ἁμαξιῶν καί πλήθους κόσμου, μετέβησαν στό ξενοδοχεῖο «Ἑλλάς» καί ἐκεῖ δέχτηκε τά συγχαρητήρια ὅλων. Μεταξύ αὐτῶν καί ὁ βουλευτής Σκοπέλου Κ. Αἰγιαλίδης προσεφώνησε γι’ αὐτόν τά ἑξῆς: «Σεβασμιώτατε, ἔχω τήν τιμήν νά ἀντιπροσωπεύω ἐπαρχίαν Νομοῦ, εἰς τήν ποιμαντορίαν τοῦ ὁποίου ἐκλήθης, ὑποβάλλω, ἑρμηνεύς τῶν αἰσθημάτων τοῦ ποιμνίου σου, μετά τῶν συγχαρητηρίων καί βαθύτατα σέβη, τά ὁποῖα οὐ μόνον προσήκουσιν εἰς τό ἱερόν ἀξίωμά σου, ἀλλά καί ἐμπνέουσιν αἱ περικοσμοῦσαι τό ἄτομον σου ἀρεταί, ὧν γνῶσται διατελοῦμεν, καί αἱ ὁποῖαι γεννῶσιν ἐν ἡμῖν τήν πεποίθησιν ὅτι ἐν τῇ ἐκπληρώσει τῆς ἀποστολῆς σου, θέλεις δειχθῆ ἀντάξιος τῶν μεγάλων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους ἀρχιερέων. Καί ὄντως τέκνον τῶν ἐνδόξων Ψαρῶν, γαλουχηθέν μέ τάς παραδόσεις καί τά αἰ­σθήματα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι διά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστιν τήν Ἁγίαν, διά τῆς Πατρίδος των τήν Ἐλευθερίαν καί αὐτήν τήν γενέτειραν παρέσχον ὁλοκαύτωμα, δέν εἶναι δυνατόν, ἤ νά φέρης ἐν Σοί τό ἅγιον ἐκεῖνον πῦρ καί τήν θείαν δύναμιν, διά τῶν ὁποίων καί λέγων καί πράττων, θέλεις ἐμφυσήση εἰς ἡμᾶς τήν πίστιν πρός τόν Θεόν τῶν Πατέρων μας, τήν ἀγάπην πρός τήν πατρίδα καί θέλεις ἀναγεννήσει τήν πεποίθησιν πρός τό ἀθάνατον τῆς φυλῆς μας. Τήν πίστιν, ἥτις σώζει, τήν αὐτοπεποίθησιν, ἧς ἔχομεν ἀνάγκην, ἵνα ἐκκλησία καί ἔθνος ἀντεπεξέλθωσι κατά τῶν παντῶν ἐπιβουλῶν. Πολλά τά ἔτη Σου Δέσποτα».


Ὁ Ἐπίσκοπος εὐχαρίστησε καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἀφοσιωθεῖ μέ ὅλες τίς δυνάμεις του στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πατρίδας. Μετά ἀπό αὐτά προσφέρθηκαν ἀναψυκτικά καί οἱ ἐπισκέψεις τῶν συγχαιρόντων διήρκεσαν μέχρι ἀργά τό βράδυ. Τή χειροτονία του ἀνήγγειλε ὁ νεοχειροτονηθείς μέσω τηλεγραφήματος στό Δήμαρχο Παγασῶν καί στίς διευθύνσεις ἐφημερίδων, ἡ δέ «Πανθεσσαλική» ἀπάντησε διά τοῦ ἑξῆς τηλεγραφήματος: «Ἡ Πανθεσσαλική καί οἱ περί αὐτήν φιλελεύθεροι ἄνδρες πανηγυρίζουσι σημερινήν ἡμέραν, καθ’ ἧν θρόνος ἐπισκοπῆς μας παραδίδεται εἰς πεφωτισμένας καί δεδοκισμένας χείρας Σας. Ἰδιαίτερα χαιρετίζομεν χειροτονίαν ὑμετέρας Σεβασμιότητος, ὡς ἀπαρχήν ἀναγεννήσεως θρησκευτικοῦ αἰσθήματος καί ἀποκαθάρσεως ἐκκλησιαστικοῦ κα­θεστῶτος ἀπό πάσης ἀκαθαρσίας, πεποιθότες ὅτι φιλόπατρις ἐργα­σία ἐξυγιάνσεως ἐπαρχίας ἀποκτᾶ ἔνθερμον συνεργάτην καί ὑποστηρικτήν, γενναιόφρονα δέ πνευματικόν ἀρχηγόν ὁ φιλελεύθερος λαός τοῦ Πηλίου».

