Παραινετικά

Παῦλος τῶν ἐθνῶν


Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ  ΤΟΥ

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

        Κατ᾿ ἔτος, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πανηγυρίζει (29 Ἰουνίου) γηθοσύνως καί μεγαλοπρεπῶς τὴν πολιτεία καὶ τὸ ἔργο τῶν Κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου  καί τιμᾷ αὐτούς τούς ποταμούς τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, «τούς θεοκηρύκων πρωτοστάτας», κατά τό ὑμνολογικόν. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὀφείλουμε εὐγνωμόνως νά ἑορτάζουμε αὐτούς οἱ ὁποῖοι τόσο ἐκοπίασαν γιά τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
        Στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, γίνεται λόγος γιά τόν πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο Παῦλο, τόν ἁγιώτατο πρῶτο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας  καί ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, αὐτόν ὁ ὁποῖος δέν ἐγνώρισε προσωπικῶς τόν θειότατο Διδάσκαλο καί Ἀρχηγό τῆς Πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστό κατά τήν ἐπί γῆς διά σώματος Παρουσία Του, ἀλλ᾿ ἀξιώθηκε νά τόν γνωρίσει κατά τήν ἀποκάλυψή Του σ᾿ αὐτόν, ὅπου ἔλαβε καί τήν κλῆση στό ἀποστολικό ἀξίωμα. Θά ἀναφερθοῦμε εἰδικά στήν θεοπτική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ «σκεύους τῆς ἐκλογῆς», Παύλου, «τοῦ φθάσαντος ἕως τρίτου οὐρανοῦ», ὥστε νά καταδειχθεῖ ἀφενός μέν ἡ μεγάλη του ἁγιότητα, ἀφετέρου δέ ἡ κοινή γιά τούς Ἁγίους ἐμπειρία τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μετοχῆς  στήν «Δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ», δηλ. ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Αὐτό θά γίνει προσεγγίζοντας κάποια κείμενα καί Πατερικές ἑρμηνείες σχετικά μέ αὐτή τή μοναδική γιά τόν ἄνθρωπον τιμῆς, τῆς ὁποίας ἀξιώθηκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δηλ. τῆς ἑνώσεώς του μετά τοῦ Θεοῦ καί τῆς μετοχῆς του «κατά Χάριν» στήν θεοποιόν «Δόξαν», μέσῳ τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν.

        Ὁ θεοείκελος καί πνευματέμφορος ἀπόστο­λος τῶν ἐθνῶν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στά θεόπνευστα κείμενά του μᾶς δια­βε­βαιώ­νει ὅτι ἀνθρώ­πι­νος ὀφθαλμός δέν εἶδε, ἀνθρώ­πι­νον αὐτί δὲν ἄκου­σε καὶ ἀνθρώ­πι­νος νοῦς καί καρ­διά δέν συ­νέ­λα­βε καί δέν μπόρεσε νά ἐπι­θυ­μή­σει ἐκεῖνα τά ἀνεί­πω­τα ἀγα­θά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, αὐτά τά ὁποῖα ἔχει ἑτοι­μά­σει ὁ Θε­ός γι᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀλη­θινά καὶ ἔμπρά­κτα Τόν ἀγά­πη­σαν ἤδη ἀπό τὴν πα­ροῦσα ζω­ή: «Ἅ ὀφθαλ­μός οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκου­σε καί ἐπί καρ­δί­αν ἀνθρώ­που οὐκ ἀνέ­βη, ἅ ἡτοί­μα­σεν ὁ Θε­ός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»[1]. Τά κα­τα­θέ­τει στήν Ἐκκλη­σί­α ὁ νοῦς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖ­ος, με­τά ἀπό τήν θε­ο­πτι­κή ἐμπει­ρί­α τὴν ὁποία εἶχε, ἄρδευ­σε πλου­σίως τήν Ἐκκλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μέ τήν ὑψη­λή του Θεολο­γί­αν καί τίς πο­λυ­τι­μότατες Ἐπι­στο­λές του, οἱ ὁποῖες, κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυσό­στο­μο, ἀπο­τελοῦν κι­βω­τό πνευ­μα­τι­κή, πο­λύ ἀνώτερη τῆς πα­λαιᾶς ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε, κι­βω­τοῦ, ἡ ὁποία ἅρπα­ξε ἀπό τά κύ­μα­τα τῆς ἀπι­στί­ας ὅλη τήν Οἰκουμένη, γιά νά τή σώ­σει ἀπό τόν πνευμα­τικό κα­τα­πο­ντισμό[2].

