Ἀνακοινώσεις

Γιὰ τὴν Συνάντηση Πάπα καὶ πατριάρχου στὰ Ἱεροσόλυμα

Ἀνακοίνωση


Ἀθήνα, 22-5/4-6-2014


    Ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, ὑπὸ τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο κ. Καλλίνικο, προβαίνει στὴν ἑξῆς Ἀνακοίνωση περὶ τῆς προσφάτου Οἰκουμενιστικῆς Συναντήσεως τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου καὶ τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου στὰ Ἱεροσόλυμα:


1. Ἡ Συνάντηση αὐτὴ ἦταν ὡς γνωστὸν ἐπετειακὴ γιὰ τὴν συμπλήρωση 50 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ’ καὶ τοῦ Οἰκουμενιστοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρου τοῦ 1964. Τότε, στὸ γεγονὸς ἐκεῖνο ποὺ χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτές του ὡς «κοσμοϊστορικό», Πάπας καὶ πατριάρχης μεταξὺ ἄλλων σὲ «μυστικὴ ὁμιλία» τους ἔκαναν «κοινὸ πρόγραμμα», γιὰ τὴν προώθηση τῆς οἰκουμενιστικῆς τους Ἑνώσεως. Ἡ Συνάντηση ἐκείνη ἔγινε διαρκούσης τῆς Β’ Βατικανῆς συνόδου (1962-5) τῶν Παπικῶν, διὰ τῆς ὁποίας αὐτοὶ προέβησαν στὴν «ἐπίθεση ἀγάπης», ὅπως προσφυῶς χαρακτηρίσθηκε, στὰ οἰκουμενιστικὰ δρώμενα καὶ μάλιστα στὴν σχέση τους μὲ τοὺς ἐπισήμους Ὀρθοδόξους, βάσει τοῦ ΡωμαιοκεντρικοῦΠαποκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ τους, γιὰ τὴν ἐπίτευξη μιᾶς ἑνώσεως οὐνιτικοῦ τύπου, γιὰ μία νέα οἰκουμενιστικὴ Οὐνία.


Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 1964 ἔγινε κατόπιν ἐπιμόνου αἰτήσεως καὶ προσπαθειῶν τοῦ Οὐνίτου «πατριάρχου» Μαξίμου τοῦ Δ’· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τότε Πάπας Παῦλος ΣΤ’ πρὸ τῆς Συναντήσεως μὲ τὸν Ἀθηναγόρα εἶχε θερμὴ συνάντηση μὲ τοὺς Οὐνῖτες προκαθημένους, στοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε κλήση διατηρήσεως τῶν παραδόσεων καὶ τῶν λειτουργικῶν τυπικῶν τους· γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὴν Συνάντηση μὲ τὸν Ἀθηναγόρα, κάλεσε τοὺς «κεχωρισμένους ἀδελφούς», δηλαδὴ τοὺς ὀρθοδόξους, σὲ ἕνωση στὴν μία ποίμνη του, προβάλλοντας τὸ «Πρωτεῖο» καὶ τὸ «Ἀλάθητό» του!


2. Καὶ ἐνῶ ἡ Συνάντηση ἐκείνη, ἡ ὁποία σήμανε πράγματι τὴν «ἔναρξη μιᾶς νέας φάσεως» στὶς σχέσεις ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, προσέκρουσε στὴν σφοδρὴ ἀντίδραση ἐπιφανῶν Κληρικῶν, Μοναχῶν Ἁγιορειτῶν, καὶ τῆς πλειοψηφίας τοῦ ποιμνίου, οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ ἔσπευσαν ἀκάθεκτοι στὴν ξέφρενη Οἰκουμενιστική τους πορεία, ἡ ὁποία ἦταν καὶ εἶναι σὲ πλήρη ἀντίθεση πρὸς τὴν Συνοδική, Πατερικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ χαρακτηριστικὴ πράξη τὴν γνωστὴ «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» τοῦ 1965. Ὁ πεπτωκὼς Ἀθηναγόρας, προτιμῶν τὸ «νόμισμα τῆς ἀγάπης», ὅπως αὐτὸς τὴν ἐννοοῦσε, διεκήρυσσε ὅτι ὀρθόδοξοι καὶ Παπικοὶ ἀποτελοῦν «μία Ἐκκλησία καὶ μία θρησκεία»!


