Ἱστορικά

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ π. ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΙΟΚΑ

Μακάριστος π. Χρήστος Γκιόκας

Ὁ π. Χρῆστος κατάγονταν ἀπό τήν Τανάγρα, τοῦ Νομοῦ Βοιωτίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς, δίκαιοι καί καλοί χριστιανοί. ῏Ηταν γιός τοῦ Γεωργίου Γκιόκα ὁ ὁποῖος κατάγονταν ἀπό τό «Κριεκούκι» (᾿Ερυθρές) ἀπό τό σόϊ τοῦ Δημητρίου Γκιόκα. Εἶχαν τό παρατσούκλι «Πύργου» διότι εἶχαν τό πιό ψηλό σπίτι τοῦ χωριοῦ.

῾Υπῆρχαν τέσσερα σόγια μέ τήν ἴδια ἐπωνυμία Γκιόκα καί τούς ξεχώριζαν μέ τά παρατσούκλια τους. Τό σπίτι τοῦ παπποῦ τοῦ π. Χρήστου, βρίσκεται καί ὑπάρχει μέχρι καί σήμερα πίσω ἀπό τό χασάπικο τοῦ Μανέλα, τό ὁποῖο ὁ Δῆμος ᾿Ερυθρῶν τό ἔχει διατηρήσει. ῾Η μητέρα του ἦταν ἡ Φωτεινή Μπελεγράτη, κόρη τοῦ Νικολάου, ὁ ὁποῖος ἦταν πρόεδρος τῆς κοινότητας Τανάγρας ἐπί 35 ἔτη. ῏Ηταν πολύ καλός ἄνθρωπος εὐγενής πλούσιος καί φιλόξενος κτηματίας.


Εἶχε τό μοναδικό στήν ἐποχή του παντοπωλεῖο πού λειτουργοῦσε καί ὡς ταβέρνα, χασάπικο, μανάβικο, καφενεῖο, κουρεῖο κ.τ.λ. Κάτω στό ὑπόγειο ἦταν οἱ ἀποθῆκες μέ τά βαρέλια κρασί ὅπου κρύβονταν οἱ ληστές τῆς ἐποχῆς, πού τόν ἐκβίαζαν νά τούς κρύψει. Ἐπάνω στό ἰσόγειο στήν ταβέρνα ἦταν οἱ χωροφύλακες ὅπου τούς τάϊζε ὅλους ἀφιλοκερδῶς, πήγαινε κάτω νά τούς φέρει κρασί καί ἔλεγε στούς ληστές νά κρυφτοῦν, ἕως ὅτου φύγουν οἱ χωροφύλακες.


Οἱ μισοί κάτοικοι τῆς Τανάγρας ἔχουν τό ἐπίθετο Μπελεγράζης. Ὁ π. Χρῆστος εἶχε 12 ἀδέλφια ἐκ τῶν ὁποίων τά ὀκτώ ἦταν ἀγόρια καί τά τέσσερα κορίτσια. Τόν ᾿Ιανουάριο τοῦ 2007 ἀπεβίωσε καί ἡ τελευταία ἀδελφή τους, σέ μεγάλη ἡλικία.


Ὁ π. Χρῆστος ἐγεννήθη τό ἔτος 1900, καί ἀπό μικρό παιδί ντυνόταν παπαδάκι κάθε Κυριακή καί ἑορτή στόν ῾Ιερό Ναό τοῦ ῾Αγίου ᾿Αντωνίου Τανάγρας. Σπούδασε στήν Θήβα, τελείωσε τό Σχολαρχεῖο καί διορίστηκε στήν ᾿Εθνική Τράπεζα Θήβας ὡς ταμίας. Παράλληλα διδασκόταν τήν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, ὅπου τήν ἐποχή ἐκείνη τά ὑποδήματα ἦταν ὅλα χειροποίητα.


῾Υπηρέτησε ὡς κληρωτός στόν ῾Ελληνικό Στρατό τό 1921. ᾿Εν καιρῷ πολέμου τόν ἔστειλαν δύο φορές στήν Μικρά ᾿Ασία, ὅπου ὑπηρέτησε 4 χρόνια στό ῾Ιππικό τοῦ στρατοῦ μας καί τόν ἐξέλεξαν σάν ᾿Αγγελιοφόρο μέ τό ἄλογό του καί τήν εἰδική στολή. Οἱ ἀνώτεροί του τοῦ ἔδωσαν τήν θέση αὐτή, ἐπειδή ἦταν τοῦ Σχολαρχείου καί τοῦ εἶχαν ἐμπιστοσύνη, λόγῳ τῆς τιμιότητάς του καί ἐπειδή γνώριζε πολλά μυστικά τοῦ Στρατοῦ μας. ῞Οπλο δέν χρησιμοποίησε ποτέ λόγῳ τῆς εἰδικότητας αὐτῆς. Τήν δεύτερη φορά πού τόν ἔστειλαν πάλι στήν Μικρά ᾿Ασία, εἶχαν φτάσει μέχρι τό Ἐσκί Σεχίρ, ὅπου εἶχε πάει καί μέ ἄλλους συγχωριανούς του ἀπό τή Θήβα. Τότε ἔγινε ἡ προδοσία ἀπό τούς συμμάχους μας ῎Αγγλους-Γάλλους κ.τ.λ. καί ἄρχισε ἡ μεγάλη ταλαιπωρία τῆς ὀπισθοχώρησης τοῦ στρατοῦ μας.


Ἐκεῖ συναντήθηκε μέ τόν Δημήτριο Τούτουζα, ὁ ὁποῖος τόν ἔσωσε ἀπό τούς Τούρκους. Κατόπιν ἔγιναν καί κουμπάροι, ὁ Δημήτριος Τούτουζας βάπτισε τόν μικρότερο γιό τοῦ π. Χρήστου τόν Ἀλέξιο. Συνολικά εἶχε βαπτίσει 33 παιδιά μέ τό ὄνομα ᾿Αλέξιος, ὅσο καί τά χρόνια τοῦ Κυρίου μας.


᾿Από τήν οἰκογένεια τοῦ πατέρα του, δυό ἀδέλφια ἔγιναν ἱερεῖς. ῾Ο μεγαλύτερος ἀδελφός του ὁ π. Δημήτριος ὁ ὁποῖος ἦταν χειροτονημένος ἀπό τόν Θηβῶν καί Λεβαδείας Συνέσιον, τό ἔτος 1931, ὅμως τό 1935 γύρισε μέ τό ὀρθόδοξο πάτριο ἡμερολόγιο καί κατόρθωσε νά κάνει ἐνορία μέσα στήν Θήβα, τόν ῾Ιερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Καλοκτένη τόν προστάτη τῶν Θηβῶν.


Τό ἔτος 1937 μέ ἐντολή τῶν ἀειμνήστων Μητροπολιτῶν Φλωρίνης Χρυσοστόμου καί Δημητριάδος Γερμανοῦ, ἔγινε ἡ χειροτονία τοῦ π. Χρήστου Γκιόκα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κυκλάδων Γερμανό. ῏Ηταν τότε ὁ π. Χρῆστος παντρεμένος μέ πέντε παιδιά, μόλις 36 ἐτῶν. ῾Η δέ χειροτονία του ἔγινε νομίμως καί μέ ὅλους τούς κανονισμούς τῆς Ἐκκλησίας, παρουσίᾳ πλήθους κόσμου τήν 9ην Ἰουλίου 1937.
Βαθμιαίως προβιβάσθηκε ὡς ᾿Αναγνώστης, ῾Υποδιάκονος, Διάκονος. Κατόπιν τήν 10ην τοῦ ἰδίου μηνός καί ἔτους, ἔλαβε καί τό ἀξίωμα εἰς Πρεσβύτερον καί Πνευματικόν, στήν ἴδια ῾Ιερά Μονή τῆς Εὐαγγελίστριας Μενιδίου, στούς πρόποδες τῆς Πάρνηθας.


