Ἱστορικά

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄

Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος β΄

      Ὁ Μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος τῶν Γ.Ο.Χ. κυρός Χρυσόστομος Β΄, (κατά κόσμον Ἀθανάσιος Κιούσης τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς Σύρμως) ἐγεννήθη στίς 10-8-1920 στίς Ἐρυθρές Μεγαρίδος (Κριεκούκι) ὅπου καί διέμενε κατά τά ἔτη τῆς παιδικῆς του ἡλικίας. Ἐν συνεχείᾳ παρέμεινε πλησίον των γονέων του στήν πόλη τοῦ Λαυρίου. Μαθητής ὧν σύχναζε στίς ἐκκλησίες καί τά μοναστήρια καί ἀγάπησε τήν βυζαντινή μουσική. Συχνά, κατά τίς μεγάλες ἑορτές μέ τό ὀρθόδοξο ἑορτολόγιο, μετέβαινε ἀπό τό Λαύριο στίς Ἐρυθρές γιά νά ψάλλει στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, ὅπου μαζεύονταν οἱ γνήσιοι ὀρθόδοξοι καί τελοῦσαν ἀκολουθίες (δίχως ἱερέα τίς περισσότερες φορές, καθώς ἦταν ἐλάχιστοι σέ σχέση μέ τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου). Στό Λαύριο ὁλοκλήρωσε τίς γυμνασιακές του σπουδές σέ ἡλικία 17 ἐτῶν.

 

      Στή συνέχεια, ἐκπληρώνοντας τήν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, ἔδωσε ἔξετασεις στήν σχολή Εὐελπίδων γιά νά ἀκολουθήσει σταδιοδρομία στρατιωτικοῦ. Ὅμως τότε ἀκριβῶς, προσεβλήθη ἀπό σοβαρή ἀσθένεια ἡ ὁποία τόν ὁδήγησε στήν ἀπόφαση νά παραιτηθεῖ τῆς ἰδέας στρατιωτικῶν ἀξιωμάτων. Θεώρησε ὅτι ἡ ἀσθένεια ἦταν θεία ἐπέμβαση ὥστε νά στρατευθεῖ στόν οὐράνιο Βασιλέα καί νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τοῦ Μοναχισμοῦ. Αὐτή ἦταν καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός Βρεσθένης Ματθαίου. Τό ἀκόλουθο χρονικό διάστημα παρέμενε ἀναρώνοντας καί μελετώντας κατ’ ἰδίαν στήν οἰκία του, ὅπου καί διέτριψε γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα, μεσολαβήσαντος τοῦ Ἀλβανικοῦ πολέμου καί τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς.

 


       Εὐθύς μετά τήν ἀπελευθέρωση ἐκάρη μοναχός στήν ἀνδρώα Ἱερά Μονή Εὐαγγελιστρίας Ἀθικίων Κορινθίας ὑπό τοῦ τότε Ἀρχιμανδρίτου Καλλίστου Μακρῆ, τοῦ μετέπειτα Μητροπολίτου Κορινθίας. Κατά τήν διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἡ Μονή εὑρέθη ἐν μέσω πυρῶν τῶν ἀντιμαχομένων πλευρῶν καί διεσώθη ἐκ τοῦ θανάτου ὡς ἐκ θαύματος. Στην Ἱερά Μονή Ἁγίας Τριάδος Λουτρακίου ἐχειροτονήθη τό 1947 ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Κυκλάδων Γερμανοῦ Διάκονος καί Ἱερεύς. Τό ἑπόμενο χρονικό διάστημα παρέμεινε ἰδιωτεύοντας λόγω ἀσθενείας, ἐξυπηρετώντας ὅμως ταυτοχρόνως τούς πιστούς Ἐρυθρῶν καί Βιλλίων γιά λίγα ἔτη. Μεγαλόσχημος ἐκάρη στήν Ἱερά Μονή Κοσμοσωτείρας τό 1948 ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἀρχιμανδρίτου Θεοκλήτου Δαραδήμα.