Ὁ δὲ ἀπὸ τοῦ 1980 ἐναρξάμενος λεγόμενος «Διάλογος τῆς Ἀληθείας» ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, ὁδήγησε στὴν γνωστὴ «Βελεμένδιο Συμφωνία» στὸν Λίβανο τὸ 1993, ὅταν ἀμφότεροι αὐτο-ανακηρύχθηκαν, χωρὶς βεβαίως νὰ ἔχουν ἐπιλυθεῖ οἱ δογματικὲς καὶ ἄλλες διαφορὲς μεταξύ τους, «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες», οἱ ὁποῖες δῆθεν κατέχουν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, τὴν μετοχὴ στὰ αὐτὰ μυστήρια, καὶ ἰδίως στὴν μία ἱερωσύνη καὶ ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων.


Ἡ Οὐνία ἐπίσης, ἐνῶ καταδικάσθηκε μετὰ τὴν ἔξαρση τῶν βιαιοτήτων της εἰς βάρος τῶν ὀρθοδόξων (1990 ἑ.), οὐσιαστικὰ ἀναγνωρίσθηκε καὶ οἱ ἐκπρόσωποί της ἔγιναν ἀποδεκτοὶ ὡς συνομιληταὶ στὸν Διάλογο.


Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν θρίαμβο τῆς Παπικῆς διπλωματίας καὶ τακτικῆς. Οἱ Παπικοὶ ἔφθασαν νὰ ὑποστηρίζουν, ὅτι χρειάζεται ἕνας νέος τύπος Πρωτείου γιὰ τὶς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, καὶ ὅτι ἑνότητα σημαίνει διατήρηση τῆς διαφορετικότητος, ἐπανασύσταση κοινωνίας, πνευματικὸ ἐμπλουτισμὸ καὶ ἀνταλλαγὴ θείων δωρημάτων. Οἱ δὲ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ ἀποδέχονται τὰ περὶ «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ὅτι ἡ «Ἐκκλησία εἶναι διεσπασμένη» καὶ ὅτι προσπαθοῦν μὲ ὅλα τὰ οἰκουμενιστικὰ ἐφευρήματά τους νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν «πλήρη κοινωνία» καὶ ἑνότητά τους, ἡ ὁποία ὅμως ἤδη κατ’ αὐτοὺς βιώνεται καὶ ἐκφράζεται μὲ τὶς συμπροσευχές, τὶς κοινὲς διακηρύξεις καὶ τὴν συνεργασία σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, γιὰ δῆθεν «κοινὴ μαρτυρία» πίστεως στὸν κόσμο.


Πάντα ταῦτα ἀποτελοῦν ἀνεπίτρεπτη νομιμοποίηση ἐκκλησιολογικὰ τῆς ἑτεροδοξίας καὶ ἐξίσωσή της μὲ τὴν ὀρθοδοξία, ὅπως ὀρθὰ ἐπισημάνθηκε, ἐνῶ οἱ Παπικοὶ ἐμμένουν στὶς παλαιὲς καὶ σύγχρονες αἱρέσεις καὶ πλάνες τους· οἱ ἐκκλησιολογικοὶ αὐτοὶ νεωτερισμοὶ καὶ οἱ ἐκκλησιολογικὲς αὐτὲς παραδοξότητες, οἱ ὁποῖες ἀλλοιώνουν σαφῶς τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποδεικνύουν οὐσιαστικὰ τὴν μεγίστη διάβρωση τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν καὶ τὴν οὐνιτοποίησή τους.


3. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἡ ἐπετειακὴ Συνάντηση Πάπα Φραγκίσκου καὶ πατριάρχου Βαρθολομαίου πρὸ ἡμερῶν στὰ Ἱεροσόλυμα (Κυριακὴ Τυφλοῦ, 25-5-2014), ἀποτέλεσε ἄλλον ἕνα σημαντικὸ σταθμὸ στὴν «μὴ ἀναστρέψιμη» οἰκουμενιστική τους ἀκαταστασία καὶ ἀποστασία.


Ὁ Οἰκουμενιστὴς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διεκήρυξε τὴν πιστὴ συνέχιση τῆς ὁδοῦ, ποὺ ἐχάραξαν «φωτεινοὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες», ὅπως ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ’ τὸ 1964· οἱ δὺο αὐτοὶ «ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες» «ἀπεστάλησαν» δῆθεν «ἀπὸ Θεοῦ», γιὰ νὰ ὑπερβοῦν ἄφοβα τὴν διάσπαση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, κάτι ποὺ οὐδεὶς ἐκ τῶν «ἱερῶν ἀνδρῶν» Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως κατόρθωσε κατὰ τὴν δεύτερη χιλιετία!   

