Ἱστορικά

Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος πρ. Φλωρίνης γιὰ τὴν ἀπόπειρα τροποιήσεως τοῦ Συντάγματος το 1936

 Εἰσαγωγικὲς Σκέψεις

Στὸ ἐπίσημο Περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας μας «Ἡ Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας», τεῦχος 1ον (Β΄ Περιόδου) τοῦ ἔτους 1936, στίς 22 Ἰουνίου, σελ. 4, ὑπάρχει δημοσιευμένο ἄρθρο τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου πρ. Φλωρίνης, τὸ ὁποῖο σχολιάζει τὸ ζήτημα ἐπιχειρουμένης τότε τροποποιήσεως τῶν περὶ Θρησκείας ἄρθρων τοῦ Συντάγματος.

Φυσικὰ πρώτη στὸ στόχαστρο τῶν τότε «ἐκσυγχρονιστῶν», ὅπως καὶ τώρα, ἦταν ἡ φράση «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Ἄλλη προτεινόμενη ἀλλαγὴ ἦταν ἡ ἀντικατάσταση ἐκφράσεως (ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ τηρῇ) «ἀπαρασαλεύτως ὡς ἐκεῖναι (δηλαδὴ οἱ ὁμόδοξες τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίες) τούς τε ἱεροὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς Κανόνας καὶ τὰς ἱερὰς παραδόσεις» ἀπὸ τὴν ἔκφραση: (ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ τηρῇ) «ἀπαρασαλεύτως ὡς ἐκείνη (δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως) τοὺς Δογματικοὺς Κανόνας».

Ἅγιος Χρυσόστομος πρ. Φλωρίνης, τοῦ ὁποίου τὸ πρώτιστο μέλημα ἦταν ἡ ἐπαναφορὰ τῆς ἐπίσημης ἐκκλησίας στὴν τροχιὰ τῶν Παραδόσεων, διαπίστωσε τὸν κίνδυνο παγιώσεως τῆς Καινοτομίας καὶ ἀναφέρεται ἐκτενῶς στὴν διαφορὰ τῆς ἐκφράσεως «ὡς ἐκείνη» ἀντὶ τῆς «ὡς ἐκεῖναι», συμφωνῶντας μὲ τὴν ἑρμηνεία ποὺ κάνουμε καὶ ἐμεῖς στὴν ἐρωταπόκριση 13 τοῦ δημοσιεύματος «Περὶ τοῦ Νόμου 4301». Αὐτὴ ἡ διαφορὰ (τοῦ «ὡς ἐκείνη» ἀντὶ τοῦ «ὡς ἐκεῖναι») σήμερα δὲν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, ἀφοῦ οἱ περισσότερες αὐτκέφαλες ἐκκλησίες προσεχώρησαν στὴν Καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ ὅλες νοσοῦν τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ συνθῆκες ὅμως τοῦ 1936 ἦταν διαφορετικὲς καὶ ἦταν ζωντανὴ στοὺς Γ.Ο.Χ. ἡ προσδοκία μίας Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ ἐπανέφερε σὲ Ὀρθόδοξη πορεία τὶς λίγες τότε τοπικὲς Ἐκκλησίες, ποὺ εἶχαν υἱοθετήσει τὴν Καινοτομία.

 

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑΝ

 

Ἄρθρον τοῦ πρ. Φλωρίνης κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 

Πολλοὺς τῷ ὄντι Ἐκκλησιαστικοὺς καὶ Ἐθνικοὺς κινδύνους ἐγκυμονοῦν εἴς τε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον αἱ τροποποιήσεις τῶν ἄρθρων τοῦ Συντάγματος, τῶν σχετικῶν πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον θρησκείαν.

Ἐν πρώτοις παρελήφθη εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Συντάγματος τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος, καὶ ἀφέθη νὰ συζητηθῇ τοῦτο ὑπὸ τῆς ὅλης Βουλῆς, ἥτις ἂς ἐλπίσωμεν ὅτι θὰ θέσῃ τὸ νέον Σύνταγμα ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος.

 

Syntagma

Ἐκ τοῦ δευτέρου ἄρθρου τοῦ Συντάγματος διεγράφησαν οἱ ἱεροὶ καὶ Ἀποστολικοὶ καὶ Συνοδικοὶ Κανόνες καὶ αἱ Ἱεραὶ Παραδόσεις, μεθ’ ὧν εἶνε ἀναποσπάστως ἡνωμένη ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ πάσης ἄλλης ὁμοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τρίτον ἀντὶ τούτου προσετέθη ἡ φράσις τοὺς Δογματικοὺς Κανόνας τηροῦσα ἀπαρασαλεύτως, ὡς ἐκείνη δηλ. τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὄχι ὡς ἐκεῖναι δηλ. ὅλαι αἱ ὁμόδοξοι τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαι.

Ἰδοὺ δὲ καὶ οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ καὶ Ἐθνικοὶ κίνδυνοι οὕς ἐγκυμονοῦν αἱ τροποποιήσεις αὗται νῦν καὶ εἰς τὸ μέλλον.

Αον. Ἡ διαγραφὴ ὑπὸ τοῦ Συντάγματος τῆς ἐννοίας ὅτι ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ τηρῇ ἀπαρασαλεύτως τούς τε ἱεροὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς Κανόνας καὶ τὰς ἱερὰς Παραδόσεις, δίδει εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν μορφὴν προτεσταντικὴν καὶ ἀφαιρεῖ ἐξ αὐτῆς τὸν κυριώτερον τίτλον τῆς Ὀρθοδόξου αὐτῆς ἰδιότητος, ἣν ἀρύεται, οὐ μόνον ἐκ τῶν ὀρθῶν Δογμάτων, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ὀρθῶν Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν Κανόνων καὶ ἱερῶν Παραδόσεων, οἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν βίωσιν καὶ τὴν ἐκδήλωσιν τῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Βον. Ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ τηρῇ ἀπαρασαλεύτως τοὺς Δογματικοὺς Κανόνας ὄχι ὅπως τηροῦσι τούτους ὅλαι αἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαι, ἀλλ’ ὅπως τηρῇ τούτους μόνον ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὄζει ἐπίσης προτεσταντισμοῦ, διότι διασπᾷ τὴν Δογματικὴν ἑνότητα τῶν Καθόλου Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ σπείρας εἰς τὸν ἀγρὸν τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ζιζάνια τοῦ Σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως. Ταύτην τὴν ἔννοιαν ἐνέχει ἡ ἀντικατάστασις τῆς φράσεως «ὡς ἐκεῖναι» διὰ τῆς φράσεως «ὡς ἐκείνη» ἡ γενομένη ἐν τῷ δευτέρῳ ἄρθρῳ τοῦ Συντάγματος. Αἱ δύο αὗται τροποποιήσεις αἱ γενόμεναι εἰς τὸ Βον ἄρθρον τοῦ Συντάγματος, αἱ ἀφορῶσαι τὴν Συνταγματικὴν θέσιν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, καταφέρουσιν ὄντως δεινὸν πλῆγμα οὐ μόνον εἰς τὴν ἑνότητα τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας, ἥτις ἀπετέλεσε διὰ τῶν αἰώνων καὶ τὴν ἐγκαύχησιν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἀρραγῆ καὶ ἀκαθαίρετον ἀκρόπολιν τῆς Ἐθνικῆς ἡμῶν ἰδεολογίας.

Διότι οἱ Ἀποστολικοὶ καὶ ἱεροὶ Κανόνες τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ αἱ σεπταὶ Ἐκκλησιαστικαὶ παραδόσεις ἀποπνέουσι τὸ θεσπέσιον ἄρωμα οὐ μόνον τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἀθανάτου Ἑλληνισμοῦ, ἐντεῦθεν δὲ καὶ ὁ ἀδιάρρηκτος σύνδεσμος καὶ ὁ θεσπέσιος συνδυασμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας μετὰ τῆς Ἑλληνικῆς ἡμῶν ἰδεολογίας.

Εἰς τὰς σεπτὰς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος οὐκ ὀλίγην παραμυθίαν καὶ προστασίαν ἤντλει ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλληνικῶν παραδόσεων εἰς ἃς ὀφείλονται ἀποκλειστικῶς καὶ τὰ ὑπὸ τοῦ Κατακτητοῦ χορηγηθέντα Ἐκκλησιαστικὰ καὶ σχολικὰ προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἅτινα διεφύλαξαν ἄσβεστον τὴν δάδα τῆς Ὀρθοδόξου καὶ Ἑλληνικῆς συνειδήσεως τοῦ δούλου ἔθνους κατὰ τοὺς ζοφεροὺς χρόνους τῆς φρικώδους δουλείας.

Οὐκ ὀλίγην δὲ παρηγορίαν καὶ ἀνακούφισιν ἤντλει τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ τὸ δοῦλον Ἔθνος ἀπὸ τὴν ὁμόδοξον καὶ Ὀρθόδοξον Ρωσσικὴν Αὐτοκρατορίαν, χάρις εἰς τὰς αὐτὰς ἱερὰς Παραδόσεις καὶ Συνοδικὰς διατάξεις τῆς Ὀρθοδοξίας, μεθ' ὧν εἴμεθα ἡνωμένοι μετὰ τῆς ὁμοδόξου Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας.

Ὅθεν ἡ διαγραφὴ ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν Κανόνων καί τῶν ἱερῶν Παραδόσεων καί ἡ ἀπάλειψις ἐξ αὐτοῦ τῆς ὑποχρεώσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας νά τηρῇ τούτους ἀπαρασαλεύτους, ὡς καί αἱ λοιπαί ὁμόδοξοι Ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ, θά ἀπηχήσῃ κακῶς οὐ μόνον εἰς τὴν ψυχὴν τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος, τῆς ἐχομένης στερρῶς τῶν Παραδόσεων, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν καρδίαν τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ἥτις ἀπέβη ὁ στόχος τῶν ξενικῶν θρησκευτικῶν καὶ τῶν ἀνατρεπτικῶν καὶ ἀντεθνικῶν ἐνεργειῶν τῶν Κομμουνιστῶν.

Τὸ θλιβερὸν εἶναι, ὅτι αἱ τροποποιήσεις αὗται ἐγένοντο ἂν μὴ καθ' ὑπόδειξιν πάντως ὅμως ὑπὸ τὰ ὄμματα καὶ τὰς εὐλογίας τοῦ Μακαριωτάτου ἐπὶ τούτῳ προσκληθέντος ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Νομοθετικῆς ἐξουσιοδοτήσεως, τοῦθ' ὅπερ δέον νὰ ἐπισύρῃ σύντομον τὴν προσοχὴν τῆς Ἱεραρχίας, ἥτις ὀφείλει νὰ ἀγρυπνῇ ὡς φρουρὸς καὶ θεματοφύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὅστις ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ θὰ ἀποδεχθῇ νὰ ἀπομακρυνθῇ ἔστω καὶ ἐπ' ἐλάχιστον ἡ Αὐτοκέφαλος Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τῶν θείων Κανόνων καὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Παραδόσεων.


+ Ὁ πρ. Φλωρίνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