Παραινετικά

Ἔλα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ γενοῦ ἄνθρωπος!

Ἱεροῦ Χρυσοστόμου

Ποῦ περιπατεῖς, ὦ ἄνθρωπε τώρα; Εἰς τὴν ἀγοράν; Καὶ τί θέλεις νὰ συνάξῃς ἐκεῖ; Λάσπην καὶ πηλόν; Ἀλλὰ καλλίτερα ἔλα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔπαρε ἀπὸ ἐμὲ μῦρον.

ag.xrysostomosΤί συνάζεις χρήματα ὅπου χάνονται; Τί θέλεις τὴν φιλαργυρίαν; Ὅπου εἶναι ἕνας δυνάστης; Τί θέλεις ταῖς ἐξουσίαις, ποὺ χάνονται; Τί συναθροίζεις πολλὴν περιουσίαν, ὅπου εἶναι σήμερον, καὶ αὔριον δὲν εἶναι; Τί τρυγᾶς μόνον τὰ λουλούδια καὶ ἀφίνεις τὸν καρπόν; Τί τρέχεις ὄπισθεν ἀπὸ τὸν ἴσκιον, καὶ δὲν φθάνεις νὰ πιάσῃς τὴν ἀλήθειαν; Τί ἀκολουθεῖς τὰ πράγματα, ὅπου χάνονται, καὶ δὲν ζητεῖς ἐκεῖνα, ὅπου μένουν; Διότι κάθε ἄνθρωπος εἶναι, ὡς τὸ χλωρὸν χορτάρι, καὶ κάθε δόξα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ὡς τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ, ἀλλ΄ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πάντοτε δὲν χάνεται.

Ἔκαμες πολλὰ χρήματα; Καὶ τοῦτο τί ὄφελος εἶναι τῆς ψυχῆς; Ἔγεινες πλούσιος εἰς τὰ χρήματα καὶ πτωχὸς εἰς τὴν ψυχήν· εἶσαι στολισμένος μὲ τὰ φύλλα, καὶ πτωχὸς ἀπὸ τὸν καρπόν. Τί τὸ ὄφελος, εἰπέ μοι! Ἐπῆρες χρήματα τὰ ὁποῖα μέλλεις νὰ τὰ ἀφήσῃς ἐδῶ· ἐπῆρες ἐξουσίαν καὶ ἀφεντίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν γεννᾶται ἐπιβουλὴ εἰς τὸν ἑαυτόν σου.

Ἔλα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀπόλαυσε λόγια ἐνάρετα, σκόρπισε τὰ ἀνομήματά σου, καθάρισαι τὸν λογισμόν σου, κάμε ὑψηλὸν τὸν νοῦν σου, γενοῦ ἄνθρωπος καὶ ἄγγελος! Ἄφησε τὴν φύσιν τῆς σαρκός, καὶ πάρε ἐλαφρὸν τὸ πτερὸν τῆς ζωῆς· ἐλευθέρωσαι τὸν ἑαυτόν σου ἀπὸ τὰ βλεπόμενα· ἀνέβα εἰς τοὺς οὐρανούς, χόρευε μὲ τοὺς ἀγγέλους, παραστάσου εἰς τὸ ἐπάνω κριτήριον τὸ ὑψηλόν, ἄφησαι τὸν καπνὸν καὶ τὴν σκιὰν καὶ τὸ χορτάρι καὶ τὴν ἀράχνην· διότι δὲν ἠξεύρω τί ὄνομα πρέπον νὰ βάλω εἰς τὴν ταπεινότητα καὶ τὴν εὐτέλειαν τῶν πραγμάτων.