          Αὐτός ὁ μα­κά­ριος Παῦλος ἀξιώθηκε μιᾶς μικρᾶς γεύ­σεως αὐτῶν τῶν ὑπερ­κο­σμί­ων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα ὑπερ­βαί­νουν κά­θε νοῦ, διάνοια καὶ σκέ­ψη, κά­θε αἴσθη­ση καὶ ἐπι­θυ­μί­α.  Στήν Β’ πρὸς Κο­ριν­θί­ους Ἐπι­στο­λή του μᾶς ὁμι­λεῖ γιά «ὀπτασίας καί ἀπο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου», τίς ὁποίας ἀξιώθηκε νά βιώσει[3], ἐφόσον «ἡρπά­γη»  στόν Πα­ρά­δει­σον καί ἄκου­σε «ἄῤῥη­τα ῥή­μα­τα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»[4]. Περι­πά­τη­σε ὁ Παῦλος στόν Οὐρανόν, θά λέ­γαμε, ὅπως ἐμεῖς περι­πα­τοῦμε  στούς δρό­μους καί τίς οἰκί­ες μας! Ἔφθα­σε «ἕως τρί­του Οὐρα­νοῦ»!

        Πρίν ἀναφερθοῦμε  στὰ «ἄῤῥη­τα ῥή­μα­τα» τοῦ Παῦλου, ἄς δοῦμε συνοπτικά πῶς ἡ Πατερική μας Παράδοση ἑρμηνεύει τήν οὐράνια ἄκτιστη ἀποκάλυψη, τὴν ὁποία εἶχε, δηλ. αὐτό τό ὁποῖο ὀνομάζεται ἀπό τούς θεοφόρους Ἁγίους «ἁρπαγή».

         Μεταξύ τῶν σχολιαζόντων τόν ἄρρητον χαρακτῆρα τῆς «ἁρπαγῆς» τοῦ Παῦλου, αὐτὴ τήν θεωτική ἐμπειρία του, εἶναι καί ὁ «ἄριστος θεολόγος» τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, αὐτός ὁ ὁποῖος εἶχε τήν ἴδια μέ τόν θεόπτη Ἀπόστολο ἐμπειρία, καί γι᾿ αὐτό μποροῦσε νά ὁμιλεῖ καί νά τήν ἑρμηνεύει αὐθεντικά.

        Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει λόγο γιά τήν ἑνότητα τῆς θεωτικῆς ἐμπειρίας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ σέ ὅλους τοὺς Ἁγίους, τῆς  Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης (διότι πράγματι ὑφίσταται ἑνότητα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων μέσα στήν Ἱστορία μέσῳ τῶν θεοφανειῶν), προκειμένου νά ἀνατρέψει τήν ἄποψη τῶν Εὐνομιανῶν περί τῆς δυνατότητος γνώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτιστότητος τοῦ Υἱοῦ ἀλλὰ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐφόσον δὲ ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ διαφόρους Ἁγίους θεόπτες, καταλήγει στόν ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν Παῦλον, τοῦ ὁποίου τήν ἐμπειρία ὀνομάζει «μυστήριον τῆς ἁρπαγῆς». Σέ ἄλλο δὲ σημεῖο τήν ὀνομάζει «πρόοδον, ἤ ἀνάβασιν ἤ ἀνάληψιν»[5]. Ὁμολογεῖ δέ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὅτι καί αὐτός εἶχε ἀνάλογη ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου πραγματικότητος, τήν ὁποία περιγράφει ὡς πορεία καί ἀνάβαση ἕως ὅτου ὁ ἄνθρωπος καταληφθεῖ «ὑπό ἐκπλήξεως» ἐνώπιον τοῦ ἀκαταλήπτου ὄχι μόνο τῆς ἀπροσίτου φύσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, τίς ὁποίας καί ὀνομάζει «κρίματα». Ὁ Παῦλος, λοιπόν, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, «πειρᾶται (προσπαθεῖ) μέν ἀφικέσθαι, οὔπω λέγω τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως, τοῦτο γάρ ἤδει παντελῶς ἀδύνατον ὄν, ἀλλά μόνον τῶν τοῦ Θεοῦ κριμάτων»[6].

