Παραινετικά

Οἱ Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι Ἰσαπόστολοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος

CyrMeth2

Κύρια Σημεῖα τοῦ Βίου τους καὶ Μηνύματά τους στὸ Σήμερα

† Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος

1.  Πρὶν ἀπὸ 1.150 χρόνια, τὸ ἔτος 863, ἔφθασαν στὴν Μεγάλη Μοραβία (Τσεχία, Σλοβακία) οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων Ἱεραπόστολοι Ἀδελφοὶ Κωνσταντῖνος (Κύριλλος) καὶ Μεθόδιος.  Ἐκεῖ,  στὴν Κεντρικὴ  Εὐρώπη, ἔγιναν εὐμενῶς  δεκτοὶ  ἀπὸ τὸν Ἡγεμόνα τοῦ ἰσχυροῦ τότε κράτους τῶν δυτικῶν Σλάβων Ραστισλάβο, ὁ ὁποῖος ἕνα ἔτος ἐνωρίτερα εἶχε στραφῆ στὴν Κωνσταντινούπολι γιὰ πνευματικὴ βοήθεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ συμμαχία.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτέλεσε  τὴν ἀπαρχὴ γιὰ κοσμογονικὲς ἀλλαγὲς στὴν ἱστορία τῆς Εὐρώπης, ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου.  Τὸ κείμενό μας δὲ αὐτό, ἀποτελεῖ μία μικρὰ καὶ ταπεινὴ συνεισφορὰ στὸν ἐπετειακὸ ἑορτασμὸ  τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν  Σλάβων, ὡς ἔκφρασι τιμῆς καὶ ἀγάπης στοὺς Ἁγίους Ἰσαποστόλους Κύριλλο καὶ Μεθόδιο καὶ ὡς προσπάθεια  ἀνιχνεύσεως τοῦ διαχρονικοῦ μηνύματός  τους  στὸ σήμερα, ἐφ’ ὅσον μάλιστα αὐτὸ διαστρεβλώνεται ποικιλοτρόπως ἀπὸ κάποιους, πρὸς ἐξαγωγὴν λανθασμένων συμπερασμάτων, μὲ ἀποτέλεσμα  νὰ καθίσταται ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη  ἀποκαταστάσεως τῆς Ἀληθείας.

2.  Οἱ Ἅγιοι  Ἀδελφοὶ  Κωνσταντῖνος

(Κύριλλος) καὶ Μιχαὴλ (Μεθόδιος), οἱ μέγιστοι αὐτοὶ ἥρωες τοῦ πνεύματος, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν δόξα καὶ καύχημα Ὀρθοδοξίας καὶ Ἑλληνισμοῦ, γεννήθηκαν στὴν ἁγιοτόκο Θεσσαλονίκη στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ Θ΄ αἰῶνος. Μεγάλωσαν  δὲ καὶ ἀνατράφηκαν σὲ περιβάλλον εὐσεβείας, ἔλαβαν καλὴ παιδεία, ἦσαν ἔξοχοι φορεῖς πίστεως καὶ πολιτισμοῦ καὶ ἀπὸ μικροὶ ἦλθαν σὲ ἐπαφὴ καὶ ἐξέμαθαν τὸ σλαβικὸ ἰδίωμα, τὸ ὁποῖο -ὑφιστάμενο τότε σὲ προφορικὴ μόνον μορφὴ- ὡμιλεῖτο ἀπὸ τοὺς ἐποίκους Σλάβους τῆς Μακεδονίας.

3.  Ὁ Μιχαὴλ (Μεθόδιος) κατέστη ἐπὶ δεκαετίαν στρατιωτικὸς διοικητὴς σὲ «σλαβικὴ ἀρχοντία» στὸν ἄνω Στρυμῶνα, καὶ ἐν συνεχείᾳ, στὰ 30 του χρόνια, τὸ ἔτος 845, ἀφιερώθηκε στὸν Μοναχισμὸ σὲ Μονὴ στὸν Ὄλυμπο  τῆς Βιθυνίας,  ἐφ’ ὅσον εἶχε πόθο πνευματικῆς τελειότητος, διατελῶν κυρίως  ἐν προσευχῇ  καὶ  μελέτῃ.  Ἡ ἰσχυρὰ  προσωπικότης του, μὲ τὰ διοικητικὰ χαρίσματα  καὶ τὴν στρατιωτικὴ πεῖρα, ἐνδύεται τὴν στολὴν τῆς θείας σοφίας καὶ ταπεινώσεως καὶ στὴν ψυχή του ἐπιζωγραφίζεται ἡ Εἰκόνα τοῦ Ἐπουρανίου (πρβλ. Α΄ Κορ. ιε΄ 49), ἤτοι τοῦ Παμβασιλέως  Χριστοῦ ἐν Πνεύματι  Ἁγίῳ.

4.   Ὁ  Κωνσταντῖνος (Κύριλλος),  ἀρκετὰ  νεώτερος  στὴν  ἡλικία, διακρινόταν γιὰ τὴν ἐξέχουσα ἀντιληπτικότητά του, ἡ ὁποία τὸν κατέστησε κάτοχο πλούσιας καὶ σπάνιας παιδείας, ὁλοκληρωθείσης στὴν Βασιλεύουσα·  ἦταν  ἕνας  πανεπιστήμων καὶ  πολύγλωσσος, ἀνήκων στὸν κύκλο τοῦ περιφήμου διδασκάλου καὶ πνευματικοῦ ἀναγεννητοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ κατοπινοῦ ἐνδόξου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.  Ὁ Κωνσταντῖνος ἀπέρριψε ἀποφασιστικὰ τὴν κοσμικὴ  ζωὴ καὶ σταδιοδρομία καὶ ἐπιδόθηκε στὴν κατὰ Θεὸν τελείωσι, καθιερωθεὶς ὡς Φιλόσοφος ἄκρος ἔργῳ τε καὶ λόγῳ. Καὶ ἐνῶ ἐπιθυμοῦσε καὶ αὐτὸς τὴν ζωὴ τῆς ἀφιερώσεως,  κατὰ  τὸ παράδειγμα  τοῦ νουνεχοῦς Ἀδελφοῦ του, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀναλάβη  πανεπιστημιακὴ ἕδρα καὶ ἐπίσης νὰ ἀναμιχθῆ  ἐξ ἀνάγκης στὴν κρατικὴ  διπλωματία, γιὰ  νὰ βοηθήση τὴν πατρίδα  του, ἀλλὰ  καὶ τοὺς συνανθρώπους  του, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο.

5.  Ἡ ἀποστολὴ  τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Φιλοσόφου  στὸ Χαλιφάτο τῆς  Βαγδάτης τὸ 851, τὴν ὁποίαν  ἔφερε εἰς  αἴσιον  πέρας  σὲ ἡλικία μόλις 24 ἐτῶν, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίση ἀνακούφισι τῶν ὁμοπίστων Χριστιανῶν  στὶς  κατακτημένες ἀπὸ  τοὺς  Ἄραβες  Μουσουλμάνους περιοχὲς  τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπέδειξε  τὰ ἔξοχα  χαρίσματά  του, καὶ κυρίως τὸ μαρτυρικό του φρόνημα, τὴν ἀπολογητική του δεινότητα στὰ θέματα Πίστεως καὶ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη του στὴν Θεία Πρόνοια.

6.  Ἤδη, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Φιλόσοφος μὲ τὸν Ἀδελφό του Μεθόδιο πλέον  Μοναχό,  ἐκπονοῦν καὶ  καλλιεργοῦν εὐρύτερο σχέδιο  γλωσσικῆς προσεγγίσεως τῶν Σλάβων, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν πολιτικῶν καὶ  ἐκκλησιαστικῶν  παραγόντων τῆς  Αὐτοκρατορίας. Εἶναι γνωστόν,  ὅτι αὐτὸ τὸ πρόγραμμα ἐξέφραζε τὴν μεγαλωσύνη τῶν Βυζαντινῶν, διότι δὲν ἀπέβλεπε  στὴν ὁποιαδήποτε ἐκμετάλλευσι καὶ κατάκτησι τῶν πρὸς ἱεραποστολικὴν διαφώτισιν λαῶν, ὅπως ἐν προκειμένῳ τῶν Σλάβων, ἀλλὰ στὴν ὀργανική τους ἔνταξι στὴν Χριστιανικὴ Οἰκουμένη καὶ στὸν πολιτισμένο κόσμο, καὶ γενικὰ στὴν εὐεργετική τους ἀνάδειξι,  ἐξύψωσι καὶ ἐξευγένισι. Οἱ ὑπολογίσιμες συμμαχίες, οἱ ὁποῖες προέκυπταν, καὶ τὰ διάφορα πολιτικὰ ὀφέλη, ὁπωσδήποτε συμβάδιζαν στὴν ἀνάληψι τέτοιου εἴδους προσπαθειῶν,  ἀλλὰ ἡ κινητήριος δύναμις ἦταν μία ἀπροσπέλαστη  καὶ ἴσως ἀκατανόητη γιὰ τὰ σημερινὰ δεδομένα ἐκδήλωσι Χριστιανικῆς Φιλανθρωπίας καὶ Ἀνθρωπισμοῦ.