 1German1


Τήν ἄλλη μέρα, στίς 11 Αὐγούστου, πολλές ἐφη­μερίδες τῶν Ἀθηνῶν δημοσίευσαν τήν φωτογραφία τοῦ νέου Ἱεράρχη, ἐπαινώντας τή δράση καί τίς ἀρετές του καί ἐκφράζοντας τήν πεποίθηση ὅτι θά τιμήσει τήν Ἐκκλησία καί θά παράσχει σ’ αὐτήν σπουδαῖες καί πολύτιμες ὑπηρεσίες. Ὁ δέ ἀείμνηστος Γαβριηλίδης στήν «Ἀκρόπολη» δημοσιεύοντας τήν φωτογραφία τοῦ Μητροπολίτη, ἔγραφε κάτω ἀπό αὐτή τά ἑξῆς:


«Ὑπό τάς ἐνθέρμους εὐχάς τοῦ κατακλύζοντος τήν Μητρόπολιν ἐκλεκτοῦ κόσμου, ἐτελέσθη χθές σεμνοπρεπῶς ἡ χειροτονία τοῦ Πανιερωτάτου Δημητριάδος Γερμανοῦ Μαυρομμάτη. Σεμνός, μειλίχιος ὁμιλητής, σταθμίζων τά πράγματα πρό πάσης ἀποφάσεως, ἀκολουθών ἀπαρεγκλίτως τήν ἅπαξ διαχαραχθεῖσαν πορείαν, αὐστηρός μετά δικαιοσύνης, ἀρχικός ἄνευ ἀλαζονείας καί μετριοπαθής ἄνευ ἀδυναμίας, ἰδού ὁ χαρακτήρας τοῦ χθές χειροτονηθέντος Πανιερωτάτου Δημητριάδος, ἐπαξίως ἀμειβο­μένου διά τῆς ἀναρρήσεώς του εἰς τόν Μητροπολιτικόν θρόνον. Ὡς ἄνδρα τῶν ἔργων τόν φωτογραφίζει ἀρκετά ἡ μέχρι σήμερον δράσιν του, ἡ συντελέσασα οὐ μόνον νά ἀναδείξη αὐτόν, ἀλλά καί νά διαφωτίση καί ἰθύνη εἰς κρισιμωτάτας στιγμάς ὕψιστα συμφέροντα τῆς ἡμετέρας ἐκκλησίας. Ἀνήρ ὑψίστης μορφώσεως καί σπανίας διοικητικῆς ἱκανότητος, ἀνέρχεται τόν Μητροπολιτικόν θρόνον μέ μίαν φιλοδοξίαν εἰς τό νά ἐξυπηρετήση μέ ὅλας του τάς δυνάμεις τό εὐσεβές πλήρωμα, ὅπερ καλεῖται νά ποιμάνη. Στῆλαι ὁλόκληροι δέν θά ἤρκουν ἴσως διά νά ἐξαρθῆ καταλλήλως ἡ συνετή, ὅσον καί πατριωτική αὐτοῦ στάσις, ὡς ἐπιτρόπου τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας ἐν Καΐρῳ. Ἕν μόνον ὀφείλομεν κατά καθῆκον νά τονίσωμεν, ὅτι ἡ ἐκλογή τοιούτων προσωπικοτήτων τιμᾶ τούς ἐκλέγοντας, πολλά ὑποσχομένη διά τήν ἀνύψωσιν τοῦ κλήρου εἰς περιωπήν καί τήν διαπαιδαγώγησιν καί ἠθικοποίησιν τοῦ λαοῦ διά τῆς ἐφαρμογῆς τῶν μεγάλων τοῦ Χριστοῦ ἀληθειῶν».