        Μιάν ἄλλη πνευματικότατη ἑρμηνεία συναντοῦμεν στόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς περιφήμου «Κλίμακος». Ἐκεῖ ἡ «ἁρπαγή» ταυτίζεται, μᾶλλον προέρχεται, ἀπό τήν τελεία προσευχή, ἡ ὁποία κατορθώνεται μετά ἀπό πολύν ἀγῶνα καί ἄνοδο πνευματική. Συγκεκριμένα ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης γράφει ὅτι «ἀρχή μέν προσευχῆς, προσβολαί μονολογίστως διωκόμενοι ἐκ προοιμίων αὐτῶν∙ μεσότης δὲ τό ἐν τοῖς λεγομένοις καί νοουμένοις εἶναι τήν διάνοιαν∙ τό δέ ταύτης τέλειον, ἁρπαγή πρὸς Κύριον»[7]. Ἑπομένως, μποροῦμε ἀμυδρῶς νά ἀναλογισθοῦμε πόση δύναμη προσευχῆς εἶχε ὁ Μέγας Παῦλος τῶν ἐθνῶν!... Εἶχεν τόση καί τέτοια, ὥστε νά ἀξιωθεῖ νά κατοπτεύσει τά κάλλη τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, «ἑωρακέναι αὐτόν τοῦ παραδείσου τό κάλλος καί τάς ἐν ἐκείνῳ τῶν ἁγίων χορείας, καί τήν παναρμόνιον τῆς ὑμνωδίας φωνήν»[8].

         Ἐπίσης, διάφορες ἑρμηνείες παρέχουν οἱ ἱεροί σχολιασταί σχετικά καί μέ τόν «τρίτον οὐρανόν», ὅπως λέγεται, στόν ὁποῖον ἔφθασε τό «θεήλατον ὄργανον» καί «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀπό τίς πολλές ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν ἀναγωγική ἑρμηνεία, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ Θεοφύλακτος, γράφοντας τά ἑξῆς σημαντικά:  «Ἔστι γάρ πρῶτος οὐρανός, τό πέρας καί ὁ ὅρος τῆς ἠθικῆς, ὅταν τις τά ἤθη ἑαυτοῦ ῥυθμίσῃ. Εἶτα ἡ φυσική, δεύτερος οὐρανός, ὅταν τις τήν γνῶσιν τῆς τοῦ παντός φύσεως, ὡς ἐφικτόν,περιορίσῃ. Εἶτα ἡ θεολογική, τρίτος οὐρανός, ὅταν τις τό ἐφικτόν τέως αὐτῷ μέτρῳ τῆς τῶν θειοτέρων καί ὑπέρ γνῶσιν καταλήψεως φθάσῃ διά θεωρίας»[9].

        Ὁ «τρίτος οὐρανός», λοιπόν, κατά τόν Θεοφύλακτο, ταυτίζεται μέ τήν κατάληψη τῶν «θειοτέρων», ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τὴ γνῶση, ἀποκτᾶται μέ τόν νοῦ καί κατορθώνεται «διά θεωρίας»[10].

         Στήν κατάσταση αὐτή, ὁ θεούμενος ἄνθρωπος ἁρπάζεται «ἐν τοῖς περί τήν Τριάδα τόποις», ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ προρρηθείς ἱερός Θεοφύλακτος[11], καί αὐτοί οἱ «τόποι» τῆς Ἁγίας Τριάδος ταυτίζονται μέ τίς ἄκτίστες ἐνέργειες τοῦ Παναγίου Θεοῦ, ὅπως ἐξηγεῖ καί ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης  στό Συμβουλευτικόν του Ἐγχειρίδιο.

        Στό αὐτὸ ἑρμηνευτικό πλαίσιο κινεῖται καί ἡ ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος καί αὐτός μέ τόν δικό του τρόπο, θεολογεῖ καὶ παρουσιάζει τήν ἴδια πνευματική καί θεοπτική ἐμπειρία τῶν Ἁγίων στήν ἱστορία. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, κήρυκα τῆς Χάριτος καί τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ὑπάρχει ταυτότης πνευματικότητος καί ἐμπειριῶν  στήν Παλαιά καί τὴν Καινή Διαθήκη, ἀλλ᾿  ἁπλῶς ὑφίσταται κάποια λεκτική  διαφοροποίηση.