Ἡ γνησιότητα τῆς χειροτονίας του ἀποδεικνύεται ἀπό τά δύο γνήσια χειρόγραφα ἔγγραφα τοῦ Ἐπισκόπου Κυκλάδων Γερμανοῦ, τά ὁποῖα ἔχουν γραφτεῖ, τό πρῶτο στίς 12 ᾿Ιουλίου 1937 καί τό δεύτερο Συστατικόν-Βεβαίωση στίς 5 Σεπτεμβρίου 1941. Τά ἔγγραφα ὑπάρχουν μέχρι καί σήμερα καί μαρτυροῦν αὐτά τά γεγονότα, πρός τόν κάθε ἕνα πού θά ἔχει καί τήν παραμικρή ἀμφιβολία περί τῆς χειροτονίας του.


Ὁ π. Δημήτρης λειτουργοῦσε στόν Ἅγ. Ἰωάννη Καλοκτένη καί ὁ π. Χρῆστος μετά τήν χειροτονία του ἐπέστρεψε στή Θήβα καί τήν οἰκογένειά του, ὅπου διέμενε στά Σφαγεῖα κοντά στήν τότε βίλα τοῦ Βήτμαν ὅπου ὑπῆρχε μιά μεγάλη πηγή ὅπου ἀνέβλυζε ἄφθονο νερό καί πότιζε τό περιβόλι του ὁ ξακουστός τότε Παναγιωταρέας. Ἐκεῖ ἀπέναντι ἀπό τό περιβόλι ἦταν καί ἡ κατοικία τοῦ π. Χρήστου.
Ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή στήν Θήβα, ἔκαναν Σαρανταλείτουργο στόν Ἅγ. Ἰωάννη Καλοκτένη, τά δυό ἀδέλφια μαζί, ὁ π. Δημήτρης καί ὁ π. Χρῆστος, μέσα στήν πόλη τῶν Θηβῶν, κατά τό πάτριο ἡμερολόγιο. Τό γεγονός αὐτό τούς ἔκανε γνωστούς σέ ὅλη τήν πόλη τῶν Θηβῶν καί τῶν περιχώρων καί κάθε Κυριακή μαζευόταν πολύς κόσμος.


Οἱ ὀπαδοί τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου, μάθανε καί αὐτοί τά γεγονότα τοῦ ῾Αγ. ᾿Ιωάννη Καλοκτένη καί πήγαιναν ἐκεῖ ὅλοι. ῾Η χαρά πού ὑπῆρχε τότε ἦταν ἀπερίγραπτη, γιατί ἦταν ὅλοι οἱ ᾿Αρχιερεῖς ἑνωμένοι.  Ὅμως δέν κράτησε γιά πολύ. Γιατί ὅλοι οἱ ἱερεῖς μέ τό νέο ἡμερολόγιο ἄρχισαν νά κάνουν μηνύσεις συνεχῶς κατά τῶν δύο ἱερέων. 


Τοῦ π. Δημητρίου δέν μποροῦσαν νά τοῦ κάνουν τίποτα, διότι τά χαρτιά του ἦταν μέ τό νέο (ὅπως προαναφέρθηκε). Τότε ξέσπασε ἡ μπόρα πάνω στόν π. Χρῆστο. Μόλις τελείωσε τό Σαρανταλείτουργο τόν διόρισαν σ’ ἕνα χωριό τῶν Θηβῶν τά Μπάλτσα (τό σημερινό Μελισσοχώρι) καί κάθησαν ἐκεῖ μέ τήν παπαδιά καί τά πέντε μικρά παιδιά τους.


Λειτουργοῦσε στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μέ τό πάτριο, καί ὅλοι οἱ κάτοικοί του γύρισαν μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο. Τότε ὁ ἱερέας μέ τό νέο, ἐπειδή ἔχασε τό ἐκκλησίασμά του ἔγινε θηρίο καί φώναξε τούς χωροφύλακες νά συλλάβουν τόν π. Χρῆστο σάν νά ἦταν κάποιος κακοῦργος καί τόν πῆγαν στά κρατητήρια στό Καπαρέλι. Τότε ἄρχισε ὁ μεγάλος του διωγμός. ῾Η πρεσβυτέρα ἐπειδή δέν ἤξερε ποῦ τόν πῆγαν ἔτρεχε ἀπό χωριό σέ χωριό γιά νά μάθει πού βρισκόταν, ἀφήνοντας τά πέντε παιδιά τους στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά βρίσκεται κοντά του αὐτές τίς δύσκολες στιγμές.


Αγωνία, στενοχώρια καί πεζοπορία, γιατί δέν ὑπῆρχαν τά μεταφορικά μέσα τότε. Τελικά ἔμαθε ὅτι βρισκόταν στό Καπαρέλι στά κρατητήρια καί πῆγε καί τόν βρῆκε. ῾Ο π. Χρῆστος τῆς εἶπε: «πήγαινε στό χωριό καί μάζεψε τά παιδιά μας γιατί εἶναι μόνα τους καί αὔριο νά ἔρθεις στήν Θήβα γιατί θά μέ πᾶνε στά δικαστήρια, θέλουν νά μέ δικάσουν». Τί νά κάνει ἡ παπαδιά, τήν ἄλλη μέρα ἔτρεξε νά βρεῖ φίλους, γνωστούς καί συγγενεῖς γιά νά συμπαρασταθοῦν στόν π. Χρῆστο.


Κοντά στά ἀρχαῖα στό Λεοντάρι, ἦταν μιά μεγάλη αἴθουσα ὅπου ἔγινε τό πρῶτο Μονομελές Δικαστήριο καί ἀφοῦ τόν κάθησαν στό σκαμνί, εἶχε ἀρχίσει νά βραδυάζει κιόλας καί ἄρχισε ὁ εἰσαγγελέας τίς κατηγορίες, οἱ ὁποῖες ἦταν ἀντιποίηση ἀρχῆς καί στολῆς. Ὁ εἰσαγγελίεας ἔλεγε: «αὐτοί οἱ ἐλεεινοί οἱ ἐπαναστάτες, πού μολύνουν τά ράσα καί τά φοροῦν μόνοι τους καί κάνουν τόν παπᾶ», μέχρι πού ἄφρισε ἀπό τό κακό του καί ἔκανε σάν δαιμονισμένος, ὅπως ἡ Πρεσβυτέρα ἀργότερα περιέγραψε. Η παπαδιά πῆγε κοντά στόν π. Χρῆστο καί ἄρχισε ὁ κόσμος πού ἦταν στήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου νά τούς σπρώχνει γιά νά τούς λυντσάρει, νά τούς φτύνει, νά τούς βρίζει χυδαῖα καί νά τούς κοροϊδεύει σάν νά ἦταν ἐγκληματίες.


Τότε ἡ παπαδιά εἶδε καί ἄκουσε τόσες καί τέτοιες κατηγορίες, πού εἶπε μέσα της· «Παναγία μου, θά τόν δικάσουν καί τί θά γίνω ἐγώ μέ πέντε μικρά παιδιά»; Καί τῆς ἦρθε στό νοῦ της ἐκείνη τήν στιγμή ἡ ῾Αγία ᾿Ιουστίνη πού ἔδιωχνε τούς πειρασμούς καί σήκωσε τό βλέμμα της καί τά δυό της χέρια ψηλά στόν Νυμφίο πού ἦταν πάνω ἀπό τό κεφάλι τοῦ δικαστῆ καί φώναζε τόσο δυνατά, πού ἀκούστηκε ἡ φωνή της σ’ ὅλη τήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου· «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ὅπως Ἐσένα, "ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν", ἔτσι καί ἐσένα, "ἆρον ἆρον δίκασον αὐτόν" καί ἔδειξε τόν π. Χρῆστο. Τί κακό ἔπραξε καί τόν δικάζετε; Καί ἀπό πεντακόσιους ἀνθρώπους καί πλέον, πού εἶχαν μαζευτεῖ ἐκεῖ στό δικαστήριο, ἔγινε μιά σιγή ἔπειτα ἀπό αὐτά πού εἶπε ἡ παπαδιά, ἡ ὁποία ἐξακολουθοῦσε τήν προσευχή της συνέχεια καί ἔστειλαν ἕνα χωροφύλακα νά τήν σταματήσει. ᾿Εκείνη τότε σήκωσε τό κομποσχοίνι της ψηλά καί εἶπε· «᾿Εγώ τόν Κύριό μου παρακαλῶ».


Τότε παρουσιάστηκαν τρεῖς ἀπό τούς καλύτερους δικηγόρους τῆς Θήβας, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας λεγόταν Βουρδουμπάς καί ἄρχισαν τήν ὑπεράσπιση τοῦ π. Χρήστου, χωρίς νά τούς ἔχει καλέσει κανείς. Στίς πρῶτες θέσεις τοῦ Δικαστηρίου κάθονταν ἑπτά παπάδες μέ τό νέο ἡμερολόγιο, οἱ μυνητές δηλαδή. Μεταξύ τους χαίρονταν μέ τίς κατηγορίες πού ἀκούγονταν καί σιγοψιθύριζαν καί εἰρωνεύονταν καί ἔλεγαν· «νά δεῖς τώρα τά γένια καί τά ράσα ποῦ θά πᾶνε, θά τόν ξυρίσουν καί θά τόν ἐξευτελίσουν καί θά τοῦ πετάξουν τά ράσα, ἐδῶ στήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου». Καί ὅταν ἄρχισαν οἱ δικηγόροι νά ἀγορεύουν, ἀληθῶς ἦλθε ἡ θεία χάρις τοῦ Θεοῦ (ἡ κατηγορία ἦταν ἀντιποίηση ἀρχῆς καί στολῆς κ.λ.π.) εἶπαν· Αὐτός ὁ Ζαπηνός πού τόν καθήσατε στό σκαμνί δέν μοιάζει οὔτε γιά ἐπαναστάτης, οὔτε ἅρπαγας οὔτε γιά ψεύτης, ἀλλά εἶναι πράος, ἀγαθός, ταπεινός καί μοιάζει σάν τούς παλιούς καλούς παπάδες. ᾿Ιδού οἱ συνάδελφοι παπάδες, πού λένε ἀγάπα τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Γιά φαντάσου, δέν ντρεπόσαστε πού μαζευτήκατε σάν γλάροι νά τόν κατασπαράξετε; ντροπή σας νά φορᾶτε τό τιμημένο ράσο. ῎Εχουμε τό δικαίωμα νά ζητήσουμε ἀνώτερο δικαστήριο διμελές καί τριμελές.


Τελείωσε ἡ συνεδρίαση, ἔφυγε ὁ κόσμος, ἔφυγαν καί οἱ δικηγόροι καί ἐκεῖ πού ἑτοιμάζονταν νά φύγουν ὁ π. Χρῆστος μέ τήν παπαδιά γιά νά πᾶνε στά παιδιᾶ τους, ἔφεραν στό μοίραρχο ἕνα σημείωμα καί παίρνει τόν παπᾶ καί τόν κλείνει τήν νύχτα στὴ φυλακή, γιά νά τόν στείλουν τήν ἑπόμενη, ἐξορία στήν Κρήτη.


Τρέχα λέει στήν παπαδιά, πήγαινε πίσω στήν πόλη, στά καφενεῖα, τίς πλατεῖες καί πές ὅ,τι εἶδες παντοῦ. Τρέχει λοιπόν ἡ παπαδιά καί γιά πέντε λεπτά ἔφτασε καί εἶπε στόν κόσμο τά τρέχοντα γεγονότα. Τρέχουν ὅλοι, μαζί τους καί ὁ δήμαρχος Κτιστάκης καί λέει τοῦ μοιράρχου· «σέ διατάσσω νά ἀνοίξεις ἀμέσως τήν πόρτα τῆς φυλακῆς καί βγάλε ἔξω τόν παπᾶ ἤ ἑτοίμασε τά μπαούλα σου, γιατί σέ στέλνω στήν Μακεδονία αὐτή τήν ὥρα». ῎Ανοιξε λοιπόν καί τόν ἐλευθέρωσε καί ἔφτασαν ξημερώματα πεζῆ στά παιδιά τους στό χωριό, πού γιά ἕνα 24ωρο καί περισσότερο ἦταν ταλαιπωρημένοι, νηστικοί καί στενοχωρημένοι.


῎Αρχισαν πάλι τό διμελές δικαστήριο καί δεύτερο καί τρίτο μέσα στήν πόλη τῶν Θηβῶν καί ἀφοῦ δέν δικάστηκε τήν πρώτη φορά τόν ἀθώωσαν, τήν δεύτερη τό ἴδιο, τήν τρίτη ἐπίσης. Οἱ μηνυτές εἶχαν σκάσει γιατί δέν δικαζόταν καί τόν ἀθώωναν.


Μετά ἔγιναν ἄλλες μηνύσεις ἀπό ᾿Αρχιμανδρίτη τῶν Θηβῶν. Τούς παρακινοῦσε κάποιος παπᾶς μέ τό νέο νά τοῦ κάνουν μηνύσεις, πού ἦταν ἀπό τόν ῞Αγιο Θωμᾶ Βοιωτίας (Λιάτανη), Σωτήριος ᾿Ανυφαντής ὀνομαζόταν, ἐπειδή ἦταν διορισμένος μέ τό νέο ἡμερολόγιο στό ἴδιο χωριό, τά Μπάλτσα (Μελισσοχώρι) καί γύρισε ὅλο τό χωριό μέ τό παλιό ἡμερολόγιο.


Λύσσαξε λοιπόν καί παρακινοῦσε ὅλους τούς παπάδες Θηβῶν καί περιχώρων νά τοῦ κάνουν συνέχεια μηνύσεις, νά μήν τόν ἀφήνουν σέ ἡσυχία. ῎Εγινε καί πέμπτο καί ἕκτο καί ἕβδομο καί ὄγδοο δικαστήριο καί ὅταν βρισκόταν μάρτυρας ὑπερασπίσεως, τοῦ ἔστηναν καρτέρι ἔξω ἀπό τό δικαστήριο οἱ ὀπαδοί τοῦ ᾿Ανυφαντῆ γιά νά μήν καταθέσει καί ὁ μάρτυρας ἔφευγε ἀπό τό δικαστήριο.


῞Οταν τό εἶπαν στήν παπαδιά ὅτι ὁ μάρτυρας ἔφυγε, ἔτρεξε στόν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τόν Καλοχτένη πού ἦταν κοντά στό δικαστήριο καί προσευχήθηκε μέ δάκρυα στά μάτια καί μέ μεγάλη ταραχή πῆγε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς καί τῆς εἶπε· «Παναγιά μου μήν μᾶς ἐγκαταλείπεις» καί ὦ τοῦ θαύματος, ἕνας χριστιανός μόλις βγῆκε ἡ παπαδιά ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς φωνάζει καί τῆς λέει· «παπαδιά μήν κλαῖς ἔρχομαι ἐγώ ὁ Μπουταχάς ἀπό τό Ταχύ Θηβῶν γιά μάρτυρας». Καί ὅταν συναντήθηκε ἔξω ἀπό τόν δικαστήριο μέ τόν προηγούμενο μάρτυρα ὁ Μπουταχάς τόν ἔφτυσε. Μπῆκε λοιπόν στήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου καί μίλησε τόσο σταθερά καί θαρραλέα καί μέ μανία, γιατί ἔβλεπε τήν ἀδικία ἀπέναντι στόν π. Χρῆστο πού τόν κατηγοροῦσαν ἄδικα καί εἶπε ὅτι ὁ κατηγορούμενος εἶναι κανονικός καί χειροτονημένος ἱερέας καί δέν ἔχει βάλει τά ράσα μόνος του ὅπως τόν κατηγοροῦν αὐτοί οἱ ψεῦτες ἐδῶ μέσα καί ἔδειξε τούς παπάδες μέ τό νέο ἡμερολόγιο, πού κάθονταν στήν πρώτη σειρά σάν μηνυτές.