 
Στὴν δὲ «Κοινὴ Δήλωσή» τους, Πάπας καὶ πατριάρχης, θεωρούμενοι ὡς μέλη τῆς αὐτῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας καὶ ἀλληλο-αναγνωριζόμενοι ἐκκλησιαστικῶς, ἔστω καὶ χωρὶς ἀκόμη πλήρη κοινωνία, συνομολογοῦν ὅτι βαδίζουν μέσῳ τοῦ Διαλόγου -καὶ ὄχι μόνον μέσῳ αὐτοῦ- στὴν ἀναζήτηση τῆς «ἀνταλλαγῆς τῶν δώρων» καὶ τὴν «κατανόηση συνόλου τῆς Ἀληθείας»! Καὶ ὅλα αὐτά, συνευχόμενοι, συνευλογοῦντες, συνυπογράφοντες, δίδοντες «κοινὴν μαρτυρίαν» καὶ συνεργαζόμενοι ὑπὲρ δῆθεν τοῦ καλοῦ τῆς ἀνθρωπότητος, τασσόμενοι μάλιστα ὑπὲρ τοῦ διαθρησκειακοῦ ἀνοίγματος, γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου.


Παράλληλα, ἔγιναν νύξεις γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ πολυποθήτου ἀπὸ αὐτοὺς κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, γιὰ κοινωνία ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ χωρὶς πραγματικὴ δογματικὴ ἑνότητα, ἀπεκαλύφθη μάλιστα καὶ ἡ πρόθεσή τους νὰ συγκαλέσουν ἀπὸ κοινοῦ Οἰκουμενι(στι)κὴ σύνοδο στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 2025!...
Ὅμως, ἡ «ἀνεξήγητη» πυρκαϊὰ στὸ Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν Βηθλεὲμ μία μόλις ἡμέρα μετὰ τὰ Οἰκουμενιστικὰ ἔκτροπα, ἀποτελεῖ ἕνα σαφὲς σημεῖο θείας ἀποστροφῆς ἔναντι πάντων τούτων.


Ἐν τούτοις, ὅλα αὐτὰ χαρακτηρίσθηκαν ἀπὸ λαλίστατο μητροπολίτη τῆς Καινοτόμου ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔχοντος φήμην παραδοσιακοῦ, ὡς «εὐφυὴς διπλωματία» τοῦ Φαναρίου! Ἀπὸ γραφεῖο δὲ τῆς μητροπόλεως αὐτοῦ ἐξαπολύθηκε πρὸ ὀλίγου καιροῦ ἕωλο (μπαγιάτικο) κατηγορητήριο ἐναντίον ἡμῶν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀνάξιο σημασίας καὶ προσοχῆς ὡς ἀντιμετωπισθὲν ἐπαρκῶς κατὰ τὸ παρελθόν, ἀλλὰ καὶ πρόσκληση γιὰ Διάλογο ἡμῶν μὲ τὴν Καινοτόμο ἐκκλησία, προκειμένου νὰ «ἐπανενταχθοῦμε» σὲ αὐτήν, καίτοι οἱ πλεῖστοι ἐξ ἡμῶν δὲν ἀνήκαμε ποτὲ στοὺς Καινοτόμους ὥστε νὰ χρειαζόμαστε «ἐπανένταξη» (!), ἐξ ἀφορμῆς τοῦ εὐχάριστου γεγονότος τῆς Ἑνώσεώς μας σὲ μία Σύνοδο μὲ τοὺς πρώην Ἐνισταμένους Ἀδελφοὺς τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου!    


4. Ἡ χαρμόσυνη Ἕνωσή μας ἐν τῇ Γνησίᾳ Ὀρθοδοξίᾳ τοῦ παρελθόντος Μαρτίου, ἐπιτεύχθηκε σὺν Θεῷ βάσει τοῦ Κοινοῦ Ἐκκλησιολογικοῦ Κειμένου «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικά». Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ προέλαβε τὰ καταιγιστικὰ οἰκουμενιστικὰ γεγονότα, μὲ κορυφαῖο αὐτὸ τῶν Ἱεροσολύμων, διὰ τῆς συνυπογραφῆς μας Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζει ἀποτελεσματικὰ τὴν Αἵρεση, προβαίνει σὲ ἀποκαλυπτικὲς διαπιστώσεις καὶ παρέχει τὰ σωτήρια φάρμακα γιὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ σωστικοῦ ἔργου Της.