        Ἡ πνευματική ἐμπειρία ἐκφράζεται ποικιλοτρόπως. Ἔτσι, βλέπουμε λ.χ. τόν Κύριό μας νά λέγει  στούς Μαθητάς του: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσῃ, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν»[12]. Αὐτή ἡ ἀναφερομένη ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό «ἔλευσις» εἶναι, κατά τό Γρηγόριο Παλαμᾶ, «ἡ πρός αὐτόν ἡμῶν δι᾿ ἀποκαλύψεως ἄνοδος», δηλαδή ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τά «ἄκτιστα ῥήματα» τοῦ Παύλου τῶν ἐθνῶν. Τά ἴδια, λοιπόν, πράγματα, σημειώνονται μέ διαφορετικά ὀνόματα σέ κάθε ἐποχή. Συνεπῶς, ἡ χρῆση τῶν ὅρων «ἁρπαγή», «ὑπερουράνιος ἄνοδος», «ἔλευσις», «μονή» καὶ «ἐμφάνεια» προσδιορίζουν τήν ἴδια πραγματικότητα. Ὁ θεόπτης καί πνευματέμφορος Παλαμᾶς ἑρμήνευε τήν ἁρπαγή τοῦ Παύλου ὡς ἔχων καί αὐτός προσωπική πεῖρα τῶν ἀρρήτων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τῶν προσγινομένων  στήν καθαρά ψυχή.

        Ὡστόσο, ὁ ἴδιος «ἐπιμένει κυρίως στή συμμετοχή ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου στή θεοποιό χάρη, δόξα καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σημειώνοντας ὅτι στήν κατάσταση αὐτή ὁ νοῦς ἁρπάζεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα  καί τό σῶμα μεταστοιχειώνεται σέ σῶμα πνευματικό, δεκτικό δηλ. τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό εἶναι δυνατόν, διότι τό φῶς τῆς θεωρίας, τό ὁποῖον ταυτίζεται μέ τή δόξαν καί τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἄκτιστον καί, κατά συνέπεια, ἡ μετοχή εἰς αὐτό καταργεῖ κατά Χάριν τήν κτιστότητα τῆς δημιουργημένης φύσεως τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων»[13]. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς,  στήν περίπτωση τῆς «ἁρπαγῆς» τοῦ Παύλου θὰ μᾶς πεῖ ὅτι ὁ θεόπτης ἀπόστολος «κατά τήν ἐξαισίαν ἁρπαγήν ἐκείνην, ἀγνοεῖν ἑαυτόν φησί τί ἦν»· λέγει δηλ. ὅτι δέν γνώριζε τί ἦταν ὁ ἑαυτός του! Ἔβλεπε, λέγει τόν ἑαυτό του ὁ Παῦλος, ἀλλά πῶς; Αἰσθητῶς ἤ λογικῶς ἤ νοερῶς; Ἀλλ᾿ ἐφόσον εἶχε ὑποστεῖ «ἁρπαγήν», ἀνυψώθη ἐπάνω ἀπό αὐτές τίς δυνάμεις. Ἄρα (λέγει ὁ Γρηγόριος), ὁ ἀπόστολος  «διά τοῦ τήν ἁρπαγήν ἐξειργασμένου Πνεύματος ἑώρα ἑαυτόν», δηλ. ἔβλεπε τόν ἑαυτό του διά τοῦ Πνεύματος τό ὁποῖο πραγματοποίησε τήν «ἁρπαγή».[14]
 
        Ὑπογραμμίζει ἐπίσης ὁ ἱερός Γρηγόριος τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (ὅπως συμβαίνει μέ κάθε ἄνθρωπο πού φθάνει  στήν χαρισματική θέωση), ὅταν ἔπαυσε ἀπό ἐδῶ νά ζεῖ τήν ζωή πού ἔχει χρόνο, ἀλλά τήν ἄλλη ζωή, τήν «θείαν καί ἀΐδιον» ὅπως τήν ὀνομάζει, πού προέρχεται ἀπό τό Λόγο ὁ Ὁποῖος  κατοίκησε μέσα του, τότε κατέστη ἄναρχος κατά χάριν καί ἀτελεύτητος, «ἄναρχος καί ἀτελεύτητος γέγονε τῇ χάριτι». [15]
        Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τήν ἄκτιστη ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν!
 
       Ποιά εἶναι, ὅμως, τά ἀνέκ­φρα­στα ἐκεῖνα λόγια, τά «ἄρρη­τα ρή­μα­τα», πού ἄκου­σε ὁ Ἀπό­στο­λος κα­τά τή μο­να­δι­κή ἐκείνη, γλυ­κυ­τά­τη καί πα­νευφρό­συ­νη Θεί­α «περιοδεία»  στόν κό­σμον τοῦ Οὐρα­νοῦ; Ὑπάρ­χει ἐν προ­κει­μένῳ μί­α θε­ο­λο­γι­κότατη ἀνά­λυ­ση, προ­σφε­ρόμε­νη ἀπό ἄνθρω­πο, ὁ ὁποῖος ἦταν καί αὐτός θε­ό­πτης, μέ ἐμπει­ρί­ες Χά­ρι­τος, ἁγιο­πνευ­μα­τικές. Πρό­κειται γιά τόν Ἅγιο Συ­με­ών τόν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, ὁ ὁποῖος, ὡς θε­ού­μενος, ἐλλα­μπό­με­νος καί κα­ταυ­γα­ζό­με­νος ἀπό τὸ Θεῖο καὶ Ἄκτι­στο Φῶς τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θε­οῦ, μπο­ροῦσε πραγ­μα­τι­κά νά ἑρμη­νεύ­σει αὐτήν τήν ἐμπει­ρί­α τοῦ Παῦλου, ὅπως καί τό  ἔπρα­ξε, καί μᾶς πε­ριέ­γραψε τί εἶναι ἐκεῖνα τά «ἄρρη­τα ρήματα», πού ἀνέφε­ρε ὁ Παῦλος. Στόν 52ο λό­γο του ὁ ἅγιος Συ­με­ών ἀνα­λύ­ει τό θέ­μα αὐτό, λέ­γο­ντας ὅτι «ρῆμα» εἶναι ὁ λό­γος καί ὁ λό­γος λέ­γε­ται ρῆμα. Τὰ ρήμα­τα καί οἱ λό­γοι τῶν ἀνθρώ­πων λα­λοῦνται μέ τά στό­μα­τα καί ἀκού­γο­νται ἀπό τούς ἀνθρώ­πους μέ τά αὐτιά. Ἀλλά, ἐνῶ αὐτά ἰσχύ­ουν γιά τούς κτι­στούς ἀνθρώ­πους, στόν Ἄκτι­στον Θε­όν τά δε­δο­μένα εἶναι διαφορε­τι­κά. Ἔτσι, κατά τόν αὐτόν πνευ­μα­τέμ­φο­ρο Πατέ­ρα, τό ρῆμα καὶ ὁ λό­γος, πού ἐξέρ­χονται ἀπό τό «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ, «εἶναι τε­λεί­ως ἀνε­κλά­λη­τος καί ἀνερ­μή­νευ­τος ἀπό ἀνθρω­πί­νην γλῶσσαν, καί πα­ντελῶς ἀχώ­ρη­τος εἰς ἀνθρω­πί­νην ἀκο­ήν»[16].
       Ποιό, ὅμως εἶναι τό «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ; Κα­τά τήν ἀνω­τέ­ρω θε­ολο­γι­κή ἀνά­λυση τοῦ Ὁσίου Συμε­ών, ρῆμα ἤ λόγος τοῦ Θε­οῦ εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ καί Πα­τρός, ὁ Κύ­ριος Ἰη­σοῦς Χριστός. Καὶ «στό­μα» τοῦ  Θε­οῦ, τό ὁποῖο λα­λεῖ τά ἄρρη­τα, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τό βλέ­που­με  στό προ­φη­τικό χω­ρί­ο «Τό γάρ στό­μα Κυ­ρί­ου ἐλά­λη­σε ταῦτα»[17]. Στή συνέχεια, ὁ Ἅγιος ἀνα­λύ­ει ὅτι, ὅπως ἐδῶ  στά ἀνθρώ­πι­να δε­δο­μέ­να, δέν μπορεῖ νά ἐξέλ­θει ὁ λό­γος, ἐάν δέν ἀνοί­ξουμε τό στό­μα μας, ἔτσι, «καί ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ καί Λό­γος δέν δύ­να­ται να γνω­ρι­σθῇ, ἤ να ἀκου­σθῇ, ἀνί­σως καὶ δὲν ἀπο­κα­λυ­φθῇ διά τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος». Καί ὅπως δέν ἐξέρχεται ὁ λό­γος ἀπό τό δι­κό μας στό­μα, ἄν δέν τό ἀνοί­ξου­με, ἔτσι καί τό «στό­μα» τοῦ  Θε­οῦ, τό Ἅγιον Πνεῦμα, δεν μπορεῖ νά λα­λή­σει, «ἄν δέν ἀνοι­χθῇ διά τῆς ἐλλάμ­ψε­ως», δη­λα­δή, ἄν δέν φω­τι­σθεῖ ὁ δι­κός μας νοῦς μέ τή δι­κή Του ἔλλαμ­ψη. Καί, ἔπει­τα, φθά­νει πλέ­ον ὁ ἅγιος Συ­με­ών σ᾿ αὐτό τό γεγο­νός τῆς ἁρπαγῆς τοῦ Παύ­λου στόν Πα­ρά­δει­σο, γιά νά μᾶς ἐξη­γή­σει ὅτι τά ἀνε­κλά­λη­τα ἐκεῖνα ρή­μα­τα, πού ἄκου­σε ὁ κο­ρυ­φαῖος Ἀπό­στο­λος, εἶναι ἄρρη­τα, εἶναι δηλ. οὐρά­νιες καί ἀγνώ­ρι­στες γνώ­σεις καί θε­ω­ρί­ες τῆς  ἀκα­ταλήπτου  Δό­ξης  τοῦ Θε­οῦ, πού ἀπο­κα­λύ­πτο­νται στούς ἀξί­ους νά τά δε­χθοῦν…Εἶναι «αἱ ἀπό­κρυ­φοι, καὶ ἐπ᾿ ἀλη­θεί­ας ἀνερ­μή­νευ­τοι, καί ἀθέ­α­τοι διά τῆς ἐλλάμ­ψε­ως τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος θε­ω­ρί­αι, καί αἱ με­γα­λο­πρε­πεῖς καί ἀγνώ­ρι­στοι γνώ­σεις τῆς ὑπερ­φώ­του, καί ὑπε­ρα­γνώ­στου δό­ξης τε και Θε­ό­τη­τος  τοῦ Υἱοῦ και Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, αἱ ὁποῖαι ἀπο­κα­λυ­πτό­με­ναι δεί­χνονται εἰς ἐκείνους ὁποῦ εἶναι ἄξιοι φανερώτε­ρα καί κα­θα­ρώ­τε­ρα∙ αὐτά λέ­γω τά ἀνή­κου­στα ἀκούσμα­τα τῶν ἀνε­κλα­λή­των ρη­μά­των∙ ἡ μέ ἀκα­τα­νο­η­σί­αν κα­τα­νό­η­σις τῶν ἀκα­τα­νο­ή­των πραγ­μά­των»[18]!
        Ἡ νο­ερὰ ἁρπαγὴ τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου στὰ ὑπε­ρου­ρά­νια σκηνώμα­τα, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυ­σό­στο­μο, δη­λώνει τὴν κατὰ Χά­ριν θέ­ω­ση τοῦ Ἀπο­στό­λου, ὅπου «ἐν τούτῳ γὰρ ἡ ἀληθής ἐστιν εἴδη­σις τοῦ ζη­τουμένου καὶ ἐν τούτῳ τὸ ἰδεῖν ἐν τῷ μὴ ἰδεῖν, ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσε­ως τὸ ζη­τούμε­νο, οἷόν τι­νι γνόφῳ τῇ ἀκα­τα­ληψίᾳ πα­νταχόθεν διει­λημ­μένον»[19], σύμ­φω­να μὲ τὸν  σοφότατο τῆς  Νύσ­σης ἐπί­σκο­πο, Γρη­γόριο.
       Στὴν με­τα-λο­γική, ποι­η­τικὴ καὶ μυ­στικὴ αὐτὴ ἱερὰ γλῶσσα, ὁ θε­ο­λό­γος – μύ­στης, ἑνού­με­νος κατ᾿ ἐνέργειαν, μὲ τὸ Θεῖον, ἀπευ­θύ­νε­ται προ­σωπικά σ᾿  Αὐτὸ εὐχε­τικά, πα­ρα­κλη­τι­κά, εὐχαρι­στιακά καὶ δο­ξο­λο­γι­κά: «ἐλθέ τό ἀνεκ­φώ­νη­τον πρᾶγμα, ἐλθέ τό ἀκα­τα­νό­η­τον πρό­σω­πον»[20], ὁμι­λῶν παρα­δο­ξο­λο­γικῶς διὰ μίαν ἀκα­τα­νό­η­τον κα­τα­νόη­σιν: «Ὅν οἱ πε­πλου­τη­κό­τες ὁρῶσιν ἀο­ρά­τως αὐτοῦ τοῦ Θε­οῦ τό ἄφρα­στον κάλ­λος· κρα­τοῦσιν ἀνε­πά­φως, κα­τα­νο­οῦσιν ἀκα­τα­νο­ή­τως τό ἀνεί­δε­ον εἶδος αὐτοῦ, τήν ἄμορ­φον μορ­φήν καί τό ἀσχη­μά­τι­στον σχῆμα ἐν ἀθε­άτῳ θέᾳ καί ἀσυν­θέτῳ κάλ­λει ἀποι­κίλ­τως πε­ποι­κιλ­μέ­νον»[21].

       Νά λοπόν, γιατί εἶναι μέγας θεολόγος ὁ Παῦλος! Γι᾿αὐτό  τόν τιμᾶ ἰδιαζόντως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῆς ὁποίας τόσο κοπίασε! Ἀλλά  κατακλείοντας τήν ταπεινή αὐτή ἀναφορά, ἐνῶ θα μπορούσαμε νά ἀφήσουμε  νά μιλήσει γιά τόν Παῦλο, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατ᾿ ἐξοχήν γνώρισε, κατενόησε καί ἑρμήνευσε τόν Παῦλο καί αὐτός εἶναι τό «στόμα τοῦ Παύλου», ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ θεορρήμων καί Χρυσόστομος ὁ ὁποῖος  παρουσιάζει τό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τοῦ ὄντως μεγίστου τῶν ἀποστόλων, μέσα ἀπό τήν ἐμπνευσμένην γραφίδα του, δεν θα το κάνουμε διότι θα ἐκφύγουμε τῶν ὁρίων τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ἀλλά καί τοῦ  θέματος πού ἐδῶ ἐξετάζουμε. Θά συστήσουμε, ὡστόσο,  στούς εὐλαβεῖς ἀναγνῶστες νά μελετήσουν τούς σχετικούς χρυσοστομικούς λόγους «Εἰς τόν Ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον». (ΕΠΕ, 36). Θά κατακλείσουμε μόνο μέ τά ἐξυμνητικά λόγια τῆς θεοπνεύστου ὑμνολογίας πρός τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, τά σχετικά μέ τήν θεοπτική ἐμπειρία του:

       «Ἐν ἐκστάσει ἐπαρθείς, τόν τρίτον φθάσας πόλον Πανόλβιε, καί ἐπακούσας ἀρρήτων λόγων βοᾶς,  Δόξα τῷ Ἀνωτάτῳ Πατρί, καί τῶ  Υἱῷ ἀπαυγάσματι συνθρόνῳ, τῷ ἐρευνῶντι σαφῶς Πνεύματι Θεοῦ τά βάθη».[22]

 

 

 

-----------------------------------

 

[1] Α’ Κορ. 2, 9.
[2] Εἰς τὸν Ἅγιον Παῦλον, ὁμι­λί­α Α’, Ε­ΠΕ 36, 404: «Και έ­κεῖνος μέν (ὁ Νῶε), ἑαυ­τόν μετά τῶν παί­δων διέ­σω­σε μό­νον∙ οὖτος δέ, πο­λύ χα­λε­πω­τέ­ρου τήν οἰκου­μέ­νην κα­τα­κλυ­σμοῦ κα­τα­λα­βό­ντος, οὐ σα­νί­δας πη­ξά­με­νος καί κι­βω­τόν ποι­ή­σας, ἀλλ’ἀντί σανί­δων τάς ἐπι­στο­λάς συν­θείς, οὐ δύ­ο και τρεῖς καί πέ­ντε συγ­γε­νεῖς, ἀλλά τήν οἰκου­μέ­νην ἅπα­σαν, κα­τα­πο­ντίζε­σθαι μέλ­λου­σαν, ἐκ μέ­σων ἥρπα­σε τῶν κυ­μά­των».
[3] Β’ Κορ. 12, 1: «Ἐλεύ­σο­μαι γάρ εἰς ὀπτα­σί­ας καί ἀπο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου».
[4] Ὅπ.π., σ. 1-4.
[5] Λόγ. 28, 20, ΕΠΕ 4, 72, MPG 36, 52 C: «Παῦλῳ δέ εἰ μέν  ἔκφορα ἦν ἅ παρέσχεν ὁ τρίτος οὐρανός και ἡ μέχρις ἐκείνου πρόοδος  ἤ ἀνάβασις ἤ ἀνάληψις, τάχα ἄν  τι περί Θεοῦ πλέον ἔγνωμεν, εἴπερ τοῦτο τῆς ἁρπαγῆς μυστήριον. Ἐπεί δέ ἄρρητα ἦν καί ἡμῖν σιωπῇ τιμάσθῳ».
[6] Λόγ. 28, 21. ΕΠΕ,  4,74. MPG. 36, 53 C.
[7] Λόγ. 28, MPG. 28, 1132D.
[8] Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑρμηνεία εἰς Β΄πρός Κορ. 12, 2-5, MPG. 82, 448 C.
[9]  Ἐξήγ. τῆς Β΄προς Κορ. MPG. 124, 929 C.
[10] Βλ. Δέσπως Λιάλιου, Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Β΄Κορ. 12, 2-4 κατά τήν παράδοση τῶν Πατέρων, «Θεολογία»τ. 54, 1983, 4.
[11] ὅπ.π.
[12] Ἰω. ΙΔ’ 23.
[13] ὅπου π. Δ. Λιάλιου, Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Β΄ Κορ. 12, 2-4…
[14] Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς Ἠσυχαζόντων, 2, 3,37, ΕΠΕ, 1, 404.
[15] Γ΄πρός Ἀκίνδυνον, ΕΠΕ, Ι, 612-614.
[16] Συ­με­ών τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου, Τά Εὑρι­σκό­με­να, ἐκδ. Ρη­γο­πού­λου, Θεσ­σα­λονίκη 1977, σ. 260.
[17] Ὅπ.π.
[18] Ὅπ.π., σ. 261.
[19] Περὶ τοῦ βί­ου Μω­ϋ­σέ­ως 2, 163,. Ε­ΠΕ 9, 256.
[20] Συ­με­ών Ν. Θε­ο­λό­γου, Εὐχή μυ­στι­κή, δι᾿ ἧς ἐπι­κα­λεῖται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁ αὐτό προ­ορῶν, 33, τοῦ ἰδί­ου, Λό­γος Κ’, Εὐχα­ρι­στί­α καί ἐξο­μο­λό­γη­σις σύν θε­ο­λογίᾳ˙ καί πε­ρί δω­ρεᾶς καί με­του­σί­ας Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου, 145: «ὅλον κα­τα­νο­οῦσα ὅλον ἀκα­τα­νό­η­τον θε­ό­τη­τι τῇ θείᾳ, τόν τοῖς πᾶσιν ἀό­ρα­τον καί ἀπο­κε­κρυμ­μέ­νον».
[21] Συ­με­ών Ν. Θε­ο­λό­γου, Λό­γος Δ’, Πε­ρί ἀπα­θεί­ας καί τῶν ἐν αὐτῇ κα­τά προκοπήν χα­ρι­σμά­των καί δω­ρεῶν· καί τίς ἡ τε­λεί­ω­σις τῆς κα­τά Χρι­στόν πνευμα­τικῆς ἡλι­κί­ας, 303.
[22] Τροπάριον τοῦ Κανόνος, Ὠδή Ζ΄.