Εἶναι ντροπή σας νά κατηγορεῖτε ἕναν κανονικό καί εὐσεβῆ ἱερέα τους εἶπε καί ὅλοι τόν πίστεψαν μέσα στό δικαστήριο γιά ὄγδοη φορά καί ἀποφάσισαν ἀθῶος ὁ κατηγορούμενος καί χωρίς νά πληρώσουν οὔτε μιά δραχμή πρόστιμο, παρά μόνο ἡ στενοχώρια καί ἡ ψυχική ὀδύνη καί ἀπό τότε τούς δυνάμωσε ἡ πίστη ἔτι περισσότερο.


Ολα αὐτά γίνονταν κατά τήν περίοδο πού εἶχαν κλείσει τίς ἐκκλησίες μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο καί εἶχαν βάλει βουλοκέρι στίς πόρτες τῶν ἱερῶν ναῶν. ῾Ο δέ ᾿Ανυφαντῆς, ἀπό τό κακό του τά μάζεψε καί ἔφυγε ἀπό τά Μπάλτσα (Μελισσοχώρι) ἐπειδή δέν μπόρεσε νά δικάσει τόν παπα-Χρῆστο, σάν νά ἦταν κάποιος ἐγκληματίας, ὅπως τόν κατηγοροῦσαν ἄδικα.


Μετά ὁ πατήρ Χρῆστος, πέρασε ἀπό ὅλα τά χωριά τῶν Θηβῶν, Λουτουφί, Καπαρέλι, Καραντά, Λεοντάριο, Βάϊα, Νεοχώριον, Π. Παναγιά, Λειβαδόστρα κ.λπ.  καί κατά τήν Κατοχή πῆγε στά Παραπούγκια (Λεύκτρα) στόν ῞Αγιο Πέτρο καί Παῦλο πού βρίσκεται 1 χλμ. ἔξω ἀπό τό χωριό. ᾿Εκεῖ λοιπόν ἔμειναν στό κελί τῆς ᾿Εκκλησίας πού ἦταν 3 x 6 (τρία πλάτος x 6 μῆκος) ἑπτά ψυχές, ὁ παπα-Χρῆστος, ἡ παπαδιά καί τά πέντε μικρά παιδιά τους, σάν νά βρίσκονταν σέ ἐξορία.


῎Εξω ἀπό τήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας, ὑπῆρχαν δεξιά καί ἀριστερά δύο μεγάλα καί πανύψηλα κυπαρίσσια καί ἔξω ἀπό τήν μάνδρα, ἦταν τό πηγάδι πού εἶχε καλό καί εὐλογημένο νερό. Τότε στό χωριό δέν ὑπῆρχαν βρύσες μέ νερό, οὔτε ὑπῆρχαν μηχανήματα γιά γεωτρήσεις καί ὁ κόσμος ἔπινε νερό ἀπό πηγάδια, τά ὁποῖα ἦταν ὅλα ὑφάλμυρα τοῦ χωριοῦ καί τό μόνο καλό ἦταν τοῦ ῾Αγίου Πέτρου. Λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν μακριά καί ἔξω ἀπό τό χωριό, εἶχε καταντήσει κέντρο διερχομένων. Κατά τήν κατοχή ἔρχονταν καί στρατοπέδευαν Γερμανοί, ᾿Ιταλοί γιά πολλές ἡμέρες. Μετά ἔφευγαν αὐτοί καί ἔρχονταν οἱ ἀντάρτες καί στρατοπέδευαν καί αὐτοί μέ τήν σειρά τους, ἐπειδή ὑπῆρχε τό πηγάδι μέ τό νερό καί ἦταν καί ἀπόμερα, γιά νά μήν γίνονται ἀντιληπτοί.


῾Ο παπα-Χρῆστος μέ τήν παπαδιά, τήν κόρη καί τόν μεγάλο γιό τους ἔφευγαν καί κρύβονταν στά δάση καί τά βουνά, γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τους καί τούς σκοτώσουν. Τά ὑπόλοιπα μικρά παιδιά, κάθονταν ἐκεῖ μέ τήν γιαγιά τους νά τά προσέχει. ῞Οταν πήγαιναν οἱ Γερμανοί ἐκεῖ, τά μικρά φοβόντουσαν καί ἔλεγαν· «γιαγιά ἔρχονται οἱ Γερμανοί» καί τούς ἀπαντοῦσε ἡ γιαγιά· «παιδιά ἀνοῖξτε τήν πόρτα μήν τήν δοῦν κλειστή καί μᾶς ρίξουν, νά μᾶς σκοτώσουν». Τηγάνιζε ἡ γιαγιά κρεμμύδια γιά νά φᾶνε τά μικρά καί ἡ μυρωδιά πήγαινε μακριά καί ἐρχόντουσαν αὐτοί νά φᾶνε, ἀλλά τί νά φᾶνε;


῎Εφευγαν οἱ Γερμανοί, ἔρχονταν οἱ ἀντάρτες πού ἔπαιζαν μέ τίς ψεῖρες τους μονά-ζυγά. Μαζεύονταν καί πολλά φίδια γιά τό νερό καί τίς νύχτες κουδούνιζε ὁ κουβᾶς τοῦ πηγαδιοῦ. Γινόντουσαν καί πολλές μάχες ἐκεῖ κοντά στόν Ἅγιο Πέτρο, μεταξύ Γερμανῶν καί ἀνταρτῶν.


Κάποια ἄλλη μέρα πού κρυβόταν ὁ παπᾶς ἀπό τούς Γερμανούς, ἦρθαν οἱ ἀντάρτες καί πῆραν τό μεγαλύτερο γιό τους πού ἦταν 13 ἐτῶν καί τόν πῆγαν στά βουνά. Γύρισαν ὁ παπα-Χρῆστος μέ τήν παπαδιά καί τήν κόρη τους (γιατί ἤθελαν καί τήν κόρη τους γιά τά βουνά) καί τί νά δοῦν; ῎Ελειπε τό μεγάλο παιδί τους στά βουνά, ὅπου τό πῆραν οἱ ἀντάρτες. Ποῦ νά πᾶνε; τί νά κάνουν; Ξεκίνησαν νά ψάχνουν γιά τό παιδί τους.


Περίπου ἕνα μήνα εἶχαν φύγει ἀπό τόν ῞Αγιο Πέτρο, ἀπό βουνό σέ βουνό, ἀπό δάσος σέ δάσος, νηστικοί, ξυπόλυτοι γιατί ἔλειωσαν οἱ σόλες ἀπό τά παπούτσια τους, ἦταν διψασμένοι, ταλαιπωρημένοι καί ἄϋπνοι. Ἔφτασαν μετά ἀπό μεγάλη ταλαιπωρία στά βουνά, στά Κρῶρα, πού λέγεται σήμερα Στεφάνι. ᾿Εκεῖ λοιπόν ἦταν τό στρατηγεῖο τῶν ἀνταρτῶν, ἐκεῖ εἶχαν καί τό παιδί τους. Πῆγαν, παρεκάλεσαν τόν ἀξιωματικό τους νά τούς τόν δώσουν καί τούς εἶπε νά ἀφήσουν τό παιδί καί νά κρατήσουν τόν ἴδιο. Εἶδαν ἕνα παπᾶ κουρελιασμένο, μέ δάκρυα στά μάτια, πού ἔτρεχαν αἵματα ἀπό τά πόδια του, ὅπως καί τῆς παπαδιᾶς. ᾿Αποφάσισαν νά τούς δώσουν πίσω τό παιδί καί μέ πολύ φόβο ἀπό τούς Γερμανούς, προφυλάξεις καί ταλαιπωρία, ἐπέστρεψαν πίσω στά ὑπόλοιπα παιδιά τους.
᾿Αφοῦ τελείωσε αὐτή ἡ περιπέτεια, ἄρχισε ἄλλη. ῾Ο παπᾶς, μέ τό νέο, τοῦ χωριοῦ Λεύκτρα, ἤθελε νά ἐξοντώσει τόν παπᾶ μέ τό παλιό, τόν παπα-Χρῆστο, καί κάλεσε ἕνα μικρό παιδί νά πάει νά δείξει στούς Γερμανούς ποῦ ἔμενε ὁ παπα-Χρῆστος.


Βλέπει τό παιδάκι τόν γιό τοῦ παπα-Χρήστου καί τοῦ λέει «πές τοῦ πατέρα σου νά φύγει γιατί μέ ἔβαλε ὁ ἄλλος ὁ παπᾶς νά φέρω τούς Γερμανούς στό σπίτι σας νά τόν συλλάβουν». Καί τοῦ λέει ὁ γιός τοῦ παπα-Χρήστου· «βρέ κουτέ νά τούς πᾶς στό σπίτι αὐτουνοῦ». Καί ἔτσι ἔκανε, τούς πῆγε ἐκεῖ καί μόλις ἐπέστρεψε αὐτός σπίτι του, τόν ἔπιασαν οἱ Γερμανοί, τόν ἔβαλαν στό καμιόνι (φορτηγό) καί τόν πῆγαν ἔξω ἀπό τό χωριό καί τόν ἔκαναν τουλούμι στό ξύλο, τόν ἔπρηζαν καί τόν μαύρισαν καί λύσσαξε ἀπό τό κακό του. Μετά ἔβαλε δύο ληστές νά σκοτώσουν τόν παπα-Χρῆστο.

 

Εἶχαν πάρει κάποια μέρα τόν παπα-Χρῆστο σέ ἕνα ἄλλο χωριό μ’ ἕνα ἁμαξάκι μέ ἄλογα γιά νά κάνει λειτουργία καί νά κοινωνήσει τόν κόσμο. Οἱ δύο ληστές εἶχαν ξαπλώσει κάτω ἀπό ἕνα γεφυράκι· ἐκεῖ τοῦ εἶχαν στήσει καρτέρι. Ἦταν καλοκαίρι καί ὥσπου νά τελειώσει τήν λειτουργία ὁ παπᾶς καί νά ἐπιστρέψει καί νά περάσει τό ἁμαξάκι πάλι ἀπό τήν γέφυρα, κόντευε μεσημέρι. Τούς πῆρε ὁ ὕπνος καί πέρασε τό ἁμαξάκι μέ τόν ἁμαξά, τόν παπᾶ καί τήν παπαδιά καί δέν τούς κατάλαβαν. Κάποια στιγμή ξυπνάει ὁ ἕνας καί βλέπει τόν ἄλλον νά κοιμᾶται ἀκόμα, τότε βγάζει τό περίστροφό του καί σκοτώνει τόν ἄλλο ληστή καί τοῦ παίρνει ὅλα τά ὑπάρχοντά του. Κατά τό ἀπόγευμα τόν ἔφερε ὁ δρόμος στόν ῞Αγιο Πέτρο. Μόλις ἔφτασε κοντά ὁ παπα-Χρῆστος τόν εἶδε καί φώναξε στήν παπαδιά· «πήγαινε καί φέρε νερό καί λίγο πρόσφορο πού ᾽χει περισσέψει ἀπό τήν λειτουργία, γιατί ἔρχεται μουσαφίρης καί θά  ‘ναι πεινασμένος καί διψασμένος».


Αὐτός μόλις εἶδε ὅτι τό ψωμάκι εἶχε τήν σφραγίδα τοῦ πρόσφορου δέν τό ἄγγιξε καθόλου καί ταράχτηκε. ῎Ηπιε μόνο τό νερό καί εἶπε· «ψάχνω νά βρῶ τόν παπα-Χρῆστο τόν Γκιόκα» καί τοῦ λέει ὁ παπα-Χρῆστος. «᾿Εγώ εἶμαι, ὁρίστε, τί μέ θέλεις;» «Μέ ἔχουν βάλει νά σέ σκοτώσω». «῎Ε! νά ᾽μαι λοιπόν, τί θά κάνεις τώρα;»


Καί τόν ρωτάει ὁ ληστής, τόν μπάρμπα-Γιώργη τόν Γκιόκα πού εἶναι ἀπό τό Κριεκούκι καί κατοικεῖ στήν Τανάγρα τόν γνωρίζεις; «Εἶναι ὁ πατέρας μου» του ἀπάντησε. «Πῶ πῶ τί θά ἔκανα θά σκότωνα τόν γιό του μπαρμπα-Γιώργη; πού ‘χει βοηθήσει τόν πατέρα μου καί μᾶς ἔχει εὐεργετήσει πολλές φορές». Μετά μαρτύρησε ποιός τούς εἶχε βάλει νά τόν σκοτώσουν καί ἔφυγε.


Κάποια ἄλλη μέρα περνοῦσαν κοντά στόν Ἅγιο Πέτρο Γερμανοί καί ἡ παπαδιά εἶχε βγεῖ ἀπό τό κελί τό ὁποῖο ἦταν περίπου 30 μέτρα ἀπό τό ναό, γιά νά ἀνάψει τά καντήλια τῆς ἐκκλησίας καί τήν πυροβολοῦσαν. Τότε κρύφτηκε μέσα σ’ ἕνα κοτετσάκι καί περνοῦσαν οἱ σφαῖρες σφυρίζοντας ἀπό δίπλα της, εὐτυχῶς δέν τήν πέτυχαν, καί ἔφυγαν οἱ Γερμανοί νομίζοντας ὅτι τήν σκότωσαν.


Πολλές φορές ἀκούγονταν μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιά τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ἀγγελικές ψαλμωδίες οὐράνιες, καθώς καί πολλές νύχτες ἄστραπτε ὅλη ἡ ἐκκλησία (ὅπως βλέπουμε τήν ᾿Ακρόπολη φωταγωγημένη καί περισσότερο ἀκόμη), γιατί ἦταν οὐράνιος φωτισμός, θεϊκός, πού θαμπωνόσουν ὅταν τό κοίταζες, μαζί καμιά φορά καί μέ τίς ἀγγελικές ψαλμωδίες. Αὐτά τά ἄκουγε ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ παπα-Χρήστου καί τά ἔβλεπε γιατί κατοικοῦσαν ἐκεῖ.


Κάποια ἄλλη φορά ἦταν μιά γριούλα ἑτοιμοθάνατη καί φώναξαν τόν παπα-Χρῆστο νά πάει νά τήν κοινωνήσει τήν ῾Αγία Κοινωνία καί καθώς περνοῦσε σέ μιά γειτονιά τοῦ χωριοῦ, μέ τά ῞Αγια Μυστήρια στά χέρια του μαζί μέ τό φαναράκι, εἶχαν βγεῖ ἔξω στό δρόμο οἱ γυναῖκες καί κορόϊδευαν τόν παπᾶ μέ τό παλιό. ῏Ηταν ἕνα παιδάκι 5-6 ἐτῶν πού κρατοῦσε ἕνα καμουτσίκι στό χέρι του καί πῆγε καί χτύπησε τόν παπᾶ πού κρατοῦσε τό ῞Αγιο Δισκοπότηρο καί ὅλες οἱ γυναῖκες ἔβαλαν τά γέλια, βλέποντας αὐτή τήν σκηνή. ῎Εριξε ὁ παπα-Χρῆστος τό βλέμμα του στήν μητέρα τοῦ μικροῦ, πού καί αὐτή γελοῦσε εἰρωνικά, ἀντί νά μαλώσει τόν μικρό καί τότε εἶπε μέ τό πνεῦμα του ὁ παπᾶς «νά σοῦ ξεραθεῖ τό χέρι» καί συνέχισε τόν δρόμο του γιά τήν ἀποστολή του, κοινώνησε τήν γριούλα καί ἐπέστρεψε σπίτι του.


