Παραινετικά

Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα

+ Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος

 

ΟΤΑΝ λέγουμε Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα, δὲν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τὴν ἀπόκτησι καὶ κατοχὴ θεωρητικά, γνωσιολογικὰ καὶ ἰδεολογικὰ τῶν ἀρχῶν τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τὸν κάθε ἕνα ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀλλά, ἐννοοῦμε κάτι βαθύτερο, μία διαρκῆ στάσι καὶ πορεία ζωῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἐμποτισμένη ἀπὸ τὸ Ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸ τὸ Ἦθος, ὁ φορέας του τὸ ἐκφράζει καὶ τὸ ἐκδηλώνει σὲ κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς του.

ampelos

φ’ ὅσον, θεία Χάριτι, εἴμαστε καὶ ἀνήκουμε στὴν ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἀποτελοῦμε «μέλη»1 τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ «κλήματα»2 τῆς Ζωοποιοῦ Θείας Ἀμπέλου. Ἀναγεννηθήκαμε στὴν ἴδια Κολυμβήθρα, δεχθήκαμε τὴν αὐτὴ Σφραγῖδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κοινωνοῦμε τὰ αὐτὰ Θεῖα καὶ Ἄχραντα Μυστήρια τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ ἴδιος θεῖος Εὐαγγελικὸς λόγος τρέφει τὶς ἀκοές μας καὶ ζωογονεῖ τὶς ψυχές μας, οἱ ἴδιες ἅγιες Ἀρετὲς μᾶς διαπερνοῦν, τὰ αὐτὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ μᾶς ἑλκύουν, τὴν αὐτὴ θεία ὁδὸ πρὸς οὐρανὸν ἀναβαίνομε.


πορεία μας εἶναι κοινή, ἀλλὰ ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς τὴν βαδίζει καὶ τὴν βιώνει μὲ τρόπο προσωπικό, σύμφωνα μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματα καὶ τὶς κλήσεις του, μέσα στὴν Ἐνορία ἤ τὴν Μονή του, ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ πνευματικοῦ Πατρός του· καὶ ὅλα αὐτὰ λαμβάνουν χώρα ἐντὸς τοῦ Μυστηριακοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ πλαισίου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος. Τὸ πλαίσιο αὐτὸ ἐξασφαλίζεται καὶ λειτουργεῖ ἀπρόσκοπτα χάρις στὴν ἄγρυπνη μέριμνα καὶ τὴν ἀνύστακτη φροντίδα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν Ἀρχιερέων μας. Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, ἄνευ Ἐπισκόπων καὶ Πρεσβυτέρων, ὅπως διδάσκει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, «Ἐκκλησία οὐ καλεῖται»3.


ννοεῖται βεβαίως, ὅτι ἐμεῖς οἱ, ἐλέει Θεοῦ, Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας διακρατοῦμε πρῶτοι, ἔργοις καὶ λόγοις, τὴν Ὀρθόδοξη Πίστι καὶ τὸ Ὀρθόδοξο Ἦθος, ὥστε νὰ ἀποτελοῦμε ὑγιὲς καὶ φωτεινὸ παράδειγμα.


Μέσα στὴν ἁγία Ἐκκλησία συγκροτοῦμε, ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, μία «ἁγία Οἰκογένεια», τὴν Οἰκογένεια τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ἀπολαμβάνουν τὴν Πατρικὴ Θεϊκὴ Ἀγκάλη.


Καὶ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐπιτευχθῆ ἀπὸ τὸν κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς, Κληρικό, Μοναχὸ καὶ Λαϊκό, εἶναι νὰ ἐναρμονίσουμε τὴν προσωπικὴ βίωσι τῆς ἐν Χριστῷ Ἀπολυτρώσεως, μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Κοινωνίας, ὥστε νὰ διακρινώμαστε πράγματι ἀπὸ γνήσιο Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα.


Αὐτὸ εἶναι ἐπιδίωξι ζωῆς καὶ κατορθώνεται μὲ κόπο καὶ ἀγῶνα, διότι ἡ προσπάθεια γιὰ ἀπόκτησι καὶ ἑδραίωσι Ἐκκλησιαστικοῦ Φρονήματος, εἶναι διαρκὴς ἀγώνας γιὰ Ἀγάπη, Ὑπακοὴ καὶ Ἑνότητα.


Μέσα στὴν ἁγία Οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πρῶτο καὶ κύριο γνώρισμά μας θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ Ἀγάπη: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»4. Καὶ θὰ ἔχουμε Ἀγάπη, ὅταν φρονοῦμε τὰ αὐτὰ στὴν Πίστι καὶ τὴν Ἀρετή, σύμφωνα μὲ τὸν Κύριό μας: «Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»5. Καὶ θὰ διασφαλίσουμε τὴν Ἀγάπη καὶ τὴν Ὁμοφροσύνη μας, καὶ ἄρα καὶ τὴν Ἑνότητά μας, ὅταν ἔχουμε «νοῦν Χριστοῦ»6 καὶ πειθώμεθα καὶ ὑπακούωμε στοὺς κατὰ Θεὸν Ποιμένες μας, ὥστε νὰ κατανικήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, νὰ καθαρθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ νὰ ἐκκλησιοποιηθοῦμε. Τί σημαίνει ἐκκλησιοποίησις; Ζωὴ Χάριτος, εὐλογίας καὶ ἁγιασμοῦ· ζωὴ ἀπελευθερωμένη ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ χαρακτηριζομένη ἀπὸ τὴν μεταμόρφωσι τοῦ ἀτομικοῦ «ἐγώ», σὲ ἐκκλησιαστικὸ «ἐμεῖς»!


ραία συνοψίζει τὰ πράγματα ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅταν γράφει ἐπιγραμματικά: «Οὐ γὰρ κατὰ ἀγάπην περιπατοῦντος οὐδὲ πληροῦντός ἐστι τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ τῆς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς συναφείας ἑαυτὸν ἀποτέμνειν»7.


Διότι, δυστυχῶς, εἶναι δυνατόν, ἀκόμη καὶ μέσα στὴν ἁγία ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐμεῖς νὰ φρονοῦμε «τὰ ἐπίγεια»8, νὰ ὑπερισχύη μέσα μας «τὸ φρόνημα τῆς σαρκός»9 καὶ νὰ παραμένουμε δέσμιοι τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, καὶ ἔτσι νὰ ἀδυνατοῦμε νὰ ἀλλοιωθοῦμε τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Χάριτος, καὶ μοιραίως νὰ προξενοῦμε προβλήματα, διαιρέσεις, σκάνδαλα καὶ ταραχές...


Τὸ τί ἀκριβῶς συμβαίνει μέσα μας καὶ γύρω μας, στὸ περιβάλλον μας, δύναται νὰ πιστοποιηθῆ εὔκολα: ὑπερισχύει μέσα μας ἡ Ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν Πλησίον; Ἔχουμε εἰλικρινῆ σεβασμὸ καὶ ὑπακοὴ στὸν πνευματικό μας Πατέρα; Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουμε τὴν δική μας τακτοποίησι χάριν τοῦ κοινοῦ καλοῦ καὶ τῆς εὐρύτερης ὠφέλειας τῆς Ἐκκλησίας; Δεικνύουμε μαρτυρικὴ ἐγκαρτέρησι στὶς θλίψεις καὶ στὶς ἀναπάντεχες δυσκολίες μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα;


ν ὄχι σὲ ὅλα αὐτά, ἤ ἔστω σὲ κάποια ἀπὸ αὐτά, τότε ἄς μὴ αὐταπατώμεθα ὅτι βαδίζουμε θεάρεστα καὶ ὅτι ἔχουμε Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα. Ἄν μάλιστα εἴμεθα ἕτοιμοι προκειμένου νὰ στήσωμε τὸ ἴδιον θέλημά μας -τὸ ὁποῖον θεωροῦμε ὡς τὸ καλύτερο καὶ τελειώτερο- νὰ συγκρουσθοῦμε μὲ τοὺς Ἀδελφούς μας, ἤ ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς Ποιμένες μας, τότε ἄς γνωρίζουμε ὅτι πάσχουμε δεινῶς, ἐργαζόμεθα ἀντι-εκκλησιαστικῶς καὶ καταστροφικῶς καὶ χρήζουμε ἐπειγόντως μεγάλης καὶ βαθείας μετανοίας!


Δὲν εἶναι βεβαίως ὑποχρεωτικὸ καὶ ἀναμενόμενο νὰ συμφωνοῦμε ὁπωσδήποτε σὲ ὅλα τὰ ἐπὶ μέρους θέματα, βιωτικὰ ἤ ἀκόμη καὶ ἐκκλησιαστικά, πρακτικῆς μάλιστα φύσεως καὶ δράσεως, ἀλλὰ τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ πλήττεται ὁ ἱερὸς δεσμὸς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἀγάπης μεταξύ μας.


Καὶ στὴν περίπτωσι αὐτή, ἄς θυμηθοῦμε καὶ πάλι τὴν εὔστοχη παρατήρησι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «οὐδὲν γὰρ οὕτως ἴδιόν ἐστι Χριστιανοῦ, ὡς τὸ εἰρηνοποιεῖν»10!...


Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἀγλαοὶ καρποὶ τοῦ πνευματικοῦ πλέον φρονήματος εἶναι «ζωὴ καὶ εἰρήνη»9. Ὁ ἐμφορούμενος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στρέφεται συνεχῶς στὸν Θεὸ καὶ ἐκζητεῖ τὸ Ἔλεός Του, τηρεῖ τὶς θεῖες Ἐντολές, ἐπιτελεῖ ἔργα ἀγαθά, μετανοεῖ εἰλικρινά, σέβεται καὶ ἐκτιμᾶ τὸν πνευματικό του Πατέρα καὶ τὸν Ἐπίσκοπό του, εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποχωρήση ἀπὸ τὴν γνώμη καὶ τὴν ἐπιθυμία του, ὅταν ἀναγνωρίση, ἤ ἔστω ὅταν τοῦ τὸ βεβαιώσουν οἱ ἄλλοι, ὅτι τὸ γενικώτερο καλὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖ ὑποχώρησι.