Βάσει λοιπὸν καὶ τοῦ προσφάτου κοινοῦ μας Ὁμολογιακοῦ Κειμένου, ὁ πεπτωκὼς πατριάρχης Βαρθολομαῖος, βαδίζων στὰ ἴχνη τοῦ δυστυχοῦς Ἀθηναγόρου, εἶναι ψευδεπίσκοπος καὶ ψευδοδιδάσκαλος, οἱ δὲ κοινωνοῦντες μετ’ αὐτοῦ, ἀδιαφοροῦντες ἤ ἀνεχόμενοι ἤ ἀποδεχόμενοι τὸ φρόνημα καὶ τὶς πρακτικές του, συναπόλλυνται μὲ αὐτὸν καὶ δὲν εἶναι Κανονικοὶ καὶ Κοινωνικοί. Ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ ἐφαρμογὴ ὅλων τῶν κατακρίτων πρακτικῶν του, τῶν ἀρνουμένων τὴν ἐκκλησιολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, ἀποξενώνει τοὺς Καινοτόμους ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ δὲ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴν συνέχεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.


Συνεπῶς, καλοῦμε τοὺς ἐγκλωβισμένους στὴν Καινοτομία σὲ παύση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς φορεῖς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σὲ ἐφαρμογὴ τῆς Ἀποτειχίσεως γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς Μοναδικότητος, Ἑνότητος καὶ Καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς μαρτυρία Πίστεως καὶ κλήση Μετανοίας τῶν ἐκτραπέντων, καθὼς καὶ σὲ ἔνταξή τους στὴν Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


Ἐπὶ δὲ τῆς ἐκκλήσεως γιὰ Διάλογο μὲ τὴν Καινοτόμο ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἔχει αὐτὸς νόημα, πρέπει νὰ εἰδωθεῖ στὸ φῶς ὅλων τῶν ἀνωτέρω. Αὐτὸς νοεῖται μόνον ὡς ἀποβλέπων στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Καινοτόμου ἐκκλησίας ἀπὸ τὰ Οἰκουμενιστικὰ δεσμά της, προκειμένου νὰ ἐπανέλθει στὴν Ὀρθόδοξη τροχιά, ὥστε ἀπὸ κοινοῦ νὰ ἐπισπεύσουμε τὴν δραστικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ ποικιλομόρφου Συγκρητισμοῦ. Ὅσο ὅμως αὐτὴ κωφεύει ἐπιδεικτικὰ καὶ περιφρονητικὰ στὶς ἐκκλήσεις τῶν μετρημένων στὰ δάκτυλα τῆς μιᾶς χειρὸς θεωρητικὰ ἀντι-οικουμενιστῶν δικῶν της ἐπισκόπων, γιὰ ὀρθοδοξοποίησή της, δεικνύει τὸ ἀνίατον τῆς καταστάσεώς της καὶ τὴν μὴ ἐπιδεκτικότητά της βοηθείας ἀπὸ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους, πρὸς σωτήριον ἀνάνηψιν καὶ ἐπιστροφήν.


Ὅσο διογκώνεται ἡ διαδικασία τῆς «ἀποστασίας» μὲ πράξεις ὅπως αὐτὴ τῆς Συναντήσεως Πάπα καὶ πατριάρχου στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ καὶ ὅσων παρομοίων ἀκολουθοῦν καὶ θὰ ἀκολουθήσουν, τόσο ἡ εὐθύνη τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας Ἑλλάδος καὶ Ἐξωτερικοῦ μεγαλώνει, γιὰ ἄσκηση στὴν μετάνοια καὶ προσευχή, γιὰ διακράτηση πάσῃ θυσίᾳ τοῦ θησαυροῦ τῆς Πίστεως, γιὰ διαφύλαξη ἕως θανάτου τῆς καλῆς Παρακαταθήκης, μὲ Ὁμολογία τῆς Ἀληθείας ἐν Ἀγάπῃ, γιὰ ἀληθινὴ ἱεραποστολικὴ μαρτυρία καὶ γιὰ φιλάνθρωπη διακονία ὅσων ἔχουν ἀνάγκη.


Ἀδελφοί, «γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε», καὶ ὁ Θεὸς τῆς Εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν!

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου