Παραινετικά

Περὶ ἱεροκηρύκων & ἱεροπαίδων

Περὶ Λαϊκῶν Ἱεροκηρύκων

ΣΕ παλαιὸ τεῦχος τοῦ Περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» (ἀρ.φ. 430/4.11.1963, σελ. 7), δημοσιεύθηκε ἕνα μικρὸ κείμενο, μὲ τίτλο «Εἰδοποίησις», τὸ ὁποῖο ἔθιγε τὸ ζήτημα τῶν Λαϊκῶν Ἱεροκηρύκων, οἱ ὁποῖοι περιήρχοντο τοὺς Ναούς μας γιὰ νὰ μεταδώσουν τὸν θεῖο λόγο, ἀλλὰ δὲν ἐξέφραζαν τὴν Ἱερὰ Σύνοδο ὡς πρὸς τὸ φρόνημα καὶ τὸ ἦθος.

amvwnas

Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τότε ἀπεφάσισε οὐδεὶς νὰ ὁμιλῆ, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἦταν ἐφωδιασμένος μὲ ἔγγραφο διορισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχή.


Τὸ εὔστοχο ἐκεῖνο Σημείωμα, τὸ ὁποῖο ἀναδημοσιεύουμε, ἐδείκνυε τὴν μέριμνα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιὰ τὴν τήρησι τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν σχετικὰ μὲ τὸ ἰδιαιτέρας σημασίας καὶ σπουδαιότητος γεγονὸς τῆς κηρύξεως τοῦ θείου λόγου στὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν.


Πράγματι, μόνον οἱ ἔχοντες ἄδεια τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μας Ἀρχῶν, ἤτοι τοῦ κατὰ τόπους Ἀρχιερέως μας, δύνανται νὰ ὁμιλοῦν ἀπ’ Ἄμβωνος, καὶ οὐδεὶς ἕτερος.

 

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ

πειδή τινες ἐπαγγελόμενοι τὸν Ἱεροκήρυκα περιέρχονται τοὺς ὑφ’ ἡμᾶς Ἱεροὺς Ναοὺς ὁμιλοῦντες ἀπ’ ἄμβωνος πολλὰ τὰ ἄτοπα καὶ ἀσυμβίβαστα πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς ἀκραιφνοῦς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τῆς αὐστηρᾶς ἠθικῆς, καὶ ἐπειδὴ ἕτεροι ἐξ αὐτῶν τυγχάνουσι δεδηλωμένου ἀντιθέτου φρονήματος πρὸς τὸ τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος καὶ τῆς Ἡγεσίας Αὐτοῦ, διὰ ταῦτα ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Σύνοδος ἀπεφάσισεν ὅπως ἀνακαλέσῃ πάντα μέχρι σήμερον δοθέντα διορισμὸν Ἱεροκήρυκος καὶ προβῇ εἰς τὴν ἐκκαθάρισιν τῶν ὁμιλούντων ἐπ’ Ἐκκλησίας. Διὸ ἐφεξῆς ἀπαγορεύεται ἡ ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Ἄμβωνος Ὁμιλία εἰς πάντα μὴ ἐφωδιασμένον διὰ νεωτέρου ἐγγράφου διορισμοῦ ἐκ μέρους τῆς οἰκείας ὑπηρεσίας τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου.

 

Περὶ «Ἱεροπαίδων»

 

ieropaides

 

ΣΕ παλαιὸ τεῦχος τοῦ Περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» (ἀρ.φ. 429/21.10.1963, σελ. 2), δημοσιεύθηκε ἕνα κείμενο σχετικὰ μὲ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἰσέρχονται στὸ Ἱερὸ Βῆμα τῶν Ἐκκλησιῶν, προκειμένου νὰ ὑπηρετήσουν τὸν λειτουργὸ Ἱερέα καὶ γενικὰ νὰ συνδράμουν στὴν Θεία Λατρεία.


μως, παρατηρεῖται τὸ λυπηρὸ φαινόμενο αὐτὰ νὰ μὴ συναισθάνωνται τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου καὶ τῆς στιγμῆς, καὶ ἔτσι νὰ ἐκτρέπωνται σὲ συνομιλίες, χαριεντισμοὺς ἤ καὶ ἀταξίες, προξενοῦντα ἀνεπίτρεπτο θόρυβο, σύγχυσι καὶ ταραχή, ἐκεῖ ὅπου ἔπρεπε νὰ δεσπόζη ἡ τάξις, ἡ εὐλάβεια, ἡ ἡσυχία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱεροπρέπεια, ἡ συστολὴ καὶ ἡ κατάνυξις.


πειδὴ τὸ φαινόμενο, δυστυχῶς, συνεχίζει νὰ συμβαίνη σὲ πολλοὺς Ναούς, ἀναδημοσιεύουμε τὸ ἐπίκαιρο ἐκεῖνο κείμενο, τὸ ὁποῖο παρὰ τὴν αὐστηρότητά του στὴν διατύπωσι, διατηρεῖ τὴν σημασία καὶ ἀξία του.