Ἐπίσης, ἡ ἀθηναϊκή ἐφημερίδα «Ἡμέρα» μέ τόν τίτλο «Γερμανός Μαυρομμάτης», ἔγραφε τά ἑξῆς: «Ἡ εὐτυχεστέρα ἐπισκοπή τοῦ κράτους ὑπῆρξεν ἡ τῆς Δημητριάδος, διότι ἡ Θεία Πρόνοια ἔθεσεν ἐπί τοῦ θρόνου αὐτῆς Ἱεράρχην μέ ἰσχυρότατας πνευματικάς δυνάμεις, μέ ἀντίληψιν ὀξυτάτην, δογματιστήν εὐφραδέστατον καί μέ χαρακτήρα ἀδαμάντινον, γνήσιον τέκνον τῆς ἡρωΐδος ἐκείνης νήσου, τῆς ὁποίας οἱ Κανάραι κατέπληξαν τόν κόσμον διά τῆς γιγαντίου αὐτῶν ἀρετῆς καί ρώμης. Ἡ μέχρι τοῦδε δράσις τοῦ Ἱεράρχου Δημητριάδος καί παρ’ ἡμῖν καί παρ’ ἄλλαις ἐκκλησίαις ὑπῆρξεν οὐ μόνον ἑλληνικωτάτη, ἀλλά καί ἠθικωτάτη καί διά τοῦτο παραλείπομεν ταύτην καί θά περιορισθῶμεν εἰς τήν μέλλουσαν τοῦ νέου Ἱεράρχου τοιαύτην, οὐχι προφητικῶς, ἀλλά ἐκ πεποιθήσεως πρός τον ἄνδρα. Ὁ νέος Ἱεράρχης Δημητριάδος ἐνδεδυμένος οὐ μόνον τόν ἀρχιερατικόν μανδύαν, ἀλλά καί περιβεβλημένος τήν πορφύραν τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐγενείας, θέλει ἐπιδείξει δράσιν τελείαν καί ὑποδειγματικήν διά τάς ἐπερχομένας γενεάς».


Ὅλες οἱ ἐφημερίδες τοῦ Βόλου ἦταν πλήρεις στίς περιγραφές τῆς χειροτονίας καί τῆς δεξίωσης τῶν ἐπισήμων καί προσφωνήσεων στό ξενοδοχεῖο τῆς «Ἑλλάδος» μέσω τηλεγραφικῶν ἀνταποκρίσεων ἀπό τήν Ἀθήνα. Στίς 11 Αὐγούστου, ἡ ἐφημερίδα «Ἡ Θεσσαλία» στό κύριο ἄρθρο της, ἔγραφε τά ἑξῆς: «Ὁ ἐπί ἡμέρας μόνον ἀπομείνας κενός ἐπισκοπικός θρόνος τῆς θεοσώστου Ἐπισκοπῆς Δημητριάδος –διά τῆς εἰς Κύριον ἀποδημίας τοῦ ἀειμνήστου Ἱεράρχου ἡμῶν Γρηγορίου– ἐπληρώθη τάχιστα κατά θείαν βούλησιν καί ἀπό τῆς χθές ἀνήκει οὗτος εἰς τόν Σεβασμιώτατον Γερμανόν Μαυρομμάτην, χειροτονηθέντα χθές ἐν τῇ Μητροπόλει Ἀθηνῶν εἰς Ἐπίσκοπον Δημητριάδος. Ὁ νέος Ἐπίσκοπος τοῦ νομοῦ μας εἶναι φυσιογνωμία γνωστοτάτη ἐν αὐτῷ, καθόσον ἐχρημάτισεν ἐπί σειράν ἐτῶν ἱεροκήρυξ καί κατ’ αὐτό τό διάστημα τό ποίμνιον, τό ὁποῖον κέκληται νά ποιμάνη σήμερον, ἔλαβεν ἀφορμήν νά ἐκτιμήση τά πολλαπλά αὐτοῦ προσόντα. Ἐντεῦθεν δέ καί ὁ φανατισμός διά τοῦ ὁποίου πολλοί ὑπεστήριξαν τήν ὑποψηφιότητά του. Ἀπό τόν Γερμανόν Μαυρομμάτην, τό νέον Ἐπίσκοπόν του, πολλά τά ἀγαθά ἀναμένει ὁ λαός τῆς Μαγνησίας. Διανοίγεται ἄλλως τε πρό αὐτοῦ εὐρύτατον στάδιον ἐνεργείας καί δράσεως, οἱ γνωρίσαντες δέ ἐκ τοῦ πλησίον τόν νεαρόν καί πεπαιδευμένον Λευΐτην, πολλάς ἐλπίδας στηρίζουσιν ἐπί τῆς δι’ αὐτοῦ διοικήσεως τῆς ἐκκλησίας ἡμῶν καί τοῦ κλήρου. Καί δέν ἔχουσιν ἄδικον. Διότι ὁ Σεβασμιώτατος Γερμανός κέκτηται ἅπαντα τά προσόντα καλοῦ καί ἀγαθοῦ καί δραστηρίου ποιμενάρχου καί διακαίεται ὑπό ζήλου καί ἐπιθυμίας, ὅπως ἐργασθῆ πάση δυνάμει ἐν τῷ κύκλῳ τῶν ὑψηλοτάτων καί σπουδαιοτάτων καθηκόντων του. Εἶναι δέ πολλαπλά καί εὐρύτατα τά καθήκοντα τοῦ ἐπισκόπου καί ὅταν θέλει νά ἐργασθῆ, δύναται καί τόν κλῆρον νά προαγάγη εἰς τήν ἐμπρέπουσαν περιωπήν καί τό γόητρον τῆς ἐκκλησίας ν’ ἀνυψώση καί τήν πίστιν καί θεοσέβειαν τοῦ λαοῦ νά ἐνισχύση, διά τε τῆς διδασκαλίας καί τῆς καθοδηγήσεως αὐτοῦ ἐπί τήν στενήν, πλήν ἀγαθήν ὁδόν, τήν ὁδόν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας.