Εἶναι καιρὸς νὰ καλλιεργήσουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ λησμονημένο ἀπὸ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς γνήσιο Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα. Ἄν πράγματι ἐπιθυμοῦμε μία ἀνακαίνισι τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, μία ἀνανέωσι -ἀκόμη καὶ τοῦ ἔμψυχου ὑλικοῦ- τοῦ χώρου διαμονῆς καὶ διακονίας μας, καὶ μία ἐνδυνάμωσι τῆς κατὰ Θεὸν μαρτυρίας μας, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ καταπολεμήσουμε τὶς ἐκτροπὲς ἀπὸ τὸ γνήσιο Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα!


δοὺ μερικὲς ἀπὸ αὐτές:
νὰ παύση ἡ ἐγωπαθὴς αὐτόνομη δρᾶσις, ἄν καὶ ὅπου αὐτὴ ἐντοπίζεται, ἡ ξεκομμένη ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικό μας πλαίσιο, διότι αὐτὴ συνιστᾶ νοσηρὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα·
νὰ ἀποφεύγεται πάσῃ θυσίᾳ ὁ φατριασμός, ὡς καὶ ἡ ἀποδοχὴ ἀλλοτρίων ἐπιδράσεων ἀπὸ τὸν κοσμικὸ τρόπο σκέψεως καὶ δράσεως, ἡ δημιουργία ἀντιπαλοτήτων, ἐντάσεων καὶ ἐχθροτήτων, ἡ κατάκρισις, ἡ ἱεροκατηγορία, τὸ διαρκὲς παράπονο, ὁ ψιθυρισμὸς καὶ ὁ γογγυσμός, διότι ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν νόθο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα·
νὰ παύση ἡ ἐμφανὴς ἔλλειψις σὲ μερικοὺς πνεύματος μαθητείας καὶ ὑπακοῆς, ὅπως καὶ ἡ ἀδράνεια καὶ δικαιολόγησις, ἐν ὀνόματι τῆς ἐξυπηρετήσεως τοῦ κόσμου, τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἰδίως μάλιστα τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, μὲ τὶς συνακόλουθες πτώσεις σὲ σφάλματα καὶ αὐθαιρεσίες, διότι ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν σαφῶς ἔλλειψι γνησίου καὶ αὐθεντικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος.


Τὰ πράγματα εἶναι σοβαρά. Οἱ ἐπισημάνσεις αὐτές, ὅλως ἐνδεικτικές, δὲν εἶναι θεωρητικὲς καὶ μικρᾶς σημασίας. Καταγράφονται μὲ πόνο ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ αἴσθησι εὐθύνης γιὰ ἐπίγνωσι καὶ διόρθωσι ὅσων ἀτόπων συμβαίνουν ἐκ συστήματος ἤ καὶ περιστασιακά.


ἱερὰ Παρακαταθήκη ἡμῶν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, τὴν ὁποίαν παρελάβαμε ἀπὸ τοὺς Πνευματικούς μας Πατέρας, εἶναι Παρακαταθήκη ἰσορροπημένης καὶ θεαρέστου διακρίσεως: ἐμμονὴ στὴν ὅλη Ἀλήθεια τῆς Πίστεως, στὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὸ ὅλο Ὀρθόδοξο Ἦθος, τὸ Χριστοπαράδοτο, Ἀποστολοπαράδοτο, Πατροπαράδοτο.


ς διαφυλάξουμε αὐτὰ ἐν ταπεινώσει, καὶ ἄς τὰ καλλιεργήσουμε μὲ σεβασμὸ καὶ ὑπακοὴ στοὺς κατὰ Θεὸν Ποιμένες μας καὶ μὲ ἁρμονικὴ σύμπνοια καὶ ἀγάπη μὲ τοὺς Ἀδελφούς μας. Μόνον ἔτσι θὰ ἔχουμε τὴν βεβαία ἐλπίδα μεταδόσεώς τους στοὺς ἐπιγενομένους, ὥστε ἡ διακονία μας νὰ τύχη τῆς εὐμενοῦς θείας κρίσεως καὶ δικαιώσεως. Ἀμήν!

 

Τὸ κείμενο ἐγράφη τὸ 2012 καὶ ἀνεγνώσθη σὲ Κληρικολαϊκὴ Σύναξι, ὑπέστη δὲ μικρὴ ἐπεξεργασία γιὰ τὴν παροῦσα δημοσίευσι (Μάρτιος 2015).



1) Α΄ Κορ. ιβ΄ 27. 

2) Ἰωάν. ιε΄ 5. 

3) Τραλλιανοῖς, ΙΙΙ, 1.

4) Ἰωάν. ιγ΄ 35. /

5) Φιλιπ. β΄ 5.

6) Α΄ Κορ. β΄ 16.

7) Ἐπιστολὴ 65: «Ἀταρβίῳ».

8) Φιλιπ. γ΄ 19.

9) Ρωμ. η΄ 6.

10) Ἐπιστολὴ 114: «Τοῖς ἐν Ταρσῷ περὶ Κυριακόν».