Παραινετικά

Ἡ Ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

«Ἀγκαλίζεται χερσίν ὁ πρεσβύτης Συμεών,
τὸν τοῦ Νόμου ποιητήν καί Δεσπότην τοῦ παντός»

 

ὑπό π. Ν. Ν.

Ἁγία, φιλόστοργος καί φιλότεκνος Μητέρα μας Ἐκκλησία, στήν προοπτική τῆς διαρκοῦς ὑπομνήσεως στά φιλόθεα τέκνα της, τοῦ παμμεγίστου Μυστηρίου τῆς θείας ἐν Χριστῷ Οἰκονομίας, μᾶς παρουσιάζει λειτουργικῶς «εἰς εὐτάκτους καιρούς» διάφορα γεγονότα - Ἑορτές, πού ὀνομάζονται «σταθμοί» αὐτῆς τῆς σωτηριώδους Οἰκονομίας, μέ τήν ἱερά στοχοθεσία τῆς «ἐπί τά βελτίῳ» πνευματικῆς προκοπῆς μας καί τῆς ἀνυψώσεώς μας ἀπό τά φθαρτά στά ἄφθαρτα.

YpapantiΣέ κάθε Ἑορτή κατ᾿ ἔτος, οἱ πιστοί μυοῦνται στό μυστήριο τῆς σωτηρίας1. Ἔτσι, ὁ ἑορτασμός ἀποβαίνει ὁ συνεκτικός παράγοντας τῆς ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ. Οἱ Ἑορτές ἀποτελοῦν γεγονός στό ὁποῖο συναντῶνται τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως διαιρέσεων καί ἑνοποιοῦνται στήν κοινή πορεία πρός τήν αἰωνιότητα2. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ Μ. Φώτιος: «Πᾶσα μέν ἑορτή, καί πᾶσα πανήγυρις, καθ᾿ ἥν ὁ τῶν εὐσεβούντων φαιδρύνεται σύλλογος, λύει μέν τάς πρός ἀλλήλους διαφοράς, καί τάς ἔριδας· συνάγει δέ τούς ἀπαλλήλων γνώμῃ διεστῶτας, καί τόν δεσμόν τοῦ φίλτρου στάσει λύσαντας, τήν τῶν Ἀσμάτων συμφωνίαν, παράκλησιν ἔργῳ καταβαλλομένη, πρός τήν τῆς ὁμοφροσύνης ἐπανάκλησιν3» .

Δεσποτοθεομητορική Ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔρχεται ὡς συνέχεια τῆς Ἑορτῆς τῆς Περιτομῆς, τριάντα τρεῖς ἡμέρες μετά ἀπό αὐτήν καί σαράντα μετά ἀπό τήν κατά σάρκα Γέννηση τοῦ Κυρίου. Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στή σχετική περικοπή μᾶς ἀναφέρει τό γεγονός αὐτό καί μᾶς πληροφορεῖ πώς, ὅταν πλησίασαν οἱ ἡμέρες «τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν, κατά τόν νόμον Μωϋσέως», ὁ δίκαιος Ἰωσήφ καί ἡ Ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, μετέφεραν Αὐτόν, ὡς τεσσαρακονθήμερον, γιά νά τόν παρουσιάσουν στό Ναό. Μετέφεραν «τό παιδίον Ἰησοῦν» γιά νά «ἐκκλησιάσουν», θά λέγαμε, μέ τή σημερινή ὁρολογία, «τόν Ἕνα τῆς Τριάδος», Αὐτόν πού εἶναι ὁ καθιδρυτής καί Δομῆτορ τῆς Ἐκκλησίας καί τό κέντρο τῆς Εὐχαριστίας!

πό πλευρᾶς ἱστορικῆς ἐξελίξεως καί καθιερώσεως τῆς Ἑορτῆς θά καταθέσουμε πώς, κατά πρῶτο λόγο, ὁ μοναχός Γεώργιος (ἐπωνομαζόμενος ἁμαρτωλός), ἀκμάσας μεταξύ τῶν ἐτῶν 843-867, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουστίνου Α' (518-527) «ἡ Ὑπαπαντή μετηνέχθη καί ἔλαβεν ἀρχήν ἑορτάζεσθαι Φεβρουαρίῳ μηνί εἰς τήν β΄, γενομένης πρότερον τῇ ιδ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἥτις οὔκ ἐστιν ἐναριθμουμένη ταῖς δεσποτικαῖς ἑορταῖς4».

Δεύτερη ἱστορική μαρτυρία παρέχει ὁ μοναχός καί χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός, πού ἔζησεν τον 11ο αἰῶνα, στό ἔργο του «Σύνοψις Ἱστοριῶν». Ἐκεῖ σημειώνει ὅτι ἐπί τοῦ ἰδίου αὐτοκράτορος, Ἰουστίνου Α' (518-527), «ἐτυπώθη ἑορτάζειν ἡμᾶς καί τήν ἑορτήν τῆς Ὑπαπαντῆς τῆς μέχρι τότε μή ἑορταζομένης5».

Τρίτη ἱστορική μαρτυρία προσφέρει ὁ ἐκκλησιαστικός Ἱστορικός τοῦ 13ου-14ου αἰῶνα Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Αὐτός θά καταθέσει ὅτι ὁ αὐτοκρά-τορας Ἰουστινιανός ο Α' (527-565) «τάττει καί τήν τοῦ Σωτῆρος Ὑπαπαντήν ἄρτι πρώτως, ἁπανταχοῦ τῆς γῆς ἑορτάζεσθαι6».

νεξάρτητα ὅμως ἀπό τά ἱστορικά στοιχεῖα τῆς Ἑορτῆς, πρέπει νά τονισθεῖ πώς ἡ Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου κατατάσσεται στίς Δεσποτικές Ἑορτές καί τό «κλειδί» γιά τήν κατάταξη αὐτή εἶναι ἡ Γ΄ Οἰκ. Σύνοδος τῆς Ἐφέσου, μέ πρόεδρο τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ἡ ὁποία Σύνοδος διεκήρυξε τόν Ἰησοῦν Χριστό φύσει Θεόν καί τήν Παναγία Μητέρα Του, ὄχι ἀνθρωποτόκον, ἤ Χριστοτόκον, ὅπως πρέσβευε ὁ Νεστόριος, ἀλλά ἀληθῆ Θεοτόκον. Καί τό ὄνομα «Θεοτόκος», κατά τόν ἅγιο Ἰω. τόν Δαμασκηνό, «ἅπαν τό μυστήριον τῆς Οἰκονομίας συνίστησιν7».

ρθή, ἑπομένως, θεώρηση τῆς Ὑπαπαντῆς εἶναι ὅτι αὐτή ἀπο¬τελεῖ καί Δεσποτική, ἀλλά καί Θεομητορική ἑορτή, ἄσχετα ἄν τό ἕνα ἤ τό ἄλλο κατά τίς διάφορες ἐποχές ἀμφισβητήθηκε, ἤ τονίσθηκε περισσότερο ἤ ὀλιγότερο, ἀνάλογα μέ τίς ἑκάστοτε ἀναφυόμενες ἱστορικές ἀνάγκες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι γεγονός πάντως, ὅτι ἡ ἔμφαση δόθηκε μετά τίς ἑρμηνευτικές διατυπώσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Γ΄, Δ΄ καί μέ κατάληξη τήν Ζ΄, τήν Σύνοδο ἐκείνη, πού ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα τῆς παραδοχῆς τῆς δυνατότητος ἐξεικονισμοῦ τοῦ Σαρκωθέντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐξεικονίζεται Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί τέλειος κατά τήν ἀνθρωπότητα.

ὑμνολογία τῆς Ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου προέρχεται ἀπό μιά μακροχρόνια ἑρμηνευτική καταγραφή τοῦ συνόλου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μέ τίς Προφητικές προτυπώσεις καί παραδοχές περί τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος λαλεῖ στούς Πατριάρχες, στούς Προφῆτες, στόν Μωϋσῆ, Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος «ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων» συγκαταβαίνει σαρκούμενος γιά νά ἀνακεφαλαιώσει «πᾶσαν τήν πρός ἡμᾶς Οἰκονομίαν» καί Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος εἶναι πνευματικῶς ὁρώμενος στήν Ἐκλησία. Στό πρῶτο «Κάθισμα» τῆς Ἑορτῆς ψάλλει γηθοσύνως ἡ Ἐκκλησία: «Νηπιάζει δι᾿ ἐμέ, ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν, καθαρσίων κοινωνεῖ, ὁ καθαρώτατος Θεός, ἵνα τήν σάρκα πιστώσῃ μου τήν ἐκ Παρθένου». Ἡ παρουσία τῆς Παρθένου, τοῦ Δικαίου Συμεῶνος καί τῆς Προφήτιδος Ἄννης, ὡς αὐτοπτῶν μαρτύρων στήν Ὑπαπαντή, κατά τήν ἰδιαίτερη διακονία ἑκάστου ἐξ᾿ αὐτῶν, πιστοποιεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός Λόγος ἐνηνθρώπησε πραγματικά, «ἀρχήν λαβών χρονικήν8» , καί ὄχι φανταστικά.

Στούς Κανόνες τῆς Ἑορτῆς ὑπάρχει ἀνάλογος ὕμνος, πού ὁμιλεῖ γιά τόν νηπιάσαντα Προαιώνιο Λόγο τοῦ Πατρός. «Νηπιόφρονα, τόν γεγονότα ἀπάτη, πρωτόπλαστον ἔμπαλιν ἐπανορθώσων, Θεός Λόγος νηπιάσας ἐπέφανεν9». Ἑρμηνεύοντας τό Τροπάριο αὐτό ὁ πνευματικός ἐρωδιός τοῦ Ἄθωνος καί μυστηπόλος Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σημειώνει ὅτι ἐπειδή ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ κατέστη ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου ὡς ἕνα ἀνόητο νήπιο κατά τάς φρένας, γι᾿ αὐτό ὁ Πλάστης αὐτοῦ, ὁ Ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐπέφανε ὡς νήπιο, προκειμένου νά τόν ἐπανορθώσει, «συντριβέντα διά τῆς παραβάσεως». Ὅμως, αὐτό δέν σημαίνει πώς ἔγινε νήπιος ὁ Κύριος κατά τό φρόνημα τοῦ Ἀδάμ, ἄπαγε! Διότι, «ποῖος ἄλλος ἦτον συνετώτερος καί σοφώτερος τοῦ Χριστοῦ καί νηπίου ὑπάρχοντος, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή ἦτον ἑνωμένη καθ᾿ ὑπόστασιν μέ τήν ἐνυπόστατον σοφίαν τοῦ Πατρός10»; Ἀλλά ἔγινε, λέγει, νήπιο μόνο κατά τήν σωματική ἡλικία, ὡς τέλειος ἄνθρωπος.

Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πού ἀγωνίζονται στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, παρακαλοῦν μυστικά τόν Προαιώνιο Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν νηπιάσαντα χάριν τῆς σωτηρία τους, Κύριο τῆς Δόξης, γιά μιά θεία ὑπαπαντή, γιά μιά ὑπάντηση μυστική μαζί Του. Αὐτή εἶναι μιά ἔντονη, κατά τούς Πατέρες, γεύση τῆς Χάριτος, πού μπορεῖ νά χαρίσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο πού ἀγωνίζεται, πρίν ἀπό τήν ἔξοδό του ἀπό τόν παρόντα κόσμο. «Νῦν ἀπόλυσιν ζητῶ, ἀπό σοῦ τοῦ πλαστουργοῦ», εὔχεται ὁ πρεσβύτης Συμεών, ὅταν καταξιώθηκε νά δεῖ «τό σωτήριον Φῶς». Ἔτσι καί ὁ κάθε πιστός, πρίν τήν ἀναχώρησή του ἀπό τόν «νῦν αἰῶνα», ζητεῖ ἐσωτερικά αὐτή τή ἐποψία τοῦ «σωτηρίου Φωτός», τή θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό τή ζωή αὐτή, ὡς προγευστρίδα τῆς αἰωνίου χαρᾶς καί ἀλήκτου μακαριότητος…


1. Γ. Φίλια, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές στή Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002,

2. σελ. 12. ὅ.π. 

3. Μ. Φωτίου, Λόγος εἰς τό γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 102, 548 Α. 

4. Χρονικόν IV, PG 10, 777.

5. PG 121, 780.

6. Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ιζ΄, κεφ. κή, PG 147, 292.

7. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 3, 12, PG 94, 1029C.

8. Βλ. Δοξαστικόν Ἑσπερίων, ἦχ. πλ. Β΄.

9. Τροπάριον Κανόνος Γ΄ Ὠδῆς.

10. Βλ. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, Τόμ. Α΄, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 342.