Τοιαύτην τινά δράσιν ἀναμένομεν καί ἡμεῖς, μεθ’ ἡμῶν δέ καί τό χριστεπώνυμο πλήρωμα ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ τῆς Μαγνησίας ἀπό τόν νέον Ἐπίσκοπόν μας Σεβασμιώτατον Γερμανόν, ἔχομεν δέ πλήρη πεποίθησιν, ὅτι αἱ ἐλπίδες ἡμῶν αὗται δέν θά διαψευσθῶσιν. Ὑπό τῆς αὐτῆς πεποιθήσεως ἐμφοροῦνται καί πάντες οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως τοῦ Βόλου, οἵτινες διά τόν λόγον τοῦτον προετοιμάζουσι λαμπράν δεξίωσιν εἰς τόν νέον Ἐπίσκοπον Δημητριάδος, διατρανοῦντες οὕτω τήν πρός αὐτόν ἀγάπην καί διαδηλοῦντες τήν χαράν των ἐπί τῇ ἐκλογῇ του».


Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐκλέγει τόν Γερμανό Μητροπολίτη Δημητριάδος καί τήν 10ην Αὐγούστου 1907 γίνεται ἡ χειροτονία του στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν. Τήν ἑπομένην οἱ ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν «Ἀκρόπολις» καί «Ἡμέρα» ἀφιερώνουν περί αὐτοῦ μακρά ἐγκωμιαστικά ἄρθρα. Ἡ ἐνθρόνισή του γίνεται τήν 31ην Αὐγούστου στόν Βόλο παρισταμένου καί τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Θεοκλήτου. Ὁ νέος Ἐπίσκοπος θέτει εὐθύς ἀμέσως «τήν χεῖρα ἐπί τό ἄροτρον» χωρίς «νά στραφῇ εἰς τά ὀπίσω» καί μέ τήν χαρακτηριστική του δραστηριότητα καί τόλμη ἐπιβάλει χρηστή διοίκηση στήν Ἱ. Μονή Ξενιᾶς. Ἀνοικοδομεῖ ἐκ βάθρων αὐτήν τήν Μονή ἀφοῦ πρῶτα μερίμνησε γιά τήν κατασκευή ἁμαξιτῆς ὁδοῦ γιά τήν μεταφορά τῶν ὑλικῶν, ἐπιστρατεύοντας ἀκόμη καί τούς Μοναχούς τῆς ἀδελφότητος καί δίνοντας τό παράδειγμα ὁ ἴδιος ἐργαζόμενος ὡς ἐργάτης. Πλούτισε τήν Μονή αὐτή μέ πολύτιμα κειμήλια καί πλῆθος βιβλίων. Μέ ἐνέργειές του καί δικαστικούς ἀγῶνες κατά τοῦ Δημοσίου, διέσωσε τήν Μοναστηριακή περιουσία (100.000 στρέμματα) τῆς Ἱ. Μονῆς Φλαμουρίου, τήν ὁποία ἐπίσης ἀνακαίνισε ἐκ βάθρων.