Ταῦτα λέγω τὸ λοιπόν, καὶ δὲν θέλω παύσει νὰ τὰ λέγω· ἔλα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ γενοῦ ἄνθρωπος, διὰ νὰ μὴ εἶναι ἡ ὀνομασία σου ψεύτικη, ὅπου λέγεσαι ἄνθρωπος. Ἐγνωρίσατε αὐτὸ ὅπου σᾶς εἶπα; Ἄνθρωπος εἶναι, λέγει. Τί τοῦ λέγεις νὰ ἔλθῃ νὰ γενῇ ἄνθρωπος; Ναὶ ἄνθρωπος εἶναι πολλάκις μὲ τὸ ὄνομα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ποτὲ μὲ τὸ φρόνημα ἄνθρωπος, διότι ὁπόταν ἰδῇς ἄνθρωπον πῶς ζῇ τὴν ζωήν του ὡς ἄλογον ζῶον, πῶς νὰ τὸν ὀνομάσῃς ἄνθρωπον καὶ ὄχι βόδι; Ὁπόταν τὸν ἰδῇς πῶς ἁρπάζει, πῶς νὰ τὸν ὀνομάσῃς ἄνθρωπον καὶ ὄχι λύκον; Ὁπόταν τὸν ἰδῇς ὅπου πορνεύει, πῶς νὰ τὸν ὀνομάσῃς ἄνθρωπον καὶ ὄχι χοῖρον; Ὁπόταν τὸν ἰδῇς πῶς εἶναι δολερός, πῶς νὰ τὸν εἰπῇς ἄνθρωπον καὶ ὄχι ὄφιν; Ὁπόταν τὸν ἰδῇς ὅπου ἔχει φαρμάκι, πῶς νὰ τὸν εἰπῇς ἄνθρωπον καὶ ὄχι ἀσπίδα; Ὁπόταν τὸν ἰδῇς πῶς εἶναι ἀνόητος, πῶς νὰ τὸν εἰπῇς ἄνθρωπον καὶ ὄχι γάϊδαρον; Ὁπόταν τὸν ἰδῇς ὅπου κυνηγᾷ ταῖς γυναῖκες, πῶς νὰ τὸν εἰπῇς ἄνθρωπον καὶ ὄχι ἄλογον, ὅπου μαίνεται εἰς ταῖς φοράδαις; Ὁπόταν τὸν ἰδῇς πῶς εἶναι ἀπειθὴς καὶ ἄγνωστος, πῶς νὰ τὸν εἰπῇς ἄνθρωπον καὶ ὄχι λίθον;

Ἐπῆρες ἀπὸ τὸν Θεὸν ἄνθρωπε εὐγένειαν; Διατί προδίδεις τὸ καλὸν τῆς φύσεως, ὅπου ἐπῆρες; Εἰπέ μοι, τί κάμνεις; Ἄλλοι ἄνθρωποι ἔχουν τέχνην νὰ φέρουν, ὅσον εἶναι δυνατόν, τὰ ἄλογα ζῶα εἰς τὴν ἀνθρωπίνην εὐγένειαν, καὶ παιδεύουσι τοὺς ψιττακούς, καὶ λαλοῦσι φωνὴν ἀνθρωπίνην, ἀναγκάζουσι μὲ τὴν τέχνην τὴν ἄλογον φύσιν νὰ γίνῃ λογική, ἡμερώνουν τὰ λεοντάρια καὶ τὰ σύρουν εἰς τὴν ἀγοράν. Τὸ λεοντάρι τὸ ἄγριον ἡμερώνεις ἄνθρωπε, καὶ τὸν ἑαυτόν σου κάμνεις ἀγριώτερον ἀπὸ τὸν λύκον; Καὶ τὸ χειρότερον, ὅτι καθ΄ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄλογα, ἕνα ἐλάττωμα ἔχει· ὁ λύκος ἔχει ὀλίγον ἐλάττωμα εἰς τὸ νὰ ἁρπάζῃ, ὁ ὄφις εἰς τὸ νὰ ἦναι δολερός, ἡ ἀσπίδα εἰς τὸ νὰ ἦναι φαρμακερή, ἀλλὰ εἰς τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον καὶ ἄτυχον δὲν εἶναι τοῦτο· διότι ὁ κακὸς ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἕνα κακὸν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ γίνεται καὶ ὡς τὸν λύκον ἁρπακτικός, καὶ τὸν ὄφιν δολερός, καὶ ὡς τὴν ἀσπίδα φαρμακερός, καὶ τὰς κακίας τῶν ἀλόγων ζώων τὰς ἔχει μαζωμένας εἰς τὴν ψυχήν του.

Πῶς λοιπὸν νὰ σὲ εἰπῶ, καὶ νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπον, ἀφοῦ δὲν ἔχεις εἰς τὸν ἑαυτόν σου τὸ σημάδι τὸ Βασιλικόν, οὐδὲ τὸ στεφάνι τὸ Βασιλικόν; Δὲν ἔχεις τὸ Βασιλικὸν φόρεμα· διότι ὁ Θεὸς λέγει, ἄς κάμωμεν ἄνθρωπον, νὰ ἦναι κατὰ τὴν εἰκόνα τὴν ἰδικήν μας, καὶ κατὰ τὴν ὁμοιότητά μας, καὶ ἐσὺ ἔρριψες τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν ταπεινότητα τῶν ἀλόγων ζώων. Ἄν ἰδῇς ἕνα Βασιλέα, ὁ ὁποῖος νὰ ῥίξῃ τὸ Βασιλικόν του φόρεμα καὶ τὸ στεφάνι του, καὶ νὰ περιπατῇ ὁμοῦ μὲ τοὺς στρατιώτας, καὶ νὰ προδίδῃ τὸ μεγαλεῖον του, πῶς νὰ εἰπῇς καὶ νὰ ὀνομάσῃς τὸν τοιοῦτον Βασιλέα;

Εἶσαι καὶ σὺ ἄνθρωπος; Μὴ μοῦ δείξῃς τὸ λοιπὸν πῶς ἔχεις ψυχὴν ἀνθρώπου, ἀλλὰ δεῖξαι ἄν ἦσαι ἄνθρωπος κατὰ τὸ φρόνημα. Εἶσαι ἀνώτερος τῶν ἀλόγων ζώων, καὶ ἔπειτα εἶσαι δοῦλος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ ἰδικά σου πάθη; Καὶ θέλει μοῦ εἰπεῖ κάθε εἷς ἀπὸ σᾶς· πῶς νὰ γενῶ ἄνθρωπος; Τότε γίνεσαι ἄνθρωπος, ἄν νικήσῃς μὲ τὸν λογισμὸν τὰ πάθη ἐκεῖνα τῆς σαρκὸς τὰ ἄλογα, ἄν διώξῃς ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου τὴν πορνείαν, ἄν διώξῃς τὴν ἄκαιρον ἐπιθυμίαν τῶν χρημάτων, ἄν διώξῃς τὴν κακὴν αὐτὴν τυραννίδα, ἄν κάμῃς τὸ χωράφι σου καθαρόν, δηλ. τὴν ψυχήν σου. Πῶς νὰ γίνῃς ἄνθρωπος ζητεῖς; Ἄν συχνάζῃς ἐδῶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπου γίνονται οἱ ἄνθρωποι· ἄν σὲ ἐννοήσω ποῦ εἶσαι ἄλογον, σὲ κάμνω ἄνθρωπον· ἄν σὲ ἐννοήσω ποῦ εἶσαι λύκος, σὲ κάμνω ἄνθρωπον· ὄχι νὰ σοῦ ἀλλάξω τὴν φύσιν, ἀλλὰ νὰ σοῦ μεταφέρω τὴν κακὴν προαίρεσιν, καὶ νὰ τὴν ἀλλάξω· καὶ νὰ τὴν κάμω καλήν.

Ἀλλὰ τί λέγει κάθε εἷς; Ἐγὼ ἔχω παιδία, θέλω νὰ διευθύνω τὸ σπῆτί μου, θέλω νὰ ἐπιμεληθῶ τὴν γυναῖκά μου· εἶμαι πτωχός, προσπαθῶ νὰ συνάξω τὴν ἀναγκαίαν τροφήν μου, καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἔλθω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, νὰ γίνω ἄνθρωπος, καθὼς μοῦ λέγεις σύ. Αὐτὰ ὅλα εἶναι πρόφασις ἰδική σου· διότι, ἄν ἐγὼ σὲ ἐκράτουν ἐδῶ πάντοτε, καὶ δὲν ἤθελα νὰ σὲ ἀφήσω νὰ εὔγῃς ποσῶς ἔξω, καλὰ θὰ ἤθελες μὲ εἰπεῖ, μάλιστα ἄξιος εἶναι ὁ Θεός σου, ἄν καὶ εὑρίσκεται ὅλην τὴν ἡμέραν ἐδῶ, πρέπει νὰ περισσεύουν τὰ ὑπάρχοντά σου.

Ὅμως ἐγὼ οὐδὲ τοῦτο σὲ ἀναγκάζω, οὐδὲ σοῦ λέγω καθ΄ ἡμέραν ἔρχου, καὶ κάθου ἐδῶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· δύο φοραῖς τὴν ἑβδομάδα, τί βαρὺ εἶναι νὰ ἔρχεσαι, ἤ τί φόρτωμα; Καὶ οὐδὲ ὅλην τὴν ἡμέραν σοῦ λέγω νὰ κάθεσαι ἐδῶ, ἀλλ΄ ὀλίγην ὥραν τῆς ἡμέρας. Ἔλα, ἄνθρωπε, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, δέξου νοητὰ νοήματα, διὰ νὰ μὴ δεχθῇς πληγάς· πάρε ἅρμα, ὄχι νὰ καταρρίξῃς, καὶ νὰ φονεύσῃς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ κάμῃς τὴν ἀγορὰν Ἐκκλησίαν· ἔλα πάρε ἅρμα, διὰ νὰ σὲ φυλάξῃ, διὰ νὰ μὴ πάρῃς πληγὴν βλαπτικήν. Στάσου εἰς τὸν πόλεμον, μόνον ἄς εἶσαι ἁρματωμένος· στάσου εἰς τὸν ἅγιον τόπον, μόνον ἔχε καθαρὰ ὀμμάτια· εὔγα ἀπὸ τὸν λιμένα, μόνον κυβέρνα τὸ καράβι σου καλά.

Ὅλα ἠμπορεῖς νὰ τὰ μάθῃς, καὶ δὲν θέλεις, ἀλλὰ εὐγαίνεις εἰς τὸν κοσμικὸν πόλεμον γυμνὸς ἀπὸ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Βάλε εἰς τὸν νοῦν σου, πόσον καλὸν εἶναι, νὰ εὔγῃς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπου νὰ καταφρονῇς ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, καὶ νὰ πατῇς ὅλα τὰ λυπηρά, καὶ νὰ γίνεσαι καὶ ὑψηλότερος ἀπὸ τὰ καλά· καὶ μήτε εἰς τὰ καλὰ νὰ ἐπαίρεσαι, μήτε εἰς τὰ κακὰ νὰ καταπέφτῃς, καθὼς ἦτον ὁ Ἰώβ, ὁ ὁποῖος μήτε ἀπὸ τὴν πτωχείαν ἐκατάπεφτε, μήτε ἀπὸ τὸν πλοῦτον ἐπαίρετο, ἀλλ΄ εἰς τὴν ἀνωμαλίαν τῶν πραγμάτων ἐφύλαγε τὴν γνώμην του ἴσιαν. Ἔλα πάρε ἅρμα ἀπὸ ἐμένα· καὶ ποῖον ἅρμα; Τὸ ὁποῖον σοῦ ἐγγυᾶται νὰ σὲ σώσῃ!...


 Βλ. Μαργαρῖται ἤτοι Διάφοροι Λόγοι τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἑτέρων Ἁγίων Πατέρων, πεζευθέντες εἰς ἁπλῆν γλῶσσαν πρὸς κοινὴν τῶν Ὀρθοδόξων ὠφέλειαν - Ἐπιμέλεια ἐκδόσεως παρ΄ Ἱερομονάχου [εἶτα Ἐπισκόπου Κυκλάδων] Παρθενίου Σκουρλῆ, ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1979, Λόγος Τέταρτος, σελ. 22-24.