       Τό 1951 - 1953 ξεσπᾶ ὁ μεγάλος διωγμός τῶν Γ.Ο.Χ. ὑπό τοῦ νεοημερολογίτου Ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου. Οἱ Ἀρχιερεῖς μᾶς ἐξορίσθηκαν. Οἱ ναοί σφραγίσθηκαν καί οἱ ἱερεῖς μᾶς συνελαμβάνοντο καί ἀπεσχηματίζοντο διαπομπευόμενοι καί χλευαζόμενοι ἀπό τά ἀστυνομικά ὄργανα. Τήν παραμονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ 1951 ἐκοιμήθη διωκόμενος ὁ μακαριστός Ἐπίσκοπος Κυκλαδων Γερμανός. Ὁ Σπυρίδων Βλάχος ἀπαγόρευσε τήν ἐκκλησιαστική ταφή του καί, ὡς ἀντάξιος διάδοχός του Καϊάφα, διέταξε νά φρουρεῖται ἀπό ἀστυνομικούς το σῶμα τοῦ νεκροῦ στήν κλινική της Ἁγίας Ἑλένης Σεπολίων (ὅπου εἶχε μεταφερθεῖ πνέων τά λοίσθια ἀπό τήν τόπο ὅπου ἦταν «κεκρυμένος διὰ τὸν φόβον τῶν συγχρόνων Ἰουδαίων»), ὥστε νά ἀποτραπεῖ τυχόν τέλεση νεκρωσίμου ἀκολουθίας ἀπό ἱερέα τῶν Γ.Ο.Χ.. Ἀλλιῶς ὅμως οἰκονόμησε ὁ Θεός. Τήν περίοδο ἐκείνη, ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Κιούσης κρυβόταν προσεκτικῶς γιά νά μή συλληφθεῖ καί ἀποσχηματισθεῖ ἀπό τά ἀστυνομικά ὄργανα, ἐνῶ λειτουργοῦσε σέ ἐξωκκλήσια, ἤ σέ δωμάτια οἰκιῶν τά ὁποῖα οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί εἶχαν μετατρέψει σέ κατακόμβες, μετακινούμενος μόνο νύκτα καί μέ πολλές προφυλάξεις. Σέ μία τέτοια κατακόμβη τελοῦσε τήν ἀγρυπνία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τό 1951 μαζί μέ τούς αὐταδέλφους καί ἤδη μακαριστούς Ἀρχιμανδρίτες Πέτρο (μετέπειτα Ἐπίσκοπο Ἀστορίας Ἀμερικῆς) καί Νήφωνα Ἀστυφίδη, περίλυποι καί οἱ τρεῖς ἀπό τήν εἴδηση τῆς ἐκδημίας τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Γερμανοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν λάβει τήν ἱερωσύνη. Ἕνα λευκό πανί μέ καρφιτσωμένες ἐπάνω του χάρτινες εἰκόνες χώριζε τό «ἱερό» ἀπό τό ὑπόλοιπο δωμάτιο. Δύο τραπέζια εἶχαν τόν ρόλο τῆς ἁγίας τραπέζης καί τῆς ἁγίας προθέσεως καί ἐκεῖ λειτουργοῦσαν, ὅταν (στίς 2 μετά τά μεσάνυκτα) ἀκούστηκαν κτυπήματα στήν πόρτα! Εὐτυχῶς δέν ἦταν ἡ Ἀστυνομία. Ἦταν μέλη τῆς ὀργανώσεως Νεολαίας τῶν Γ.Ο.Χ. ποῦ ἀναζητοῦσαν ἱερέα νά ψάλει κρυφά τήν νεκρώσιμο ἀκολουθία τοῦ ἐκλιπόντος Ἱεράρχου, ἀφοῦ εἶχαν πείσει τόν εὐσεβῆ ἀξιωματικό της φρουρᾶς τοῦ νεκροῦ(!) νά "κάνει τά στραβά μάτια". Τήν ἀγρυπνία συνέχισε ὁ μακαριστός π. Πέτρος μέ τόν π. Νήφωνα, ἐνῶ γιά τήν κηδεία τοῦ Ἱεράρχου μετέβη ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος. Ἐνῶ ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία πλησίαζε πρός τό τέλος ὁ Ἀξιωματικός της ἀστυνομίας πού παρακουλουθοῦσε εὐλαβικά, προειδοποίησε ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα γιά τήν ἀλλαγή τῆς φρουρᾶς. Πράγματι, ἐνῶ ὁ ἱερεύς μέ τή συνοδία τοῦ ἀπομακρυνόταν πρός τό αὐτοκίνητό τους, ἔγινε ἀντιληπτός ἀπό τήν νέα ἀστυνομική φρουρά. Ἐπακολούθησε καταδίωξή τους ἀπό τό αὐτοκίνητό της ἀστυνομίας. Ὅμως, ὁ Περικλῆς, ὁ ἔμπειρος ὁδηγός τοῦ ἱερέως, ὀδηγώντας μέσα στούς δαιδαλώδεις δρόμους τῶν Ἀθηνῶν κατώρθωσε νά διαφύγει καί νά διασώσει ἀπό τήν σύλληψη καί τόν ἀποσχηματισμό τόν τότε Ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο.


       Τό 1956 ἀνέλαβε καθήκοντα Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς ἡ ὁποία εἶχε ἀναλάβει τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς μετά τήν κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, στήν ὁποία μετεῖχε. Ταξίδευσε σιδηροδρομικῶς στήν Γερμανία καί τήν Γαλλία μαζί μέ τόν Ἱερομόναχο Ἀκάκιο Παππά (νῦν Μητροπολίτη Ἀττικῆς καί Διαυλείας) κατ' ἐντολήν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς, γιά συνεννοήσεις μέ τούς Ἐπισκόπους των Ρώσων τῆς Διασπορᾶς Ἀλέξανδρο καί Ἰωάννη (Μαξίμοβιτς) μέ σκοπό τήν χειροτονία Ἐπισκόπων της Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ἀπό τούς Ρώσους, δίχως ὅμως τότε ἀποτέλεσμα διότι τούς παρέπεμψαν γιά τό θέμα αὐτό στόν Μητροπολίτη τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς Ἀναστάσιο στήν Ἀμερική.


       Στό Ἀρχιερατικό ἀξίωμα ἐψηφίσθη ἀρχικῶς μαζί μέ τούς συμπρεσβύτερούς του Ἀκάκιο Παππᾶ καί Χρυσόστομο Νασλίμη, ἀπό τό σύνολο τοῦ ἱερατείου τῆς Ἑλλάδος (τόν ἀριθμό 105), κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Πανελληνίου Συνάξεως Κληρικῶν. Ἐργάσθηκε μέ ζῆλο, ἕως ὅτου οἱ συνεννοήσεις μέ τούς Ρώσους τῆς διασπορᾶς στήν Ἀμερική ἐπέτυχαν τήν ἐπισκοποίηση τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἀρχιμανδρίτου Ἀκακίου Παππᾶ καί ἐν συνεχεία τῶν ὑπολοίπων τότε χειροτονηθέντων ἀρχιερέων. Ἀπό τότε ἰδιώτευε στήν ὑπ’ αὐτοῦ ἱδρυθεῖσα Ἱερά Μονή Παναχράντου Μεγάρων, κατά τό ὁποῖο χρονικό διάστημα κατά καιρούς καί πάλι προσέφερε τίς ὑπηρεσίες του στήν Ἐκκλησία ὡς Γραμματεύς.


       Τό 1971 ἐχειροτονήθη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἀναλαμβάνοντας συγχρόνως καί τήν ποιμαντορία τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καί Θράκης, ἐργαζόμενος μέ ὅλες του τίς δυνάμεις γιά τήν καλή ὀργάνωση τῆς Ἐπισκοπικῆς του περιοχῆς, μέχρι τό ἔτος 1986, ὁπότε ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, θέσιν στήν ὁποία παρέμενε μέχρι τῆς ἐκδημίας του, προεδρεύοντας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.


       Κατά τήν ποιμαντορία τοῦ ἐπετεύχθη ἡ πολυπόθητη κάθαρση τοῦ ἱεροῦ κλήρου ἀπό ξένα καί ἐπείσακτα στοιχεῖα τά ὁποῖα εἶχαν εἰσχωρήσει στόν ἱερό ἀγώνα τῶν Γ.Ο.Χ. καί μετά πολλῶν ἐμποδίων, ἀφοῦ ἀνανέωσε τό σῶμα τῆς ἱεραρχίας μέ νέες ἐπισκοπικές χειροτονίες κατά τά ἔτη 1998, 1999 καί 2000, ἐπανέφερε στήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. τὴν ὁμαλή λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος.


       Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ἦτἁν ὁ πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος τῶν Γ.Ο.Χ. ὁ ὁποῖος ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Ἀνώτατο Ἄρχοντα τῆς χώρας, τόν Πρόεδρο τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας Κωνσταντῖνο Στεφανόπουλο, τήν 8-6-1998 καί ὁ ὁποῖος καθαγίασε Ἅγιο Μύρο μετά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος τήν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 2001. Ἐπί τῆς Ποιμαντορίας του καταδικάσθηκε συνοδικῶς ἡ σύγχρονη παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (1998) καί συγκλήθηκε ἡ Δ΄ Πανελλήνια Συνάξεως Κληρικῶν (2003). Μὲ εὐλογία του ἱδρύθηκε καί λειτουργεῖ ἀπό τοῦ ἔτους 2001 ἡ Σχολή Κατηχητῶν καί ἐπανασυγκροτήθηκε ἡ πάλαι ποτέ Ἑνωση Νέων ὑπό τῆν ἐπωνυμία Νεανικός Ὀρθόδοξος Σύνδεσμος.


       Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καί μέ ὁσιακό τρόπο τήν Κυριακή 6/19 Σεπτεμβρίου 2010, στίς 13.30, ἀκριβῶς μέ τήν συμπλήρωση 55 ἐτῶν ἀπό τήν ἐκδημία τοῦ συνωνύμου προκατόχου του (τήν νύκτα τῆς 6η πρός 7η Σεπτεμβρίου 1955), σέ ἠλικία 90 ἐτῶν, διατηρῶντας μέχρι τήν τελευταία στιγμή τήν διαύγεια τοῦ πνεύματος καί ἀξιώθηκε νά τύχει κατά τήν ἐπίθυμία του, τέλους ἀγαθοῦ.



Ἂς εἶναι ἡ μνήμη του αἰωνία!

Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος β΄

Ο τελευταες πί γς μέρες το Μακαριστο ρχιεπισκόπου θηνν τν Γ.Ο.Χ. κυρο Χρυσοστόμου Β’

{backbutton}