Μέ δικά του ἔξοδα, ἀγόρασε οἰκόπεδο καί ἀνέγειρε Ἐπισκοπεῖο καί Ναό ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου νεομάρτυρος Ἀποστόλου. Αὐτά ἀργότερα τά μεταβίβασε στό νομικό πρόσωπο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Ἐπιζητεῖ μέ κάθε τρόπο νά στηρίξει δυναμικῶς τό ἐπισκοπικό κύρος καί νά περιφρουρήσει τά δίκαια τῆς Ἐκκλησίας. Στήν προσπάθειά του αὐτή ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τά τοπικά κόμματα, τά ὁποῖα ἐπεδίωκαν νά σφετεριστοῦν τά δικαιώματα διορισμοῦ τῶν ἱερο­ψαλτῶν καί νεωκόρων στούς ἐνοριακούς ναούς. Ἡ ἔριδα προκαλεῖται ἀπό τόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Νικολάου Πορταριᾶς καί λαμβάνει πανελλήνια ἔκταση, μέ τήν δημιουργία τοῦ ζητήματος τοῦ γνωστοῦ ὡς «τῶν ψαλτῶν καί νεωκόρων» (1908-09), πού ἔληξε μέ τήν ἐπικράτηση τῶν κανονικῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας. Τό 1909 ὑποκινεῖ μαζί μέ τόν Λαρίσης Ἀμβρόσιο τήν ἐκκλησιαστική ἀναδιοργάνωση, δίχως ὅμως συνέπειες, λόγω τῆς συνετῆς στάσεώς του καί τό 1910 ἐπικεφαλῆς τῶν χριστιανῶν καί τῆς συντηρητικῆς μερίδας τοῦ Βόλου, ἐλέγχει τό ὑπό τοῦ «Ἐκπαιδευτικοῦ ὁμίλου» Γληνοῦ-Δελμούζου μεταρρυθμιστικό παιδαγωγικό σύστημα τό εἰσαχθέν στό Ἀνώτερο Παρ­θεναγωγεῖο Βόλου. Ὁ ἔλεγχος δέ ἐκεῖνος λαμβάνει πανελλήνιες διαστάσεις καί γίνεται ἡ ἀπαρχή τῶν περίφημων «Ἀθεϊκῶν» (1910-1914).


Κατά τούς πολέμους 1912-13, στηρίζει τόν λαό καί τούς στρατευομένους μέ πατριωτικούς λόγους. Οἱ ἐπίμονοι ἀγῶνες τοῦ Γερμανοῦ ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἐθνικῶν παραδόσεων, ἐνισχύουν τήν προβολήν του, ὡς τοῦ ἐπικρατέστερου ὑποψηφίου γιά τόν θρόνο τῶν Ἀθηνῶν. Τό 1919 εἶναι πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν ἐξέτασιν τοῦ δυνατοῦ τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νέου Ἡμερολογίου (ἡ ὁποία εἰσηγεῖται ἐναντίον τῆς εἰσα­γωγῆς του στήν θ. λατρεία) καί τήν 8ην Μαρτίου 1923 ἦταν συνυποψήφιος μέ τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο (ὁ ὁποῖος τελικῶς ἐξελέγη) γιά τόν θρόνο τῶν Ἀθηνῶν. Κατά τήν Σύνοδο πού συνεδρίασε τήν 27/12/1923 γιά τό ἡμερολογιακό θέμα ἐζήτησεν ἀπό τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο τίς ἀπαντήσεις τῶν Πατριαρχῶν γιά τό ζήτημα τοῦτο, οἱ ὁποῖες ὅμως ἀπεκρύβησαν ἀπό τόν Χρυσόστομο, γι’ αὐτό καί μειοψήφησε γιά τήν μεταρρύθμισιν, μετά τοῦ Πατρῶν Ἀντωνίου, Χαλκίδος Γρηγορίου καί τοῦ Θήρας Ἀγαθαγγέλου. Τήν 4ην Ἰουλίου 1926 διαμαρτύρεται γιά τίς διώξεις τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου καί τήν 11ην Ὀκτωβρίου 1933 ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας ἀναπτύσσει τήν σημασίαν τοῦ Πασχαλίου Κανόνος ἀπό πανορθοδόξου πλευρᾶς, ἐπιτυγχάνοντας νά στηρίξει τήν γνώμην του διά ψήφων 46 κατά 5. Ἡ ἧττα τῆς ἀπόψεως Χρυσοστόμου ἐνισχύει τήν ἀντίθεσή του καί οὗτος τόν καταγγέλει στόν ὑπουργόν Παιδείας καί Θρησκευμάτων «ἐπί διοικητικῇ καί ἠθικῇ ἀνεπαρκείᾳ» συνεπικουρούντων τῶν Μητροπολιτῶν Φλωρίνης Χρυσοστόμου, Δράμας Βασιλείου, Σάμου Εἰρηναίου, Ἀκαρνανίας Ἱεροθέου κ.ἄ. ἄνευ ὅμως ἀποτελέσματος. Νέο ἔναυσμα δόθηκε μέ τήν ἐκλογή καί χειροτονία σέ βοηθόν ἐπίσκοπον, τοῦ τότε πρωτοσυγγέλου Ἀθηνῶν Ἰακώβου Βαβανάτσου (μετέπειτα Ἀθηνῶν) τήν 11/1/1935 ὑπό τόν τίτλον τοῦ Χριστουπόλεως, κατά παράβασιν τοῦ ἰσχύοντος τότε Kαταστατικοῦ Χάρτου, ὁ ὁποῖος στό ἄρθρο 11 ρητῶς ἔγραφε: «ὁ θεσμός τῶν βοηθῶν ἐπισκόπων καταργεῖται». Ὁ Γερμανός κατέφυγε εἰς τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας καί μαζί μέ ἄλλους ἀρχιερεῖς ἐζήτησε ἔκτακτη σύγκληση Συνοδικοῦ Δικαστηρίου διά νά δικάσει τήν Διαρκή Σύνοδο γιά τήν ὑπόθεσιν Ἰακώβου. Μετέβη δέ καί στόν τότε πρωθυπουργόν μαζί μέ ἄλλους δυό ἀρχιερεῖς, ζητώντας τήν ἐκκαθάριση τοῦ Κλήρου «ἐκ τῶν φαύλων καί ἀνήθικων στοιχείων». Στήν προσπάθειά του νά ἀνατρέψει τόν Ἀθηνῶν Χρυσόστομο καί νά συντελέσει στήν ἐπάνοδο τοῦ συντηρητικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος, ἦλθε σέ διαπραγματεύσεις μέ μέλη τῆς Κυβέρνησης Κονδύλη καί θρησκευτικῶν ὀργανώσεων. Μέ τό μέρος του ἐτάχθη ἡ «Κοινότης τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν» καί τά ἀνά τήν Ἑλλάδα παραρτήματά της.

1Omologia


Ὀπαδός δυναμικῶν λύσεων, μέ δοκιμασμένο ψαριανό θάρρος καί ἀγωνιστικότητα, δέχεται μετά τῶν πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου καί Ζακύνθου Χρυσοστόμου Δημητρίου, τήν ἀπό 13/26-5-1935 πρότασιν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῶν Παλαιο­ημερολογιτῶν καί ἀναλαμβάνει ὡς Πρόεδρος μετά τῶν ἄλλων ἀρχιερέων «τήν πνευματικήν διοίκησιν καί ἐκκλησιαστικήν ποιμαντορίαν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν». Τήν 13/26ην Μαΐου 1935 σέ πανηγυρική λειτουργία στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Κολωνοῦ, ἐνώπιον 25.000 λαοῦ, χαιρετίζει τούς ἀκολουθοῦντας τό πάτριον ἑορτολόγιον καί καταγγέλλει τούς καινοτόμους. Τήν 15/28ην Μαΐου δι’ ὑπομνήματος πρός τήν Ἱ. Σύνοδο διαμαρτύρονται γιά τήν «μονομερή καί ἀντικανονικήν εἰσαγωγήν τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου» καί διακόπτουν «τήν μετ’ αὐτῆς ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν». Ὁ Ἀθηνῶν Χρυσόστομος καί ἡ τότε Σύνοδος θεωρεῖ τήν ἐνέργεια τῶν τριῶν Ἀρχιερέων ὡς πραξικόπημα καί τούς εἰσάγει τόν Ἰούνιο 1935 σέ δίκη αὐτούς καί τούς ὑπ’ αὐτῶν ἐν τῷ μεταξύ χειροτονηθέντας ἐπισκόπους: Κυκλάδων Γερμανό Βαρυκόπουλο, τέως προϊστάμενον Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Π. Φαλήρου, Μεγαρίδος Χριστόφορο Χατζῆ, στρατιωτικόν ἱερέα, Διαυλείας Πολύκαρπον Λιώση, προϊστάμενον Ὑπαπαντῆς Πει­ραιῶς, καί τόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας, Βρεσθένης Ματθαῖον Καρπαθάκην. Ὅλοι «καθαιροῦνται» καί καταδικάζονται σέ πενταετή ἐξορία!!. Τό δικαστήριο συνεκρότησαν οἱ Μητροπολίται Κερκύρας Ἀλέξανδρος, Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος, Θηβῶν Συνέσιος, Ἄρτης Σπυρίδων, Γρεβενῶν Γερβάσιος, Σερρῶν Κωνσταντῖνος, Κοζάνης Ἰωακείμ, Τρίκκης Πολύκαρπος, Γυθείου Διονύσιος κ.ἄ. παραιτηθέντων τῶν Ὕδρας Προκοπίου, Σάμου Εἰρηναίου καί Αἰτωλίας Ἱεροθέου. Ἔτσι συλλαμβάνεται καί ὁδηγεῖται γιά λίγο εἰς τήν Μονήν Χοζοβιωτίσσης Ἀμοργοῦ, συ­νοδευόμενος ἀπό τόν Πρωτοσύγκελλό του Ἀρχιμ. Ἀλέξανδρον Γρηγορόπουλον καί τόν Ἱεροδ. Εὐθύμιο Λοΐζο. Ὁ θρόνος τῆς Δημητριάδος προσφέρθηκε στόν Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ, ἀλλά δέν ἔγινε ἀποδεκτός καί τέλος ἐπληρώθη διά τοῦ Φωκίδος Ἰωακείμ. Ὁ Γερμανός δι’ ὑπομνήματός του πρός τόν ὑπουργόν Παιδείας (2/12/1935) αἰτεῖ ἐπάνοδον εἰς τήν Μητρόπολίν του. Τοῦτο παρεξηγεῖται ἀπό κάποιους καί δι’ ἐπεξηγηματικῆς ἐπιστολῆς (12/1/1936) διευκρινίζει ὅτι δέν αἰτεῖ μετάνοιαν, ἀλλά δικαιοσύνην.

1epiphan


Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν ἐξορία, ὁ Δημητριάδος Γερμανός ἀνέλαβε πάλι τά καθήκοντα τῆς Προεδρίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Γ.Ο.Χ., στήν ὁποία – τότε – εἶχαν μείνει τέσσερις Ἀρχιερεῖς: ὁ ἴδιος, ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, ὁ Κυκλάδων Γερμανός Βαρυκόπουλος καί ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος Καρπαθάκης. Οἱ ὑπόλοιποι τρεῖς δέν ἄντεξαν τό διωγμό καί ὑπαναχώρησαν στόν νεοημερολογιτισμό. Ὅμως, γύρω στά μέσα τοῦ 1937, συμβαίνει τό Ματθαιϊκό σχῖσμα καί οἱ δύο τελευταῖοι ἀπό τούς προαναφερθέντες Ἱεράρχες, ἀποχωρίζονται ἀπό τούς δύο πρώτους. Τό γεγονός τοῦτο προεξένησε στόν Γερμανό μεγάλη ἀπογοήτευση, ὥστε τό 1939 ἀποσύρεται ἀπό τήν ἐνεργό ἐκκλησιαστική δράση, παραχωρώντας τήν ἡγεσία τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος στόν πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο Καβουρίδη καί ἐπιδίδεται εἰς τήν μελέτην καί ἔκδοσιν βιβλίων. Δημοσιεύει ἐκ τῶν καταλοίπων τοῦ Ν. Δαμαλᾶ, Ἑρμηνείαν εἰς τό Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον (Ἀθήνα 1940) καί ὑπό τό ὄνομα τοῦ Στεφάνου Παπαδημητρίου, «Ἔργα καί ἡμέραι τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ» (Ἀθῆναι 1941). Ἡ «Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια» ἀναφέρει ὅτι μετά τήν δημοσίευση τοῦ νόμου 451/1943 «Περί ἀναθεωρήσεως ἐκκλησιαστικῶν δικαστικῶν ἀποφάσεων» (Ἐφημ. Κυβενήσεως 1943, φ.255) ὑπέβαλε αἴτηση ἀναθεωρήσεως τῆς δίκης του. «Περί τῆς αἰτήσεως αὐτῆς ἠγέρθησαν κατά καιρούς πολλές ἀμφισβητήσεις ἀπό τούς Γ.Ο.Χ. (...), ἀλλ’ οὐδείς δύναται νά βεβαιώσει ὅτι οὗτος οὐδέποτε ὑπέβαλε τοιαύτην αἴτησιν...» Λησμονοῦν ὅμως ὅτι τό βάρος τῆς ἀποδείξεως τό φέρουν αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι ὑπῆρξε αὐτό τό ἔγγραφο καί ὄχι ἐμεῖς πού ἰσχυριζόμαστε τό ἀντίθετο. Καί ἡ νεοημερολογιτική «Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια» καταλήγει: «Ἡ προσωπικότητα τοῦ Γερμανοῦ Μαυρομμάτη, ἄν καί ἐκοσμεῖτο μέ ἐξαίρετα διοικητικά χαρίσματα, σπάνιο ψυχικό σθένος, ἀλλά καί ἀρετές εἶναι ἀκόμη «σημεῖον ἀντιλεγόμενον».


Ὁ Δημητριάδος Γερμανός δέν πρόδωσε ποτέ τίς πεποιθήσεις του. Αὐτό ἦταν ἀντίθετο στόν ψαριανό, ἐπαναστατικό του χαρακτῆρα. Παρέμεινε πιστός μέχρι τέλους. Ἱερουργοῦσε στούς Ἱ. Ναούς Ἁγ. Βασιλείου Ν. Ψυχικοῦ καί Ἁγ. Ταξιαρχῶν Ν. Ἰωνίας ὅπου ἐφημέρευε ὁ ὑποτακτικός του (προερχόμενος ἐκ τῆς Ἱ. Μονῆς Ξενιᾶς) Ἀρχιμ. Κυπριανός Θεοδοσίου, ὁ ὁποῖος καί τόν κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων πρό τοῦ θανάτου του (7/20-3-1944). Δυστυχῶς οἱ οἰκεῖοι του, ὄντες νεοημερολογῖτες ἐκήδευσαν τό σῶμα του με τό «νέο», τό πνεῦμα του ὅμως παρέμεινε πιστό στούς ἀγῶνες τῶν Ὀρθοδόξων γιά τίς παραδόσεις τῆς πίστεώς μας.

1congres1


Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅταν στό Κληρικολαϊκό Συνέδριο τῶν Γ.Ο.Χ. τοῦ 1958 ἀναρτήθηκαν δύο ἐπιγραφές μέ τά ὀνόματα τῶν πεσόντων κληρικῶν καί λαϊκῶν στόν Ἱερό Ἀγῶνα, τό πρῶτο ὄνομα πού ἀναγράφεται στήν στήλη τῶν κληρικῶν εἶναι αὐτό τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ.

1congress


Ὁ «κρίνων ζώντας καί νεκρούς» Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, Αὐτός καί μόνον γνωρίζει ποία ἀνταμοιβή ἔδωσε ἐκεῖ στούς οὐρανούς στόν ἀείμνηστο Πρωθιεράρχη κυρό Γερμανό γιά τούς κόπους καί ἱερούς ἀγῶνες πού γιά περισσότερα ἀπό ἑξήντα ἔτη ἀγωνίσθηκε γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἠθική.


Περί αὐτοῦ ταιριάζει αὐτό πού εἶπε ὁ Δημήτριος ὁ Φαληρεύς ὅταν ἄκουσε ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι ἔριξαν στή γῆ ὅλα του τά ἀγάλματα καί τά συνέτριψαν: «Τά μέν ἀγάλματα μπόρεσαν οἱ φθονεροί νά ρίξουν, ἀλλά τά λαμπρά μου κατορθώματα γιά τά ὁποῖα ἔφτιαξαν τόσους ἀνδριάντες δέν θά μπορέσουν ποτέ νά σβήσουν».

1germanos


Τοῦ ἀοιδίμου ὁμολογητοῦ Πρωθιεράρχου Δημητριάδος Γερμανοῦ ἡ μνήμη εἴη αἰωνία.

Ἐπιμέλεια † Ε.Μ.Φ.