Εἴθε οἱ ἐπισημάνσεις καὶ οἱ προτροπές του, ἰδίως ὡς πρὸς τὴν εὐθύνη τῶν λειτουργῶν Ἱερέων μας, νὰ εὕρη ἀπήχησι καὶ νὰ βοηθήση στὴν ἀντιμετώπισι αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ἐπιτυχῶς χαρακτηρίζεται ὡς «ἄτοπον», ποὺ πρέπει νὰ παύση:

 

ΝΑ ΠΑΥΣΗ ΤΟ ΑΤΟΠΟΝ

 

ν ἐκ τῶν ἀτοπημάτων, ἅτινα παρατηροῦνται εἴς τινας Ἐκκλησίας ἡμῶν κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας Λατρείας, εἶναι καὶ ἡ εἴσοδος εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα παντὸς ἀνεξαιρέτως καὶ πάσης ἡλικίας ἀνθρώπου, βουλομένου νὰ εἰσέλθῃ ἐκεῖ, παρὰ τὴν ρητὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ 69ου Κανόνος τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου διακελεύοντος: «Μὴ ἐξέστω τινὶ τῶν ἁπάντων ἐν Λαϊκοῖς τελοῦντι, ἔνδον ἱεροῦ εἰσιέναι Θυσιαστηρίου».


Τὸ κακὸν δὲ καθίσταται ἔτι μᾶλλον αἰσθητὸν ὅταν ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Βήματος εἰσέρχεται καὶ συρφετὸς ὁλόκληρος παιδίων, δῆθεν ἵνα ὑπηρετῶσι τὸν λειτουργὸν Ἱερέα.


ριθμήσαμεν πολλάκις 4 καὶ 6 παιδία ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος ἀτακτοῦντα ἐνίοτε καὶ διαπληκτιζόμενα καὶ ἀλληλοδερόμενα κατέναντι τοῦ φρικτοῦ Θυσιαστηρίου καὶ τοῦ λειτουργοῦ αὐτοῦ. Καὶ εἶναι τῇ ἀληθείᾳ ἀπορίας ἄξιον, πῶς ὁ Ἱερεὺς ἐκεῖνος δύναται νὰ προσεύχηται ἐν τῷ μέσῳ τοιαύτης ἀταξίας· πῶς ἠμπορεῖ νὰ συγκεντρώσῃ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὑψώσῃ τὸν νοῦν του εἰς τὸν Θεὸν καὶ αἰσθανθῇ τὰς ἐκ τοῦ θείου Μυστηρίου τῆς Λειτουργίας ψυχικάς, συγκινητικὰς καὶ κατανυκτικὰς ἀνατάσεις, ὅταν πέριξ αὐτοῦ αἱ συνομιλίαι καὶ αἱ ἀταξίαι τῶν παιδίων δημιουργοῦν περιβάλλον ἀκατάλληλον τοῦ ἱεροῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου διὰ τοιούτου εἴδους πνευματικὰς ἐξάρσεις.


Οἱ γονεῖς τῶν τοιούτων παιδίων ἴσως χαίρουν βλέποντες αὐτὰ ἐντὸς τοῦ ἁγίου Βήματος. Ἀλλ’ ἡμεῖς ἀντιθέτως βλέποντες αὐτὰ μὲ ὁποίαν ἀνευλάβειαν καὶ ἀναισθησίαν προστρίβονται πέριξ τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου, φοβούμεθα μὴ ἡ ἐξοικείωσις αὐτῶν μὲ τὰ πανίερα καὶ πανσέβαστα ταῦτα μέρη, καταστῇ αἰτία νὰ χάσουν ἐκ συνηθείας τὸν ὀφειλόμενον πρὸς αὐτὰ σεβασμὸν καὶ εὐλάβειαν, καθ’ ὅλην τὴν ζωήν των.


Πταίουν δὲ καὶ οἱ Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀνέχονται τὴν κατάστασιν, φοβούμενοι μὴ διώκοντες τὰ παιδία ἐκ τοῦ Ἱεροῦ λυπήσουν τοὺς γονεῖς των. Ἀλλ’ ὄχι· εἶναι ἀνάγκη τὸ ἄτοπον τοῦτο νὰ παύσῃ. Ἕνα φρόνιμον παιδὶ καὶ εὐλαβὲς ἀρκεῖ νὰ ὑπηρετῇ ἐν ἀνάγκῃ τὸν Ἱερέα. Ἀγέλη ὁλόκληρος παιδίων δὲν χρειάζεται, καὶ πρέπει νὰ ἐκβάλλεται ἔξω, ἵνα ὁ Ἱερεὺς μένῃ ἀπερίσπαστος εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του.