Τήν ἑπομένη κιόλας τό χεράκι τοῦ παιδιοῦ ὄντως καί ξεράθηκε, ἄρχισαν νά τό πηγαίνουν στούς γιατρούς τῆς Θήβας, τῆς ᾿Αθήνας, πουθενά ὅμως δέν γιατρευόταν τό χεράκι τοῦ παιδιοῦ. ῞Υστερα ἀπό τρεῖς μῆνες περίπου, ἦρθε στήν σκέψη τῆς μητέρας του αὐτό τό περιστατικό. Πάει λοιπόν καί τό λέει στόν παπᾶ μέ τό νέο, αὐτός τήν ἔστειλε στόν Δεσπότη στήν Λειβαδιά μέ τό νέο καί τοῦ εἶπε γιά τό χεράκι τοῦ παιδιοῦ της, γιά τούς γιατρούς πού πήγαινε καί γιά τό περιστατικό. Τότε αὐτός τῆς εἶπε ὅτι «ἄν δέν πᾶς σ’ αὐτόν τόν ἱερέα νά ζητήσεις συγχώρεση, τό παιδί σου δέν πρόκειται νά γίνει καλά, σ’ ὅσους γιατρούς καί ἄν πᾶς». ῎Ετσι λοιπόν ἕνα Σάββατο ἀπόγευμα πού ᾽χε ἑσπερινό ὁ παπα-Χρῆστος στόν ῞Αγιο Πέτρο, ἦρθε καί ἐκείνη μαζί μέ τό μικρό, παρακολούθησε τόν ἑσπερινό καί ὅταν τελείωσε ὁ παπᾶς τοῦ λέει· «Πάτερ σέ θέλω νά σοῦ πῶ. Μέ θυμᾶσαι ἐμένα;» ῎Οχι παιδί μου, ποιά εἶσαι; τί θέλεις; «Θυμᾶσαι τότε πού περνοῦσες ἀπό τήν γειτονιά μας, γιά νά κοινωνήσεις κάποια γιαγιά;» Τέλος πάντων τί θέλεις; «Τό παιδάκι μου ἦταν αὐτό πού κρατοῦσε τό καμουτσίκι καί ἀπό τότε ἔχει ξεραθεῖ τό χέρι του». Καλά τῆς εἶπε, περιμένετε νά τοῦ διαβάσω κάποια εὐχή καί αὔριο ποῦναι Κυριακή καί ἔχουμε λειτουργία νά φέρεις τό παιδί νά τό κοινωνήσω.


Καί ἔτσι ἔκανε τήν ἄλλη μέρα ἡ μάνα. ῎Εφερε τό παιδάκι, λειτουργήθηκαν, τό κοινώνησε καί ὥσπου νά πᾶνε στό σπίτι τους, τό χεράκι του ἔγινε καλά καί μετά ἐγύρισαν μέ τό ὀρθόδοξο οἰκογενειακῶς καί ἐκκλησιάζονταν στόν ῞Αγιο Πέτρο.


Kάποτε, εἶχαν βάλει βουλοκέρι στίς ἐκκλησίες μέ τό παλαιό καί στό χωριό ἦταν πολύς κόσμος πού ἤθελε νά κοινωνήσει, ὅμως ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ δέν τούς τό ἐπέτρεπε. ῞Ενα βράδυ βλέπει ὅραμα ἡ παπαδιά τόν ῞Αγιο Πέτρο καί τῆς λέει «νά πᾶς νά πεῖς τοῦ προέδρου, νά σᾶς ἀνοίξει τήν ἐκκλησιά γιατί θά τοῦ κάνω μεγάλο κακό». ῾Η παπαδιά δέν εἶπε τίποτα, γιατί νόμισε ὅτι ἁπλῶς ἦταν ἕνα ὄνειρο. Τό ἄλλο βράδυ ξαναβλέπει τόν ῞Αγιο Πέτρο καί τῆς μίλησε μέ αὐστηρό τρόπο καί τῆς εἶπε «δέν σοῦ εἶπα νά πᾶς νά βρεῖς τόν πρόεδρο νά ἀνοίξει τήν ἐκκλησία; Γιατί δέν πῆγες;». ᾿Αμέσως ξύπνησε ἀπό τόν φόβο της καί ξύπνησε τόν παπα-Χρῆστο καί τοῦ εἶπε τί εἶχε δεῖ. Τό πρωί ξεκίνησε νά πάει νά βρεῖ τόν πρόεδρο πού ἦταν στό καφενεῖο τοῦ χωριοῦ καί τοῦ εἶπε «Μοῦ εἶπε ὁ ῞Αγιος Πέτρος νά σοῦ πῶ, νά ἀνοίξεις τήν ἐκκλησία γιατί θά σοῦ κάνει μεγάλο κακό, ἄν δέν τήν ἀνοίξεις». Τότε αὐτός εἶπε ὅτι ἡ παπαδιά τρελάθηκε, δέν ξέρει τί λέει, τήν κορόιδευε καί ὅλοι γελοῦσαν μαζί της. Τότε τοῦ ἀπάντησε, ὅτι αὐτά πού τῆς εἶπε ὁ ῞Αγιος Πέτρος τοῦ τά εἶπε καί νά κάνει ὅ,τι αὐτός νομίζει.


῏Ηταν ᾿Ιούνιος, καλοκαίρι πού θερίζουν τά σπαρτά, ἡ ἐκκλησία κλειστή. ῾Ο κόσμος εἶχε βρεῖ λάδι καί ἀνάμα καί πρόσφορο κεριά (ἦταν δύσκολο νά βρεθοῦν) καί ἀποφάσισαν νά ἀνοίξουν τήν ἐκκλησία. ῾Ο παπᾶς καί ἡ παπαδιά μπροστά, μέ τόν κόσμο πίσω τους καί μόλις ζύγωσαν κοντά στήν πόρτα, κάνει «μπράφ» καί ἀνοίγει μόνη της καί σπάζουν οἱ ἁλυσίδες. Μπῆκαν μέσα καί ἔκαναν τήν Θεία Λειτουργία.


῾Ο πρόεδρος εἶχε πάει μέ τόν γιό του νά θερίσουν τό σιτάρι στό χωράφι τους καί ἐνῶ ἦταν καλοκαίρι καί εἶχε πολύ ζέστη, ξαφνικά ἔπιασε ἕνα μπουρίνι βροχή καί ἔτρεξαν νά κρυφτοῦν κάτω ἀπό μιά κορυτσά πού ὑπῆρχε στό χωράφι τους. Πέφτει ἕνας κεραυνός καί χτύπησε τό παιδί του θανάσιμα καί τό σκότωσε.


Τήν ἴδια ἐποχή μέ τά βουλοκέρια, εἶχε ἔρθει ἀπό τίς Πλαταιές (Κόκλα) ὁ Θωμᾶς ᾿Αγγέλου, νέος τότε πού ἦταν ψάλτης καί κατοικοῦσε ἐκεῖ. ῏Ηρθε νά βρεῖ τόν παπα-Χρῆστο, γιατί στό χωριό του ἦταν κόσμος πού ἤθελε νά κοινωνήσει καί τοῦ εἶπε «πρέπει νά ᾽ρθεῖς ὁπωσδήποτε». «Καί ποῦ θά λειτουργήσουμε;» τόν ρώτησε ὁ πάτερ, «πού ᾽ναι ὅλες οἱ ἐκκλησίες κλειστές μέ βουλοκέρια;».
- «῎Εχουν εἰδοποιηθεῖ ὅλοι καί θά βρίσκονται στήν ἐκκλησία τοῦ νεκροταφείου».
Ξεκίνησαν ὁ παπα-Χρῆστος καί ἡ παπαδιά ἀπό βραδύς πεζοπορία γιά νά βρίσκονται πρωί-πρωί ἐκεῖ, γιά νά γίνει ἡ λειτουργία καί νά κοινωνήσει ὁ κόσμος.


Πράγματι τό πρωί ἔφτασαν ἐκεῖ καί μόλις ἑτοιμαζόταν νά βάλει εὐλογητός ὁ Θεός, νά ξεκινήσει ἡ λειτουργία, πλάκωσαν οἱ χωροφύλακες καί μπῆκαν μέσα, τόν σταμάτησαν γιά νά μήν ξεκινήσει καί τούς ἔβγαλαν ἔξω βιαίως. Απ’ ἔξω εἶχαν μαζευτεῖ χωριάτες πού τούς εἶχε ξεσηκώσει ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ μέ τό νέο καί ἤθελαν νά λυντσάρουν τόν παπᾶ, τόν ψάλτη Θωμᾶ πού κρατοῦσε στό χέρι τό ῞Αγιο Δισκοπότηρο, γιατί οἱ χωροφύλακες ἔβγαλαν ἔξω τόν παπᾶ βιαίως καί δέν πρόλαβε νά μαζέψει τά  ῾Ιερά Σκεύη.


Τούς ἔσπρωξαν καί τούς πέταξαν κάτω μέ τό ῞Αγιο Δισκοπότηρο, καί κατόπιν ἄρχισε ὁ λιθοβολισμός. Τούς πετοῦσαν πέτρες σωρηδόν καί δέν κτύπησε καμιά πέτρα κανέναν. Κάποιος ἀπό τό τσοῦρμο ἔβγαλε τό περίστροφό του καί πυροβολοῦσε τόν παπα-Χρῆστο. ᾿Εκείνη τή στιγμή εἶπε ὁ παπᾶς μέ τό νοῦ του «τά βόλια ἐναντίον σας» καί δέν τόν πέτυχε καμία σφαίρα. ῞Οσοι ἦταν ἐκεῖ καί λιθοβολοῦσαν, δέν ἔμεινε κανείς ζωντανός, ξεκληρίστηκαν ὅλοι, ὅπως μοῦ εἶπε ὁ μπαρμπα-Θωμᾶς μετά ἀπό πολλά χρόνια πού τόν συνάντησα στό σπίτι του στήν ᾿Ελευσίνα.


῾Ο πατήρ Χρῆστος πήγαινε σέ διάφορα χωριά πού τόν καλοῦσαν γιά βαπτίσεις, γιά γάμους κ.λ.π. καί πάντα ποδαρόδρομο καί πολλές φορές δέν τοῦ ἔδιναν καθόλου χρήματα, ἄλλες φορές δεκάρες καί εἰκοσάρες. Παρόλο πού ἦταν ἄμισθος καί γνώριζαν ὅτι εἶναι πολύτεκνος, καθώς ἄμισθοι εἶναι ὅλοι οἱ ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς μας καί ζοῦν χωρίς καμία ἰατροφαρμακευτική ἀσφάλεια καί περίθαλψη, ἦταν στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τήν βοήθεια τοῦ κόσμου.


Τότε ἔτυχε ὁ πόλεμος μέ τούς ᾿Ιταλούς, κατόπιν μέ τούς Γερμανούς πού ἤμασταν ὑπό κατοχή, ἔπειτα μέ τούς ἀντάρτες. ῾Ο κόσμος ὑπέφερε πολλές δυστυχίες, ταλαιπωρίες, συλλήψεις, βασανιστήρια, ἐξορίες, φυλακίσεις, ἐκτελέσεις, ρουφιανιές, προδοσίες καί δέν εἶχαν νά περάσουν, ἔπεσαν καί ἀσθένειες καί πέθαινε ὁ κόσμος ἀπό τήν πείνα.


ΙΕΡΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΚΑΤΟΧΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

Στήν Θήβα στόν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τόν Καλοχτένη
Στό Πυρί Θηβῶν στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου
Στά Μπάλτσια (Μελισσοχώρι) Εὐαγγελισμός Θεοτόκου
Στό Καπαρέλι στόν ῞Αγιο Κωνσταντῖνο-῾Ελένης
Στά Παραπούγκια (Λεύκτρα) ῞Αγιος Γεώργιος
Στά Παραπούγκια ῞Αγιος Πέτρος καί Παύλου
Στά Παραπούγκια ῾Αγία Παρασκευή
Στήν Λιβαδόστρα ῞Αγιος Νικόλαος
Στόν Καραντά ῞Αγιος ᾿Αθανάσιος
Στό Λεοντάριο ῾Αγία Παρασκευή
Στά Βάϊα ῾Αγία Παρασκευή
Στό Νεοχώριο (Π. Παναγιά) Ἁγία Παρασκευή
Στή Λιβαδειά ῾Αγία Τριάδα
Στή Λιβαδειά ᾿Αγρυπνία ῾Αγία Τριάς
Στό Ρωμέικο ῞Αγιος Κωνσταντῖνος καί ῾Ελένη
Στή Δαυλιά ῞Αγιος Δημήτριος

Μόλις ἔφυγαν οἱ Γερμανοί ἀπό τήν ῾Ελλάδα γύρισαν οἰκογενειακά στή Θήβα, στό σπίτι τους, μετά τόσες καί τόσες ταλαιπωρίες πού πέρασαν, πραγματική ᾿Οδύσσεια. Κάθησαν λίγο διάστημα στήν Θήβα καί ἔφυγαν γιά τήν ᾿Αθήνα, γιά τό μέλλον τῶν παιδιῶν τους. Μετακόμισαν τό 1944 στό Αἰγάλεω, ὅπου ἔμειναν 3 χρόνια μέ ἐνοίκιο, στήν ὁδό ᾿Αγχιάλου 1. Κατόπιν, πούλησαν τό σπίτι τους στήν Θήβα καί ἀγόρασαν ἕνα οἰκόπεδο μ’ ἕνα δωμάτιο στήν ὁδό Βασ. Σοφίας 27 καί Ρήγα Φεραίου στό Αἰγάλεω, γιά νά ἀποφύγουν τό ἐνοίκιο.


Στήν ᾿Αθήνα λειτούργησε καταρχήν στό Αἰγάλεω, σ’ ἕνα ἐκκλησάκι πού τό εἶχε κάποια μοναχή στό σπίτι της στήν αὐλή, τόν ῞Αγιο Φανούριο. Μετά τόν πῆραν στό Βοτανικό στίς Τρεῖς Παρθένες, ὅπου ὑπηρέτησε τρία χρόνια. ᾿Εκεῖ ἔφερνε κάποια κυρία τόν σύζυγό της καί ἐκκλησιάζονταν ἀπό τήν ᾿Ακαδημία Πλάτωνος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄρρωστος καί δαιμονισμένος καί ὅταν ἔβγαινε ὁ παπα-Χρῆστος μέ τά Ἅγια Μυστήρια στά χέρια του, τόν ξάπλωναν κάτω γιά νά περάσει ἀπό πάνω του τά ῞Αγια Μυστήρια. Δέν μποροῦσαν νά τόν κρατήσουν ἕξη ἄτομα καί οὔρλιαζε τόσο δυνατά καί φώναζε «καίγομαι-καίγομαι, ἀφῆστε μέ νά φύγω γιατί ἔρχεται αὐτός». Τόν ἔφερνε ἡ γυναίκα του κάθε ἀπόγευμα στό σπίτι τοῦ παπα-Χρήστου στό Αἰγάλεω καί τοῦ διάβαζε ἐξορκισμούς, περίπου 6 μῆνες κάθε μέρα, τόν ἔλεγαν Νίκο καί τήν γυναίκα του Χρυσαυγῆ. Στό τέλος καθαρίστηκε ἀπό τά δεσμά του καί ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε τῶν ῾Αγίων ᾿Αχράντων Μυστηρίων καί ἔπειτα ἀπό λίγες ἡμέρες καθαρός πιά, καί ἥσυχος παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριό μας.


Στό Βοτανικό πήγαινε πεζοπορία γιά νά γλυτώσει τά εἰσιτήρια καί νά πάρει ἕνα κομμάτι ψωμί, νά φέρει στά παιδιά του νά φᾶνε. Ἔπειτα τόν πῆραν στά Κουπόνια, πιό πάνω ἀπό τοῦ Ζωγράφου, ψηλά, στόν ἱερό ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος. ᾿Εκεῖ λειτουργοῦσε ἀρκετά χρόνια καί ἔφευγε νύχτα ἀπό τό σπίτι του στό Αἰγάλεω, τά μεσάνυχτα πεζοπορία, γιά νά βρίσκεται πρωί πρωί στήν ἐκκλησία γιά τή λειτουργία καί ἐπέστρεφε πάλι πεζοπορία, νά τοῦ μείνουν τά εἰσιτήρια γιά μιά φραντζόλα ψωμί.


Τά χρόνια ἦταν πολύ δύσκολα καί ὑπῆρχαν ἀκόμα ἀντάρτες, οἱ χύτες, ἐμφύλιος, ὁ κόσμος δέν εἶχε χρήματα νά τοῦ δώσουν, ἦταν ἄμισθος. Σ’ ὅλη του τήν ζωή δέν παραπονέθηκε καμία φορά, σέ κανέναν, ὅ,τι τοῦ ἔδιναν τά ἔπαιρνε χωρίς μιλιά. Γι’ αὐτό τό λόγον πήγαινε κι ἐρχόταν ἀπό τό Αἰγάλεω στά Κουπόνια πεζός. Ποτέ δέν μάλωσε μέ κανέναν, δέν στενοχώρησε κανέναν, δέν πρόσβαλε κανέναν, δέν ἀδίκησε κανέναν καί σ’ ὅλη του τήν ζωή, μόνο εὐχές καί συμβουλές ἔδινε σ’ ὅλους. Τόν ἀδικοῦσαν καί δέν μιλοῦσε.


Τό 1950 ἤ 1951 πού ἄρχισε πάλι ὁ διωγμός τῶν ἱερέων μας καί ἀρχιερέων καί σφράγισαν ξανά τίς ἐκκλησίες μας μέ βουλοκέρι ἀπό τον (παπικό) Σπυρίδωνα τῶν ᾿Αθηνῶν, καί συλλάμβαναν τούς ἱερεῖς μας καί τούς ξύριζαν καί τούς ξεφτίλιζαν. Εἶχαν στείλει ἔξω ἀπό τό σπίτι τοῦ παπα-Χρήστου δύο χωροφύλακες καί παρακολουθοῦσαν νά τόν συλλάβουν, σάν νά ἦταν κάποιος κακοῦργος, αὐτό γινόταν τρία χρόνια περίπου. ῾Ο παπα-Χρῆστος κρυβόταν στήν Δραπετσῶνα στό σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του παπα-Δημήτρη, κάτω ἀπό τό πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ, ἦταν πραγματική φυλακή. ᾿Επέρασε καί αὐτή τήν δοκιμασία!!!


῞Οταν ἡσύχασαν τά πράγματα τόν ἔστειλαν νά λειτουργεῖ στήν Παλιά Κοκκινιά στόν ῞Αγιο Παῦλο, ὅπου ἦταν ἐπί εἴκοσι χρόνια. ᾿Εκεῖ εἶχε συλλειτουργήσει μέ ὅλους τούς ἀρχιερεῖς μας, πού ὅλοι τόν σέβονταν καί τόν ἐκτιμοῦσαν. ῎Εκανε πολλά μυστήρια, γάμους, βαπτίσεις, ἁγιασμούς, εὐχέλαια, ἐξομολογήσεις, κηδεῖες, κατηχητικά σαρανταλείτουργα, ἀγρυπνίες, πανηγύρια καί πάντα μαζί μέ τήν ὁμόζυγόν του τήν παπαδιά πού τόν ἀκολουθοῦσε πάντα καί τόν βοηθοῦσε στίς λειτουργίες σάν ψάλτισα στό ἀναλόγιο, γιατί ἤξερε τήν σειρά καί ἔβγαζε τίς λειτουργίες ὅταν δέν ἦταν οἱ ψάλτες. Μετά ἀπό λίγο καιρό ὁ παπα-Χρῆστος ἀρρώστησε.

   
Πέντε χρόνια κράτησε η άσθένεια του στό νοσοκομεῖο ξεχασμένος ἀπό τούς περισσότερους. ῞Οταν ἐπέστρεψε ἀπό τό νοσοκομεῖο στό σπίτι του, πού κατοικοῦσε τελευταῖα στό Χαϊδάρι, ἐκάλεσε τόν τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καί σημερινό Μακαριώτατο ᾿Αρχιεπίσκοπο ᾿Αθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος κ. Χρυσόστομο, πού ἦταν ὁ μόνος πού ἔδειξε πραγματικό ἐνδιαφέρον.῏Ηρθε, τόν ἐξομολόγησε, ὕστερα φωνάξαμε τόν ἀείμνηστο πατέρα Καλλίνικο ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλαο Χαϊδαρίου, ἔφερε τήν Ἁγία Κοινωνία καί τόν κοινώνησε. Ὁ παπα-Χρῆστος προέβλεψε τήν κοίμησή του δύο ἡμέρες πρίν. ῏Ηταν ἡμέρα Τρίτη καί μοῦ εἶπε ὅτι «τήν Πέμπτη ἀναχωρῶ».
Πράγματι τήν Πέμπτη στίς 13/04/2978, ὅπως προέβλεψε, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή πρός Κύριον. ῾Η παπαδιά μέ τόν πατέρα Καλλίνικο τόν τακτοποίησαν καί τόν ἔντυσαν μέ τά ἱερά του. Τηλεφώνησαν στόν Μακαριώτατο κ.κ. Χρυσόστομο, καθώς ἦταν ἡ ἐπιθυμία του, νά γίνει ἡ κηδεία του στήν ῾Ιερά Μονή Παναχράντου, στά Μέγαρα, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε «῎Εχουμε ἱερά ὑποχρέωση, παιδί μου, καί νά τόν φέρεις ἐδῶ».


Τόν πήγαμε στήν ἐνορία του, στόν ῞Αγιο Παῦλο, γιά νά τόν ἀποχαιρετήσει τό ἐκκλησίασμα πού τόσα χρόνια ἁγίαζε, γιά τελευταία φορά. ᾿Εν συνεχείᾳ τόν πήγαμε στήν ἱερά μονή τῆς Παναχράντου, ὅπου τόν διάβασαν, ὁ Μακαριώτατος ᾿Αρχιεπίσκοπός μας, μέ τόν πατέρα Κύριλλο καί τήν ἀδελφότητα τῆς ἱερᾶς μονῆς.


Κηδεύτηκε στό κοιμητήριό τους ἡμέρα Παρασκευή 14/04/1978 καί συνέπεσε μέ τούς τελευταίους Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας μας. Εἶχε ἔρθει κόσμος πολύς λόγῳ τῶν Χαιρετισμῶν καί ἔτυχαν καί στήν κηδεία. ῞Υστερα ἀπό λίγον καιρό τήν πρεσβυτέρα του, τήν ἔκειρε ὁ Μακαριώτατος στήν ἱερά μονή Παναχράντου καί τήν διάβασε Μεγαλόσχημη Μοναχή καί ἐκλήθη μέ τό μοναχικό ὄνομα Ἄννα καί ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα της καί κοιμήθηκε, τήν κήδεψαν καί αὐτήν ἐκεῖ, ὅπου ἀναπαύονται μαζί ὁ πατήρ Χρῆστος καί ἡ γερόντισσα ῎Αννα στό ἴδιο κοιμητήριο.

ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜΗ


[Τά ἀνωτέρω γραφόμενα εἶναι ἀπό ἰδιόχειρα χειρόγραφα τῆς πρεσβυτέρας γερόντισσας μοναχῆς ῎Αννας, τό ἔτος 1979 καί τοῦ γιοῦ τους ᾿Αλεξίου Γκιόκα, τό ἔτος 2007].
(«Η Φωνή της Ορθοδοξίας», ἀρ. φ. 950 - 955 σέ συνέχειες)

{backbutton}