7.  Οἱ Ἅγιοι Ἀδελφοὶ Κωνσταντῖνος (Κύριλλος) καὶ Μεθόδιος εἶχαν δώσει τὰ πάντα  στὴν ζωὴ αὐτή, γιὰ νὰ κερδίσουν  τὸν ἀτίμητον  «θησαυρὸν» (Ματθ. ιγ΄ 44), τὸν γλυκύτατον Χριστόν, καὶ τὸν «πολύτιμον μαργαρίτην» (Ματθ. ιγ΄ 45-46), τὴν Βασιλεία Αὐτοῦ στὴν καρδιά τους. Ἦταν ὥριμος καιρὸς πλέον νὰ ρίψουν τὴν «σαγήνην» τους, τὰ δίκτυα τους, στὴν θάλασσα τοῦ κόσμου τούτου, γιὰ νὰ προσελκύσουν  λαοὺς μακρυνοὺς  στὴν  ἐπίγνωσι τῆς Ἀληθείας καὶ  νὰ ἀναδείξουν ἀναριθμήτους  «ἀξίους»  ἀπὸ  ἀναξίους,  δικαιωμένους στὴν  κρίσι  τῆς  θείας Εὐσπλαγχνίας.

8.  Τὸ 860, οἱ δύο Ἅγιοι  Ἀδελφοὶ  ἐστάλησαν  στοὺς Χαζάρους, λαὸ μεταξὺ Κασπίας καὶ Μαύρης Θάλασσας, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν στὴν ὀρθὴ ἐπιλογὴ  τοῦ Χριστιανισμοῦ,  ἐν ὄψει τῆς ἐπιρροῆς τους ἀπὸ Ἰουδαίους  καὶ Μωαμεθανούς.  Ἐκεῖ,  στὸ Παλάτι  τοῦ Χαγάνου,  ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος (Κύριλλος)  ἐξέφρασε  τὸν  δανεισμένο ἀπὸ  τὸν  Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο  (βλ. Λόγο ΙΣΤ΄, § ΙΕ΄, ΡG 35, 953 καὶ 956) πόθο του γιὰ ἀπόκτησι τῆς «προτέρας ἀξίας καὶ εὐγενείας» τοῦ κοινοῦ μας προπάτορος Ἀδάμ, τὴν ὁποίαν  ἀπωλέσαμε  ἐξ αἰτίας  τῆς παρακοῆς  μας καὶ καλούμεθα νὰ ἀνακτήσουμε ἐγκεντριζόμενοι στὴν Ἐκκλησία.

Ἐκεῖ, ὅπως ἐνωρίτερα καὶ ἐνώπιον  τῶν Σαρακηνῶν  στὴν Βαγδάτη, ἀναπτύχθηκε μέσῳ διαλόγων ἡ πίστις στὴν Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία διαχωρίζει πλήρως τὸν Χριστιανισμὸ  ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸ  καὶ Μουσουλμανικὸ Μονοθεϊσμό. Ὁ Ἅγιος Φιλόσοφος ἀπὸ τὸ Βυζάντιο χρησιμοποίησε τὸ προσφυὲς παράδειγμα,  ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποστηρίζουμε ὅτι τιμοῦμε κάποιον ἄνθρωπο ὁλόκληρο, μὴ τιμῶντες ταυτοχρόνως «τὸν λόγον του καὶ τὸ πνεῦμα του».

Ἡ δὲ δυνατότης τῆς  θείας  Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ  Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐκ Πνεύματος  Ἁγίου ἦταν δυνατή, ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος, τὸ τιμιώτερο  δημιούργημα  τοῦ Τριαδικοῦ  Θεοῦ, πλάσθηκε  «κατ’  Εἰκόνα» Αὐτοῦ, γιὰ νὰ ὑπάρχη ἡ δυνατότητα ἐνοικήσεως τοῦ Θεοῦ ἐντὸς αὐτοῦ. Ἐπιπρόσθετα, ὁ παλαιὸς Νόμος ἀπέβλεπε στὸν Μεσσία-Χριστὸ καὶ πλέον  καταργήθηκε χάριν  τοῦ νέου Νόμου τῆς Χάριτος,  γιὰ τὴν καθιέρωσι  καὶ καθοδήγησι  τοῦ νέου ἐκλεκτοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιες  Εἰκόνες  εἶναι  ἀπαραίτητες, γιὰ τὴν διακήρυξι  καὶ βεβαίωσι τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.

Ὅσο γιὰ τὸν Μωάμεθ, ἄν αὐτὸς εἶναι προφήτης τοῦ Θεοῦ, τότε δὲν θὰ πρέπει νὰ εἶναι Προφήτης ὁ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος  ὡς ἀληθέστατος καὶ ἀδιάψευστος προεφήτευσε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, μὲ ἐξαιρετικὴ  ἐνάργεια, γιὰ  τὴν  Πρώτη καὶ  τὴν  Δευτέρα Παρουσία  τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἡ θεία αὐτὴ διδαχή, εἶχε θετικὰ ἀποτελέσματα μεταστροφῶν  στὸν Χριστιανισμὸ καὶ γενικὰ ἐκτιμήσεως καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ τοὺς Χαζάρους, καὶ συνωδεύετο  ἀπὸ Θαύματα.

CyrMeth3

9.  Θαυμαστὴ ἦταν καὶ ἡ ἀνεύρεσις  τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου  τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος  Κλήμεντος Ἐπισκόπου Ρώμης, ὁ ὁποῖος  εἶχε ἐξορισθῆ στὴν Χερσῶνα τὸ 100 περίπου μ.Χ. καὶ ἐτελειώθη διὰ πνιγμοῦ. Ἡ ἀνεύρεσις τοῦ Λειψάνου ἀπὸ τοὺς Ἁγίους κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀποστολῆς στοὺς Χαζάρους, ἡ ὁποία τοὺς ἐνίσχυσε καὶ παρηγόρησε μεγάλως, ἦταν μέσα στὸ σχέδιο  τῆς Θείας  Πρόνοιας.  Οἱ Ἅγιοι,  στὴν  ἱεραποστολή τους  ἀργότερα μεταξὺ  τῶν  Σλάβων,  θὰ μετέφεραν  ἕνα ἁπτὸ σημεῖο καὶ δεῖγμα Ἀποστολικότητος, ἐν συνεχείᾳ  δέ, κατὰ  τὴν  μετάβασί  τους στὴν  Ρώμη, σὲ μία δύσκολη  ἐποχὴ  τεταμένων σχέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, θὰ τύχαιναν  εὐμενεστάτης μεταχειρήσεως καὶ  ἀποδοχῆς τοῦ  ἱεραποστολικοῦ τους ἔργου,  ἐξ αἰτίας  ἀκριβῶς  τῆς  μεταφορᾶς καὶ ἀποδόσεως στὸν Πάπα τοῦ μαρτυρικοῦ καὶ θαυματουργοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τούτου.

10.  Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἁγίων στὴν Βασιλεύουσα, τὸ ἔτος 861, καὶ μία σύντομη περίοδο προετοιμασίας καὶ πνευματικῆς διεργασίας καὶ δημιουργίας, ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολι ἡ γνωστὴ ἔκκλησις τοῦ Ἡγεμόνος τῆς  Μοραβίας  Ραστισλάβου,  γιὰ  ἀποστολὴ  διδασκάλων-φωτιστῶν στοὺς  Σλάβους.  Ὁ  Χριστιανισμὸς εἶχε  ἤδη κηρυχθῆ ἐκεῖ ἀπὸ Γερμανοφράγκους κληρικούς, ἀλλὰ πνευματικοὶ καὶ ἐθνικοὶ λόγοι  ἐπέβαλαν  τὴν στροφὴ πρὸς τὴν ἔνδοξη Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ὥρα γιὰ ἀνάληψι  κυρίας δράσεως εἶχε σημάνει.  Οἱ Ἅγιοι  Ἀδελφοὶ  ἐκλήθησαν  στὴν Ἱεραποστολὴ τῆς ζωῆς τους.  Ἡ ὑπεύθυνη  καὶ  σοβαρὴ ἔναρξι  τοῦ σπουδαίου  αὐτοῦ  ἔργου, ἀπαιτοῦσε ἐπινόησι σλαβικοῦ ἀλφαβήτου.

Ἡ τέλεσις  τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ἡ διδαχὴ  στὴν γλῶσσα  τοῦ λαοῦ, προϋπέθεταν μεταφράσεις τῶν ἱερῶν κειμένων  στὰ σλαβικά. Τὰ κείμενα  αὐτὰ θὰ ἀποτελοῦσαν τὴν βάσι, γιὰ τὴν ἀνάπτυξι γηγενοῦς σλαβικῆς  φιλολογίας καὶ πολιτισμοῦ.  Τὸ θαῦμα συντελέσθηκε μὲ τὴν ἐπινόησι ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο (Κύριλλο) τοῦ γλαγολιτικοῦ ἀλφαβήτου, τὸ ὁποῖο ἐβασίζετο στὸ ἀντίστοιχο ἑλληνικὸ μὲ χρῆσι κάποιων μυστηριωδῶν  χαρακτήρων. Οὐσιαστικά,  ἡ διαδικασία αὐτὴ ἐπέφερε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα γεγονότα στὴν παγκόσμια ἱστορία: τὴν εἴσοδο στὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὸν Πολιτισμὸ τῶν Σλαβικῶν λαῶν!

11.  Οἱ Ἅγιοι  Ἰσαπόστολοι μετέβησαν ἄοπλοι  κατὰ  κόσμον σὲ μία εἰρηνικὴ  ἀποστολή,  μὲ μόνα ἐφόδια  τὴν ἀκράδαντη πίστι  τους,  τὴν μεγάλη ἀγάπη καὶ τὸν ζῆλο τους, ὡς καὶ τὴν παράδοσί τους στὸ θεῖο θέλημα, προκειμένου νὰ ἀποτελέσουν ὄργανα  τῆς θείας εὐδοκίας. Ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἐσκήνωνε μέσα τους, ἐδρόσιζε τὶς καρδιές τους σὰν πῦρ καθαρτικό, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐφώτιζε καὶ ἐνίσχυε ποικιλοτρόπως, ὥστε νὰ ὑπερβαίνουν κάθε ἐμπόδιο στὴν μετάδοσι τῆς θεογνωσίας στοὺς λαούς, ποὺ καρτεροῦσαν αὐτοὺς μὲ ἐλπίδες χρηστές.

12.  Στὴν Μοραβία, ὅπου ἀφίχθησαν  τὸ Φθινόπωρο τοῦ 863, ἔγιναν εὐμενῶς δεκτοὶ ἀπὸ τὸν διορατικὸ Ἡγεμόνα Ραστισλάβο καὶ ἐπεδόθησαν χωρὶς  καθυστέρησι  σὲ ἔργο εὐαγγελικό, κατηχητικό, διδακτικό, λειτουργικό, μεταφραστικό,  πολιτιστικό, φιλανθρωπικό, νομοθετικό, ἀνθρωπιστικό, κοινωνικὸ κλπ. Ἔδωσαν ἰδιαίτερη ἔμφασι στὴν ἐπιμόρφωσι μαθητῶν καὶ στὸν καταρτισμὸ  συνεργατῶν, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἑδραίωσι καὶ συνέχισι  τοῦ ἱεροῦ ἔργου.

Οἱ Ἅγιοι  Ἰσαπόστολοι, οἱ ὁποῖοι  ζοῦσαν μὲ λιτότητα καὶ ἀσκητικότητα,  ἔδωσαν ἰδιαίτερη  σημασία στὴν ὀργάνωσι  τῆς θείας Λατρείας καὶ μάλιστα  στὴν τέλεσι  τῆς Θείας Λειτουργίας, καὶ ἐνέπνευσαν τὴν  ἀγάπη  γι’  αὐτὴν  στὸν  λαό,  μεταφράζοντες τὶς  Ἀκολουθίες τοῦ Βυζαντινοῦ κατὰ  βάσιν  Τυπικοῦ.  Ἡ μετάφρασις  ἔγινε  στὴν  τοπικὴ καθομιλούμενη γλῶσσα, στὸ ἀλφάβητο ποὺ εἶχε εἰδικῶς  ἐπινοηθῆ ὡς γραπτὴ μορφὴ αὐτῆς, καὶ διὰ τοῦ τρόπου τούτου ἔδωσαν στὸν λαὸ τῶν Σλάβων  ἔκφρασι, μίλησαν στὴν ψυχή του, κέρδισαν  τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη  του, διότι  πρῶτοι οἱ Ἅγιοι  ἀγάπησαν  κενωτικά, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ θείου Λυτρωτοῦ, τοὺς Σλάβους Ἀδελφούς. Ἔδειξαν στὴν  πρᾶξι  τὸν  Χριστιανισμὸ  ὡς ἀγάπη,  θυσία, εὐγένεια,  ἀρετὴ καὶ ἐλευθερία. Ἐστόχευαν δὲ στὴν σύστασι μιᾶς ἀληθινῆς ἱεραποστολῆς: στὴν δημιουργία μιᾶς αὐθεντικῆς τοπικῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητος, μιᾶς γηγενοῦς Ἐκκλησίας, μὲ σεβασμὸ στὶς τοπικὲς ἰδιαιτερότητες, ὥστε ἡ λατρεία  καὶ δοξολογία τοῦ Τρισαγίου  Θεοῦ μας νὰ ἐπεκτείνεται  καὶ διευρύνεται,  καὶ τὰ «μεγαλεῖα  τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. β΄ 11) νὰ διαλαλοῦνται ποικιλογλώσσως, σὰν συνέχεια  τοῦ Ἁγιοπνευματικοῦ Θαύματος τῆς ἁγίας  Πεντηκοστῆς.

Τὸ δὲ ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης, τὸ ὁποῖο οἱ Ἅγιοι ἔφεραν μαζί τους, συνέδεε τοὺς νεοφωτίστους Σλάβους Χριστιανούς, στὰ  πλαίσια  τῆς  ἀληθινῆς Οἰκουμενικότητος, μὲ τὶς  ἐκκλησιαστικὲς ἕδρες Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καλλιεργώντας τὴν αἴσθησι τῆς γνήσιας Καθολικότητος τῆς ἁγίας  Πίστεώς μας.

13.  Τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων  Ἰσαποστόλων δὲν ἦταν χωρὶς ἐμπόδια. Κάποιοι τοπικοὶ ἄρχοντες ἔβλεπαν  καχύποπτα τὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου τοῦ  λαοῦ,  οἱ δὲ παραγκωνισμένοι κληρικοὶ  τῶν  Γερμανοφράγκων κατεφέροντο κατὰ  τῶν  Ἀνατολικῶν  Ἱεραποστόλων ὅτι  δὲν  ἦταν ἐπιτρεπτὴ ἡ χρῆσις τῆς σλαβικῆς  γλώσσης στὴν Λατρεία, διότι μόνον τρεῖς δῆθεν ἱερὲς γλῶσσες ὑπάρχουν, τὰ ἑλληνικά, τὰ λατινικὰ καὶ τὰ ἑβραϊκά! Ἐπίσης, οἱ κληρικοὶ  αὐτοὶ διέδιδαν γελοῖες δυσειδαιμονίες, δὲν ἐμπόδιζαν εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα καὶ δὲν ἀντιτασσόταν στὴν ἠθικὴ ἔκλυσι πολλῶν,  ἡ ὁποία ἔφθανε μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς πολυγαμίας.

Οἱ Ἅγιοι  Ἰσαπόστολοι ἀντέκρουσαν μὲ σθένος τὴν πολεμικὴ  τῶν Γερμανοφράγκων, μὲ κάθε δὲ τρόπο προσπάθησαν νὰ ἀνακόψουν τὴν ἠθικὴ ἔκπτωσι,  ἡ ὁποία ἐμάστιζε  τοὺς Σλάβους. Ἡ ἁγία Χριστιανικὴ Πίστις  μας συμβαδίζει  μὲ τὸ ἀνάλογο ἦθος καὶ  ἐμπνέει  καὶ  ἀπαιτεῖ ὑψηλὸ ἐπίπεδο αὐτοκυριαρχίας, καταπολεμήσεως τῶν παθῶν καὶ τῶν σαρκικῶν  ἐπιθυμιῶν,  ὡς καὶ ἀγῶνα  περιφρουρήσεως  καὶ καθάρσεως τῆς καρδίας.  Ἀληθινὸς Χριστιανισμὸς καὶ λαγνεία δὲν συμβιβάζονται. Ἡ ρίζα τοῦ προβλήματος  τῆς ἀρνητικῆς στάσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς πολεμικῆς κατὰ τῶν Βυζαντινῶν Ἱεραποστόλων, ἀπὸ μέρους τῶν Γερμανοφράγκων, πρέπει νὰ ἐντοπισθῆ ἀλλοῦ: ἤδη ἀπὸ δεκαετίες ἐνωρίτερα, αὐτοί,  χωρὶς βέβαια ἀκόμη τὴν ἔγκρισι καὶ συμφωνία τῆς Ρώμης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀσύνετη ἀπόρριψι τῆς Ἁγίας  Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶχαν εἰσαγάγει αὐθαιρέτως καὶ ἀντικανονικῶς τὴν «υἱοπατερικὴν αἵρεσιν» στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ γωστὸ Filioque, ἤτοι τὴν διακήρυξι ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ὁπότε, ἡ συνεπὴς καὶ δυναμικὴ ἀντίδρασις τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου καὶ τῶν Ἁγίων Μαθητῶν τους στὴν αἵρεσι αὐτή, ἦταν ἡ κύρια αἰτία τοῦ ἀπηνοῦς καὶ ἐξοντωτικοῦ διωγμοῦ τους.

14. Ἤδη εἶχαν παρέλθει 40 μῆνες ἀποδοτικῆς ἐργασίας καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ  χειροτονία Ἐπισκόπου καὶ  Κληρικῶν  ἦταν  ἐμφανέστατη,  ἄν θὰ ἔπρεπε ἡ νεο-ιδρυθεῖσα Τοπικὴ Ἐκκλησία στὴν Μοραβία νὰ ἀναπτυχθῆ καὶ προοδεύση. Ἔτσι, οἱ δύο Ἅγιοι  Ἰσαπόστολοι μὲ πλῆθος μαθητῶν τους  κατευθύνθηκαν τὸ 867 πρὸς νότον  καὶ  ἔφθασαν στὴν  Βενετία. Νωρίτερα, διῆλθαν  διὰ τῆς Παννονίας (Οὑγγαρίας,  Σλοβενίας),  ὅπου ἔγιναν δεκτοὶ  μὲ εὐμένεια  ἀπὸ τὸν Ἡγεμόνα  Κότσελ, ὁ ὁποῖος  τοὺς παρέδωσε πολλοὺς μαθητές.

Στὴν Βενετία, ἀνέμενε τοὺς Ἁγίους σφοδρὰ ἐπίθεσις ἀπὸ Λατίνους Κληρικούς, καὶ μάλιστα ἐπισκόπους, ὑποστηρικτὲς τῆς «τριγλωσσίας». Ἡ ἀπολογία τους ἦταν  ἄφοβη καὶ πειστική.  Ὁ Θεὸς δίδει  σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως βροχή, ἥλιο  καὶ  ἀέρα καὶ  ἀπὸ ὅλους  δέχεται  ὕμνο καὶ εὐχαριστία στὴν γλῶσσα ἑκάστου. Δὲν ὑπάρχουν  ἀνώτερες  γλῶσσες, ὥστε οἱ λοιποὶ  ἀλλόγλωσσοι νὰ εἶναι  τυφλοὶ  καὶ κωφοί. Κάθε λαὸς ἀνέκαθεν λατρεύει τὸν Θεὸ στὴν γλῶσσα του: «Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ» (Ψαλμ. 95, 1), «αἰνεῖτε  τὸν Κύριον πάντα  τὰ ἔθνη, ἐπαινέσατε Αὐτὸν πάντες  οἱ λαοί» (Ψαλμ. 116), «ἐν τῷ ὀνόματί  μου... γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς» (Μάρκ. ιστ΄ 17),  «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β΄ 11)!...

CyrMeth4

15.  Τότε ἦταν ποὺ κάλεσε τοὺς Ἰσαποστόλους στὴν Ρώμη ὁ Πάπας Νικόλαος, γιὰ ἀκρόασι  καὶ ἀπολογία. Ἦταν μία  δύσκολη  ἐποχὴ  συγκρούσεως  Δύσεως - Ἀνατολῆς καὶ  οἱ  Ἅγιοι,  ὡς  Ἀνατολικοὶ στὴν Δύσι, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι  ἰδιαίτερα  προσεκτικοί. Τελικά,  ἔφθασαν  στὴν  Ρώμη τὸν Δεκέμβριο τοῦ 867, ἐνῶ ὁ δύστροπος  Πάπας Νικόλαος εἶχε ἤδη ἀποβιώσει καὶ ὁ διάδοχός του  Ἀδριανὸς Β΄ μόλις  πληροφορήθηκε  ὅτι κατέφθανε  καὶ  τὸ  ἱερὸ Λείψανο  τοῦ  Ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης, ἔσπευσε μὲ Κλῆρο καὶ λαὸ νὰ προϋπαντήση τοὺς ἐρχομένους  μετὰ πάσης τιμῆς  καὶ  ἐνθουσιασμοῦ.  Τὸ ἱερὸ  Λείψανο, τὸ ὁποῖο  ἐθαυματούργησε,  τοποθετήθηκε  στὴν  Βασιλικὴ  τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος στὴν  Ρώμη. Τὸ γεγονὸς τοῦτο  βοήθησε τὰ μέγιστα  στὴν ἐκπλήρωσι  τῶν προσδοκιῶν  τῶν Ἀνατολικῶν Ἱεραποστόλων.

Ἡ χρῆσις τῆς σλαβικῆς  γλώσσης  στὴν θεία Λατρεία,  ὅπως καὶ οἱ γενόμενες μεταφράσεις  τῶν  ἱερῶν  κειμένων, ἐγκρίθηκαν πανηγυρικά. Θεῖες Λειτουργίες στὴν σλαβικὴ γλῶσσα ἐτελέσθησαν,  ὅπως καὶ ἱερατικὲς χειροτονίες, καὶ  μάλιστα  τοῦ ἱεροῦ Μεθοδίου,  τοῦ ἐκλεκτοῦ Μαθητοῦ τῶν Ἁγίων  ἱεροῦ Κλήμεντος καὶ πολλῶν  ἄλλων  ἀπὸ τὴν μεγάλη  συνοδία τους. Ὁ δὲ ἱερὸς Κωνσταντῖνος ὁ Φιλόσοφος,  ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο κατὰ πᾶσαν πιθανότητα νὰ χειροτονηθῆ  Ἐπίσκοπος γιὰ τὴν Μοραβία, ἀρρώστησε βαρειὰ πρὸς τὸ τέλος  τοῦ ἔτους 868 καὶ προαισθανόμενος τὴν  ἐπικείμενη ἐκδημία  του, ἐζήτησε  νὰ λάβη τὸ Μοναχικὸ Σχῆμα. Μετωνομάσθηκε Κύριλλος, προσευχήθηκε συγκινητικά, προέτρεψε τὸν ἀδελφό του Μεθόδιο σὲ συνέχισι τοῦ σωτηρίου ἱεραποστολικοῦ ἔργου καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 14.2.869, σὲ ἡλικία μόλις  42 ἐτῶν!  Τὸ ἱερὸ Λείψανό του, τὸ ὁποῖο  ἐπίσης  ἐθαυματούργησε, τιμήθηκε  ὑπερβαλόντως καὶ ἐτέθη ἐντὸς τῆς Βασιλικῆς τοῦ ἀγαπητοῦ  Προστάτου του Ἁγίου Κλήμεντος στὴν Ρώμη.

CyrMeth5

16.  Κατόπιν,  ὁ ἱερὸς Μεθόδιος, ὁ ὁποῖος  καίτοι  μεγαλύτερος στὴν ἡλικία  παρέμενε  μέχρι τῆς στιγμῆς  ἐκείνης  ὑπὸ τὴν σκιὰν  τοῦ χαρισματικοῦ αὐταδέλφου του ἐπιδεικνύοντάς του ὑποδειγματικὴ ἀφοσίωσι καὶ ὑποταγή, ἀνέλαβε τὴν σκυτάλη τοῦ ἀγῶνος  καὶ ἐπέδειξε τὰ ἔξοχα πνευματικὰ καὶ διοικητικὰ προσόντα του. Μετέβη μὲ τὴν συνοδία του πίσω στὴν Παννονία, ἀπὸ ὅπου ὅμως ἐστάλη καὶ πάλι στὴν Ρώμη, προκειμένου νὰ χειροτονηθῆ  Ἀρχιερεύς,  ὥστε νὰ διασφαλισθῆ  ἡ Ἱεραποστολὴ  στοὺς Σλάβους. Ὁ Πάπας  Ἀδριανὸς Β΄ τὸν ἐχειροτόνησε πράγματι Ἐπίσκοπο Σιρμίου τὸ 870, στὸν θρόνο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρονίκου, ὡς ὑπεύθυνο τῶν νεοφωτίστων Σλάβων, μὲ ἄδεια χρήσεως τῆς σλαβικῆς γλώσσης στὴν θεία Λατρεία καὶ στὸ κήρυγμα. Ὁ Πάπας τὸν ἔθετε ὑπὸ τὴν Δικαιοδοσία του προφανῶς  μὲ τὴν συγκεντρωτικὴ ρωμαϊκὴ ἔννοια,  ἀλλὰ  ὁ ἱερὸς Μεθόδιος,  μὴ παραγνωρίζων τὴν Κανονικὴ  Τάξι, θεωροῦσε ἑαυτὸν ὡς ἔχοντα  ἐκ τῶν πραγμάτων σχετικὴ ἐκκλησιαστικὴ αὐτοτέλεια μὲ τὴν εὐρεῖα καὶ φιλελεύθερη βυζαντινὴ  ἔννοια.

17. Ὁ Ἱεράρχης πλέον Μεθόδιος μετέβη στὴν Παννονία, ὅπου ἀποδύθηκε  μετὰ ζήλου σὲ ἀποστολικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο συνάντησε  τὴν κακεντρεχῆ ἀντίδρασι  τῶν Γερμανοφράγκων. Αὐτοί, παραβλέποντες τὴν Ἀποστολική του αὐθεντία  καὶ  ἐξουσία,  ἡ ὁποία  εἶχε  καθιερωθῆ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὀρθόδοξη ἀκόμη τότε Ρώμη, προφασίσθηκαν  ὅτι παριέπεσε δῆθεν σὲ ἐκκλησιαστικὴ εἰσπήδησι ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἰδικῆς τους δικαιοδοσίας καὶ σὲ μία ψευδοσύνοδο  στὸ Ρέγκενσμπουργκ τῆς Γερμανίας τὸ ἴδιο ἐκεῖνο  ἔτος (870), τὸν κατεδίκασαν σὲ φυλάκισι  μὲ πρόθεσι νὰ τὸν φονεύσουν. Ὁ Ἅγιος ἀντετάχθη στερρῶς σὲ αὐτὴ τὴν αὐθαιρεσία καὶ ἐξέφρασε τὴν μαρτυρικὴ ἑτοιμότητά του νὰ πάθη ὑπὲρ τῆς Ἀληθείας,  ἀποδεικνύων ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου  Πνεύματος  ἐνοικοῦσε στὴν ψυχή του καὶ τὸν πληροῦσε μὲ ἀνδρεία, ἀφοβία, εἰρήνη καὶ ὁμολογία. Διὰ τοῦ ἀναισχύντου αὐτοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς ἀπροκαλύπτου αὐτῆς  ἀδικίας, ὁ ἱερὸς  Μεθόδιος  ἐκτοπίσθηκε σὲ μία μονὴ-φυλακὴ στὴν Σουαβία τῆς ΝΔ Βαυαρίας, ὅπου παρέμεινε ἔγκλειστος ὑπὸ ἄθλιες συνθῆκες ἐπὶ 2,5 χρόνια.

18.  Ὁ  Πάπας  Ἀδριανὸς Β΄ δὲν  ἔμαθε τίποτε  γιὰ  ὅλα  αὐτά,  ὁ δὲ διάδοχός του Πάπας  Ἰωάννης Η΄ μόλις  πληροφορήθηκε  τὰ συμβάντα, ἀντέδρασε δυναμικὰ καὶ ἐπέτυχε τὴν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἱεροῦ Μεθοδίου  μόλις  τὸ 873, ὁπότε  ὁ Ἅγιος κατώρθωσε νὰ μεταβῆ στὴν Μοραβία μετὰ 6 ὁλόκληρα  χρόνια  ἀπουσίας.  Στὸ μεταξύ,  ἐκεῖ  ἐβασίλευε  ὁ Σβιατοπλούκ, μοχθηρὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος  ἐνωρίτερα εἶχε ἀνατρέψει τὸν θεῖο καὶ εὐεργέτη του Ἡγεμόνα  Ἅγιο  Ραστισλάβο  καὶ τὸν παρέδωσε στοὺς αἱμοδιψεῖς Γερμανοφράγκους, στὰ χέρια τῶν ὁποίων  ἐμαρτύρησε ὑπὲρ τῆς  Ὀρθοδόξου  Πίστεως  καὶ  τοῦ Ἔθνους  του τὸ 870, εἰσερχόμενος στὴν χορεία τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ.

CyrMeth6

Ὁ Ἅγιος  Μεθόδιος  ἀπελευθερώθηκε  μὲ τὴν παπικὴ  παρέμβασι, μὲ τὴν  ἐντολὴ  νὰ μὴ χρησιμοποιῆ  τὴν  σλαβικὴ  γλῶσσα  στὴν  θεία Λατρεία· αὐτὴ τὴν παράλογη  ὅμως ἐντολὴ  ὁ Ἅγιος  τὴν ἀγνόησε ἐντελῶς, ὥστε νὰ ἀποδείξη  πασιφανῶς πῶς  ἐννοοῦσε  τὴν  ἀποστολή  του καὶ τὴν κανονικὴ ὑπαγωγὴ  καὶ ἐξάρτησί του. Ἡ αὐθεντία τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης δὲν γινόταν ἀποδεκτή, ὅταν δὲν ἦταν σύμφωνη μὲ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Δικαιοσύνη καὶ ὅταν δὲν ὑπηρετοῦσε τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἀνάγκες τοῦ Ποιμνίου. Ὁ ἱερὸς Μεθόδιος ἔναντι  τῶν αὐθαιρεσιῶν Γερμανίας καὶ Ρώμης παρέμεινε σταθερὸς στὶς ἐπιταγὲς τῆς Ἀληθείας, τῆς συνειδήσεως καὶ τοῦ συμφέροντος τοῦ κατὰ Θεὸν Ποιμνίου του.

19.  Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο  τοῦ Ἁγίου  Ἀρχιεπισκόπου Μοραβίας Μεθοδίου ἦταν ἀποδοτικό, παρὰ τὰ συνεχῆ ἐμπόδια.  Ἀπέβλεπε  στὸν εὐαγγελισμὸ τῶν  σλαβικῶν  φύλων,  ἀλλὰ  καὶ  στὴν  ἠθικὴ  ἀνόρθωσι τοῦ σλαβικοῦ Ποιμνίου. Τὸ ἔργο του ἐστολίζετο καὶ ἀπὸ θεῖες προρρήσεις, οἱ ὁποῖες ἐφανέρωναν  τὴν χαρισματικότητά του. Ἔναντι  δὲ τοῦ Ἡγεμόνος Σβιατοπλούκ, ὁ ὁποῖος  ζοῦσε ἀσώτως,  ἦταν  ἐλεγκτικός, ἐνῶ οἱ Γερμανοφράγκοι προκειμένου  νὰ τὸν προσεταιρισθοῦν,  δὲν τὸν στενοχωροῦσαν. Μὲ ἀποτέλεσμα, οἱ αἱρετικοὶ αὐτοὶ  «τριγλωσσῖτες- πιλατιανοὶ» καὶ ὀπαδοὶ τῆς υἱοπατερικῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque νὰ μὴ παύουν νὰ παρεμποδίζουν τὸ ἔργο τοῦ ἱεροῦ Μεθοδίου, κατηγοροῦντες αὐτὸν πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν καὶ ἰδίως  στὴν Ρώμη.

Ὁ Ἅγιος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταβῆ στὴν Ρώμη τὸ 879 καὶ ἀπολογήθηκε δικαιούμενος, ἀλλὰ ἡ Ρώμη παράλληλα ἐνίσχυε τοὺς κατηγόρους του καὶ ἐπεδείκνυε ἀστάθεια καὶ παλινωδία στὴν θέσι της ἔναντι  τῶν πρακτικῶν τοῦ Ἁγίου, κάτι ποὺ τὸν στενοχωροῦσε, ἐκούραζε καὶ ἀπογοήτευε, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ τὸν καταβάλη.

20.  Οἱ κατηγορίες συνεχίζοντο κατὰ τοῦ Ἁγίου Ἀρχιεπισκόπου Μεθοδίου, ὅτι σὺν τοῖς ἄλλοις  ἔχασε καὶ τὴν εὔνοια τοῦ Αὐτοκράτορος, ὁπότε  ἀναγκάσθηκε νὰ μεταβῆ πλέον  στὴν Κωνσταντινούπολι (881-882), ὅπου ἔγινε εὐφήμως δεκτὸς  ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸν Μακεδόνα  καὶ  τὸν  Πατριάρχη  Ἅγιο  Φώτιο,  πρὸς  ἀλληλοενίσχυσιν καὶ ἀλληλο-οικοδομήν. Μὲ τὸν  Μ. Φώτιο  συνεζήτησαν καὶ τὸ θέμα συστηματικῆς-θεολογικῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque, καταδικασθείσης δύο περίπου ἔτη ἐνωρίτερα στὴν Μεγάλη –κατ’ οὐσίαν Η΄ Οἰκουμενικὴ- Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (879-880), κάτι τὸ ὁποῖο ἔκανε  τελικὰ  ὁ Μέγας Φώτιος  μὲ τὸ ἀξεπέραστο  κλασσικὸ ἔργο του «Λόγος περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας» (ΡG 102, 279-400).

Ὁ  ἱερὸς  Μεθόδιος  ἐπέστρεψε  στὴν  Μοραβία, μέσῳ Βουλγαρίας, καὶ  ὡλοκλήρωσε  τὸ μεταφραστικό  του ἔργο  τῶν  Βιβλίων  τῆς  Παλαιᾶς  Διαθήκης,  μετέφρασε  καὶ  ἄλλα  ἔργα, ὅπως  τὸν  Νομοκάνονα, ἤ συνέγραψε  ἀφ’ ἑαυτοῦ του, ἐπεξέτεινε τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο στὴν Βοημία, Πολωνία,  ἴσως ἀκόμη καὶ μέχρι τὸ Κίεβο, ἀφώρισε τὸν κυριώτερο ἐκκλησιαστικὸ ἀντίπαλό του Βίχινγκ, ἐπίσκοπο Νίτρας, γιὰ τὶς ἀτέρμονες  δολοπλοκίες του καὶ τὴν ἀμετανόητη  αἱρετικὴ  ἐμμονή του, ὅπως καὶ τὸν ἀσεβῆ Ἡγεμόνα  Σβιατοπλούκ, ὥρισε διάδοχό  του τὸν πλέον ἐπιφανῆ καὶ ἐμβριθῆ Μαθητή του Γοράσδο, ὁ ὁποῖος  ἐγνώριζε σλαβικά, λατινικὰ καὶ ἑλληνικὰ καὶ εἶχε μᾶλλον  προβιβασθῆ σὲ Ἐπίσκοπο, καὶ ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ ταξίδι  τῆς αἰωνιότητος.

CyrMeth7

Τὴν Κυριακὴ  τῶν  Βαΐων  τοῦ 885 ἐλειτούργησε στὸν  Καθεδρικὸ Ναὸ στὸ Βελεχρὰντ καὶ αἰσθάνθηκε  ἀδιαθεσία. Τὴν Μ. Τετάρτη, στὶς 6 Ἀπριλίου, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριό μας ἐν μέσῳ τῶν Μαθητῶν του καὶ τοῦ ἀγαπητοῦ Ποιμνίου του. Ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία του ἦταν πάνδημος  καὶ ἐψάλη στὰ σλαβικά,  λατινικὰ καὶ ἑλληνικά. Ἐτάφη ἐντὸς  τοῦ Καθεδρικοῦ  Ναοῦ του, ἀλλὰ  τὸ ἱερὸ Λείψανό  του ἔχει ἀπωλεσθῆ καὶ δὲν εἶναι γνωστὸ  ποῦ εὑρίσκεται.

CyrMeth8

Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἐστολίζετο μὲ φόβο Θεοῦ, καθαρότητα  σώματος καὶ ψυχῆς, θερμὴ προσευχή, ἁγνότητα, φιλανθρωπία, ἀγάπη, πόνο καὶ ὑπομονή· διακρινόταν γιὰ αὐστηρότητα,  ἀλλὰ  καὶ γιὰ ἐπιείκεια·  εἶχε λόγον «δριμὺν καὶ ἤρεμον» -δριμὺν κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἀληθείας καὶ ἤρεμον πρὸς τοὺς ἀποδεχομένους τὸ θεῖον κήρυγμα.

21.  Μετὰ τὴν κοίμησι  τοῦ Ἁγίου  Μεθοδίου, ἡ Ἱεραποστολὴ στὴν Μοραβία δέχθηκε καίριο πλῆγμα. Τόσο ἡ ἄστοχη παρέμβασις τοῦ νέου Πάπα Στεφάνου Ε΄, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευσε τὴν χρῆσι τῆς σλαβικῆς γλώσσης, ὅσο καὶ ἡ ἐπικράτησις, ἐξ αἰτίας  τῆς καλύψεως ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ Σβιατοπλούκ, τοῦ Γερμανοφράγκου  Βίχιγκ, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα  τὴν βιαία ἐκδίωξι  τῆς Ὀρθοδόξου  Ἱεραποστολῆς στοὺς Σλάβους καὶ τὸν ἀπηνῆ διωγμὸ τῶν Μαθητῶν τῶν Ἁγίων  Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ἀπὸ τὴν Μοραβία. Διότι, οἱ Γερμανοφράγκοι ἐκτὸς τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς χρήσεως  τῆς  σλαβικῆς  γλώσσης  στὴν  Λατρεία,  εἰσήγαγαν ἀπροκάλυπτα  τὸ αἱρετικὸ  Filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.  Ὁ Ἐπίσκοπος Γοράσδος ἐκτοπίσθηκε, ἄλλοι Μαθηταὶ τῶν Ἁγίων ἐβασανίσθησαν καὶ ἕτεροι πωλήθηκαν ὡς δοῦλοι. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἐφυλακίσθηκαν, ἀλλὰ διὰ σημείων καὶ θαυμάτων τελικὰ  ἐλευθερώθηκαν καὶ ἐγκαταλείφθηκαν στὴν ἐρημία πρὸς εὕρεσιν τόπου καταφυγῆς. Οἱ ἐξόριστοι αὐτοὶ Ἅγιοι καὶ Ὁμολογητὲς τῆς Ἀληθείας,  μὲ πλέον  γνωστοὺς τοὺς  Κλήμεντα,  Ναοὺμ καὶ Ἀγγελάριο, κατευθύνθηκαν νοτιώτερα καὶ ἐργάσθηκαν ἱεραποστολικὰ καὶ ἐκπολιτιστικὰ στὴν Βουλγαρία,  τὴν νέα ἕδρα τῶν σλαβικῶν  γραμμάτων.  

CyrMeth9

Ἐκεῖ,  λόγῳ  τῆς δυσκολίας τοῦ γλαγολιτικοῦ ἀλφαβήτου,  ἐπινοήθηκε πλέον τὸ λεγόμενο  κυριλλικὸ καὶ ἄρχισε μία πνευματικὴ ἀναγέννησις, ἡ ὁποία  ἐπέδρασε εὐεργετικά, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, σὲ Σλοβένους, Μοραβούς, Κροάτες,  Σέρβους, καὶ ἀργότερα  Ρώσους, τὸ μεγαλύτερο καὶ πολυπληθέστερο αὐτὸ σλαβικὸ φύλο.

22.  Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς Μαθητὲς τῶν Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὴν Μοραβία γιὰ τὴν ἀκράδαντη πιστότητά τους στοὺς Ἁγίους Διδασκάλους τους καὶ δι’ Αὐτῶν στὴν ἁγία Ὀρθόδοξη Ἁγιογραφική, Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Πίστι καὶ Παράδοσι.

Ὡς  πρὸς  τὸ ἐπίμαχο  θέμα τῆς  «υἱοπατερικῆς αἱρέσεως»,  ὡμολογοῦσαν ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἀλλὰ χορηγεῖται στοὺς ἀξίους καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ· ἄλλο ὅμως ἡ ἐκπόρευσις καὶ ἄλλο  ἡ χορήγησις-πέμψις· ἡ ἐκπόρευσις φανερώνει  τὸ «πῶς εἶναι»  τοῦ Πνεύματος,  ὅπως καὶ ἡ γέννησις φανερώνει  τὸ «πῶς εἶναι»  τοῦ Υἱοῦ· ἡ χορήγησις ὅμως φανερώνει  πλουτισμὸ  καὶ διάδοσι.  Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους,  μοναδικὴ  ἀρχὴ καὶ  αἰτία  στὴν  Ἁγία  Τριάδα εἶναι  ὁ Πατήρ, τοῦ Υἱοῦ ὡς Πατὴρ καὶ  τοῦ Πνεύματος  ὡς Προβολεύς· ὅπως  καὶ  ὁ ἕνας  ἥλιος  ἀποτελεῖ ἀρχὴ καὶ  τῆς  ἀκτῖνος καὶ  τῆς  ἐλλάμψεως καὶ θάλψεως· στὴν ἀκτῖνα  συνυπάρχει  ἡ λάμψις καὶ ἡ θάλψις, ὅπως στὸν Υἱὸ τὸ Πνεῦμα, καὶ τῆς ἀκτῖνος εἶναι ἡ λάμψις,  ὅπως τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ· ἀμφότερα προέρχονται ἀπὸ μία ἀρχή, τὸν ἥλιο, καὶ ὅπως διὰ τῆς ἀκτῖνος δίδεται  στὸν κόσμο ἡ λάμψις  καὶ ἡ θάλψις,  ἔτσι καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ χορηγεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον  στὴν νοητὴ  κτίσι.  Ἡ Ὀρθόδοξος Ὁμολογία ἐπὶ τοῦ θέματος  περιλαμβάνεται στὸ ἅγιο  Εὐαγγέλιο (Ἰωάν. ιε΄ 26) καὶ διακηρύσσεται  στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως  ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἄρα, οἱ ὀπαδοὶ τῆς «υἱοπατερικῆς αἱρέσεως» παραχαράσσουν  τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἀπόφασι τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ δὲ ἀποκατάστασις τῆς ἑνότητος θὰ ἐπιτευχθῆ μόνον κατόπιν τῆς μετανοίας τῶν αἱρετικῶν καὶ τῆς ταυτίσεώς τους μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἕως ὅτου συμβῆ αὐτό, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη κανενὸς εἴδους ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία «φωτὶ πρὸς σκότος» (Β΄ Κορ. στ΄ 14). Ἡ διδασκαλία καὶ ἡ πρακτικὴ  τῶν Ἁγίων  εἶναι λαμπερὴ σὰν τὸν ἥλιο καὶ δὲν ἐπιδέχεται οὐδεμίαν παραποίησιν.

CyrMeth10

23.  Παρὰ τὸν διωγμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας  ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ  κοιτίδα τῆς Ἱεραποστολῆς τῶν Ἁγίων  Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου καὶ τῶν Μαθητῶν τους  στὴν  Μοραβία, ὁ σπόρος  τῆς  Ἀληθείας ἔπεσε βαθειὰ στὰ σλαβικὰ  ἔθνη καὶ  ἀπέδωσε  «καρπὸν  ἑκατονταπλασίονα» (Λουκ. η΄ 8). Πραγματοποιήθηκε, σὺν Θεῷ, ἕνας ἆθλος, ἔστω καὶ χωρὶς  ἄμεσα καὶ ἐντυπωσιακὰ ἀποτελέσματα, ἔστω καὶ μὲ συνεχῆ ἐμπόδια καὶ μὲ φαινομενικὴ ἀποτυχία. Οἱ Ἅγιοι θεωροῦνται ἐντελῶς δικαίως Ἐθνικοὶ Ἥρωες τῶν σλαβικῶν  λαῶν γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐκπολιτιστικὸ ἔργο τους. Συνεδύαζαν ἐπιτυχῶς καὶ ἁρμονικῶς Γνῶσι καὶ Ἀρετὴ καὶ εἶχαν μία θαυμαστὴ Χριστοαίσθησι τῆς Ἑνότητος καὶ τῆς Καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας.  Ἡ Ἑνότητα συνδυάζει ἐμπλουτιστικὰ ὅσα στοιχεῖα δὲν παραβλάπτουν τὴν Καθολικότητα, ἀλλὰ μᾶλλον  τὴν ἐνισχύουν  καὶ ἀναδεικνύουν. Διαρρυγνύεται ὅμως, ὅταν εἰσαχθοῦν στὴν Ἐκκλησία στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀντιπολεμοῦν τὴν Καθολικότητα καὶ τὴν καταστρέφουν. Στὴν πραγματικότητα βέβαια, οὔτε  ἡ Ἑνότης  οὔτε  ἡ Καθολικότης παραβλάπτονται  ὀντολογικά, ἀλλὰ δημιουργεῖται κρίσις στὴν Ἐκκλησία «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν»  (Λουκ. β΄ 34).

24.  Οἱ Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι  Ἱεραπόστολοι ποθοῦσαν  τὴν ἀρχικὴ δόξα καὶ εὐγένεια τοῦ γένους  μας, τὴν παραδείσια  κατάστασι, εἶχαν μεγάλο πόθο τελειότητος καὶ ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα γιὰ νὰ κερδίσουν τὸν Χριστό. Ἡ ἀγάπη  καὶ ὁ ἔρωτάς τους γιὰ τὸν Νυμφίο τῶν ψυχῶν τοὺς ὥπλισε μὲ ἀρετὴ καὶ ὑπομονή, ὥστε νὰ ἐκπληρώνουν μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν  καλύτερο  τρόπο  τὶς  ἀποστολὲς ποὺ τοὺς  ἀνέθεταν,  μὲ τὰ πλέον  θαυμαστὰ  ἀποτελέσματα. Μᾶς διδάσκουν, ὅτι  ἀποτελεσματικὴ Ἱεραποστολὴ δὲν ἐπιτελεῖται, ἄνευ τῆς συνεχοῦς ἐσωτερικῆς καλλιεργείας καὶ καθάρσεως τῶν ἰδίων τῶν Ἱεραποστόλων. Ἀπεδείκνυαν δὲ τὴν πίστι μέσῳ τῆς συμμετοχῆς  στὴν θεία Λατρεία καὶ τῆς ἐπιτελέσεως ἔργων ἀγαθῶν. Ἄν καὶ ποθοῦσαν τὴν κατὰ Θεὸν ἀμεριμνία καὶ ἡσυχία, γνώριζαν ὅτι ἡ θεία κλῆσις τους περιελάμβανε τὴν διακονία τῶν πολλῶν. Δὲν προέταξαν τὸ θέλημά τους, οὔτε τὸ συμφέρον τους, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ συμφέρον τῶν πολλῶν,  «ἵνα σωθῶσι» (Α΄ Κορ. ι΄ 33).

25.  Οἱ Ἅγιοι Θεσσαλονικεῖς Ἰσαπόστολοι Κύριλλος  καὶ Μεθόδιος ἔδρασαν σὲ ἐποχὴ συγκρούσεως Παλαιᾶς καὶ Νέας Ρώμης, ἐξ αἰτίας τῆς ἀλαζονίας τῆς Παλαιᾶς, καὶ δραστηριοποιήθηκαν ὡς ἀποσταλμένοι τῆς Ἀνατολῆς σὲ μία περιοχή, ἡ ὁποία ἀνῆκε γεωγραφικῶς/δικαιοδοσιακῶς στὴν Δύσι. Ἐργάσθηκαν ὅμως κατὰ τέτοιον τρόπο, μὲ σοφία καὶ φρόνησι πνευματική, ὥστε νὰ ἀναδειχθοῦν στὴν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν  δὲν ἐπῆλθε ἀκόμη ὁ ὁριστικὸς χωρισμός,  σὲ παράγοντες εὐσταθίας καὶ ἑνότητος. Ἐκ Νέας Ρώμης ὡρμόμενοι καὶ φωτίσαντες τοὺς Σλάβους, καθαίροντες τὸ τοπίο ἀπὸ τὶς Γερμανοφραγκικὲς πλάνες καὶ δωρήσαντες  στὴν Παλαιὰ  Ρώμη τὸ ἱερὸ Λείψανο  τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος,  ἀποτέλεσαν ζῶσες ὑπενθυμίσεις, ὅτι τὸ ἔργο τῶν Θρόνων ἦταν ὁ Εὐαγγελισμὸς τοῦ κόσμου ἐν τῇ ἑνότητι τοῦ Πνεύματος καὶ ἡ πιστὴ τήρησις τῶν ἀείποτε παραδεδομένων μὲ φρόνημα μαρτυρικό, καὶ ὄχι ἡ ἐξουσιαστικότης, ἡ ὑφαρπαγή, ἡ ἐριστικότης καὶ ἡ διαίρεσις.

26.  Ὁ Ἅγιος  Κύριλλος  τελικὰ  ἄφησε καὶ τὸ ἰδικό  του πλέον  ἱερὸ Λείψανο  στὴν  ὀρθόδοξη ἀκόμη  Ρώμη, ἀπὸ  ὅπου  ἔλαβαν  τὴν  ἀρχιερωσύνη καὶ  τὴν  ἱερωσύνη  ὁ Ἅγιος  Μεθόδιος  καὶ  οἱ ἱεροὶ  Μαθητές τους.  Ὅμως,  ἐν συνεχείᾳ,  αὐτοὶ  ἐδεινοπάθησαν στὰ χέρια  τῶν  ἤδη αἱρετικῶν Γερμανοφράγκων, τοὺς ὁποίους εὐθαρσῶς κατήγγειλαν καὶ κατεδίκασαν. Ἡ ἀνδρεία καὶ θαρραλέα πρᾶξις τους ἐντὸς τοῦ ἐδάφους τοῦ Δυτικοῦ Πατριαρχείου  τῆς ἑνωμένης ἀκόμη Χριστιανοσύνης, εἶχε προφητικὴ σημασία: ἄν ἡ Ρώμη δὲν ἀνεχαίτιζε ἐγκαίρως καὶ ἀποφασιστικῶς τοὺς αἱρετίζοντας Γερμανοφράγκους, θὰ ἐξέπιπτε καὶ ἡ ἴδια στὴν αἵρεσι, ὅπως δυστυχῶς συνέβη ὁριστικῶς ὄχι πολὺ ἀργότερα. Οἱ Ἅγιοι λοιπὸν ἀποτέλεσαν μία ἀπὸ τὶς ὕστατες ἀπόπειρες προστασίας καὶ προφυλάξεως τῆς Ρώμης ἀπὸ τὴν διαγραφόμενη ἔκπτωσι, τοὺς ὁποίους ἡ Θεία Πρόνοια ἐχρησιμοποίησε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, ὥστε οἱ Παπικοὶ νὰ εἶναι γιὰ ἕναν ἐπὶ πλέον ἰσχυρὸ λόγο ἀναπολόγητοι.

27. Ὅσοι ἐντάσσουν σήμερα τοὺς Ἁγίους Ἰσαποστόλους Κύριλλο καὶ Μεθόδιο καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς στοὺς οἰκουμενιστικοὺς ἑνωτικοὺς σκοπούς τους, λησμονοῦν ἠθελημένα ὅλα τὰ ἀνωτέρω. Ὅμως, ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι τόσο ἑνωτικοί, ὅσο εἶναι προσκολλημένοι στὴν Καθολικότητα τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἀληθείας· ὅ,τι δὲν βλάπτει τὴν Ἀλήθεια καὶ δὲν ἐμποδίζει τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γίνεται δεκτὸ ἤ ἔστω ἀνεκτό· τοπικὲς ἰδιομορφίες, λατρευτικὰ τυπικὰ ἤ συνήθειες, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν μὲν διαφορά, ἀλλὰ δὲν πλήττουν τὸν κοινὸ θησαυρὸ τῆς Πίστεως καὶ τὴν κοινὴ δωρεὰ τῆς Ἀγάπης, δὲν ἀποτελοῦν γιὰ τοὺς Ἁγίους μας αἰτίες διασπάσεως τῆς ἑνότητος· ὅπου ὅμως ἡ Πίστις διασαλεύεται καὶ ἡ οἰκονόμησις τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων ἐμποδίζεται, τότε ἐπέρχεται ἡ ἄμεσος ἀντίδρασις καὶ ὁμολογητικὴ ἀντίκρουσις κατὰ παντὸς τολμητίου ἐκκλησιαστικοῦ ἤ πολιτικοῦ, ἐπισκόπου ἤ ἄρχοντος, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Πάπα. Διότι, οὔτε αὐτὸς ὁ Πάπας εἶναι δυνατὸν νὰ «δεσμεύη» τοὺς Ἁγίους, ὅταν δὲν ὀρθοτομῆ, ἀλλὰ ὑποχωρεῖ καὶ περιπίπτει σὲ παλινωδίες. Ἄρα ὁ Πάπας, στὴν συνείδησι τῶν Ἁγίων, δὲν εἶναι ἀλάθητος οὔτε ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε πάλι εἶναι δυνατὸν ἡ ἐπίκλησις τοῦ Θεσμοῦ νὰ ὑπερισχύση τῆς Χάριτος, ἤ τὸ χειρότερο νὰ φιμώση Αὐτήν.

28.  Ἑπομένως, οἱ Ἅγιοι Ἰσαπόστολοι δὲν προσφέρονται γιὰ οἰκουμενιστικὴ «χρῆσι» καὶ ἐκμετάλλευσι. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς  Ρώμης μετὰ τὸν ΙΑ΄ αἰ., ἐπρόδωσε καὶ ἀπεμπόλισε ἐπισήμως πλέον τὴν μαρτυρία καὶ ἀποστολὴ τῶν Ἁγίων.  Ἄν δὲν ἐπανορθώση ἐν μετανοίᾳ τὰ ἀτοπήματά της στὴν Πίστι καὶ τὴν Δικαιοσύνη, θὰ ἐξακολουθήση νὰ ἀφίσταται τῆς κληρονομίας καὶ εὐλογίας Αὐτῶν, ἔστω καὶ ἄν τοὺς θεωρῆ ὡς «Προστάτες τῆς Εὐρώπης».  Οἱ δὲ ἐξ ὀρθοδόξων  Οἰκουμενισταί,  μὲ ἡγήτορας  τοὺς  προϊσταμένους τῆς  Νέας  Ρώμης, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προβάλλουν τοὺς Ἁγίους ὡς πρότυπα οἰκουμενιστικῆς στάσεως καὶ δράσεως, ὡς δῆθεν «κρίκους», γιὰ διευκόλυνσι τῆς ἑνώσεως μὲ τοὺς Παπικούς, διότι τοῦτο ἀποτελεῖ κατάφωρη προσβολὴ τῶν Ἁγίων καὶ εὐθεῖα διαστροφὴ τῆς ἀνεκτίμητης Παρακαταθήκης τους.

29.  Οἱ Διάλογοι ἐπίσης, τοὺς ὁποίους οἱ Ἅγιοι διεξήγαγαν, εἴτε μὲ ὀπαδοὺς  ἄλλων  θρησκειῶν εἴτε μὲ ὀπαδοὺς  αἱρέσεων,  δὲν ἔχουν ἀπὸ κάθε ἄποψι καμμία ἀπολύτως σχέσι μὲ τοὺς σημερινοὺς διαθρησκευτικοὺς καὶ διαχριστιανικοὺς διαλόγους στὰ πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ διάλογοί τους ἦσαν γεμᾶτοι  σφρῖγος,  δύναμι καὶ αὐθεντία, φιλανθρωπία, ἀλλὰ  καὶ  ζῆλο,  ὥστε  νὰ  ἐκθέτουν  τὴν  πίστι,  νὰ  τὴν ὑπερασπίζωνται, νὰ  ἀπολογοῦνται ὑπὲρ αὐτῆς,  νὰ  τὴν  ὁμολογοῦν καὶ νὰ εἶναι  ἕτοιμοι  νὰ μαρτυρήσουν ὑπὲρ αὐτῆς. Οἱ Ἅγιοι  ἐξέθεταν τὴν πίστι Ἀποστολικο-πατερικῶς καὶ ἀνέμεναν τὰ θετικὰ ἤ ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα, μὲ ἀνοικτότητα βεβαίως καὶ εὐρύτητα πνεύματος, ὑπολογίζοντες καὶ ἐπαφιέμενοι στὴν θεία εὐλογία  καὶ στὴν καλὴ διάθεσι τῶν ἀκουόντων·  δὲν συζητοῦσαν γιὰ νὰ συζητοῦν, νὰ συγκρίνουν καὶ νὰ συμβιβάζουν τὰ πράγματα  πρὸς ἐξαγωγὴν κοινῶν  συμφωνιῶν· δὲν διεπραγματεύοντο, ἀλλὰ ὡμολογοῦσαν καὶ μαρτυροῦσαν τὴν Ἀλήθεια.

Οἱ ἀτέρμονες  ἀκαδημαϊκοὶ ἤ ἄλλοι  σύγχρονοι  διάλογοι, οἱ ὁποῖοι διεξάγονται ὑπὸ ἐντελῶς διάφορες συνθῆκες καὶ διάφορη στοχοθεσία, ἐντὸς  τῆς  θεσμοποιημένης οἰκουμενικῆς κινήσεως,  πρὸς ἄμβλυνσιν τῶν διαφορῶν καὶ ἐπίτευξιν ἐγκοσμιοκρατικῶν σκοπῶν, δὲν δύνανται ἐπ’ οὐδενὶ  λόγῳ  νὰ συγκριθοῦν  ἤ σχετισθοῦν  μὲ αὐτοὺς τῶν Ἁγίων. Ἄς μὴ γίνεται λοιπὸν ἀπὸ τοὺς συγχρόνους ἐπίκλησις ἤ καὶ σύγκρισις μεγεθῶν διαφόρων καὶ ἀσχέτων  μεταξύ τους.

30.  Ἀλλά, οἱ Ἅγιοι Ἰσαπόστολοι δὲν προσφέρονται οὔτε καὶ γιὰ τὴν ὁποιαδήποτε ἐθνικιστικὴ χρησιμοποίησι καὶ ἐκμετάλλευσι ἀπὸ μακρινοὺς ἀπογόνους τῶν λαῶν, ποὺ μὲ ἀγάπη καὶ θυσιαστικότητα εὐαγγέλισαν καὶ ἐκπολίτισαν.  Ὅσες τέτοιες ἀπόπειρες  ἔγιναν στὸ παρελθόν, ἐπιχρισμένες μάλιστα μὲ δῆθεν ἐπιστημονικοφάνεια, κατερρίφθησαν μὲ εὐκολία καὶ ἀπεκαλύφθησαν ὄπισθεν αὐτῶν ἀνευλαβεῖς καὶ ἀνέντιμες σκοπιμότητες. Οἱ Ἅγιοι  ἀνήκουν  στὴν  ὅλη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς γνήσια  τέκνα  τῆς Βυζαντίδος, Μητέρας ἐν πολλοῖς τέκνοις εὐφραινομένης. Ἀγωνίσθηκαν γιὰ  τὴν ἐκκλησιοποίησι διὰ τῆς εἰσόδου  στὴν μία Ποίμνη  τοῦ Χριστοῦ  καὶ  ἄλλων  λογικῶν Προβάτων,  ὥστε νὰ λάβουν  τὸ «εὖ εἶναι»  καὶ νὰ  ἀναγεννηθοῦν ἐν  Πνεύματι.  Εἶναι φορεῖς τοῦ μεγαλόπνοου καὶ φιλάνθρωπου ρωμαίϊκου Χριστιανικοῦ Ὀρθοδόξου  πνεύματος, καὶ  δὲν ἐξυπηρέτησαν οὔτε ἐξυπηρετοῦν στενόμυαλες ἀνθρώπινες πολιτικὲς ἤ ὑστερόβουλους καὶ ἰδιοτελεῖς ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς. Ἀφιερώθηκαν στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ἐκπολιτισμὸ καὶ τὴν ἐξύψωσι τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ κατασταθοῦν «οὐρανοπολῖτες», χωρὶς διακρίσεις φυλετικὲς καὶ γλωσσικές, ἀλλὰ μὲ γνώμονα  τὴν Ἀλήθεια  τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὠφέλεια τῶν ψυχῶν.

Τὸ μήνυμά τους εἶναι  ἰδιαίτερα  ἐπίκαιρο  καὶ ἔγκυρο  καὶ σήμερα, ὁπότε ἐξ αἰτίας  τῆς διαδόσεως  τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸν ὀρθόδοξο χῶρο, ὑπάρχει μία ἔκπτωσις πίστεως καὶ μία μεγάλη ἀνάγκη ἀνακαλύψεως τῆς γνησίας  Ὀρθοδόξου ταυτότητός μας, ὥστε νὰ ἀποτραπῆ ἡ περαιτέρω ἐξάπλωσις τῆς αἱρέσεως καὶ νὰ ἐπιτευχθῆ μάλιστα ἡ ὁριστικὴ καταδίκη της.

Ἡ ζῶσα κληρονομία  τοῦ ἄρτι κοιμηθέντος Σεβασμιωτάτου  Μητροπολίτου καὶ Πατρὸς ἡμῶν κυροῦ Κυπριανοῦ εἶναι γιὰ μᾶς πρόσκλησις ζωτική, ὥστε νὰ ἀνταποκριθοῦμε δεόντως  ὅπου ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς διανοίγει «θύραν Πίστεως», ἀκόμη καὶ στὴν εὐλογημένη  γῆ τῆς πρώην Μεγάλης  Μοραβίας. Τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων χρειάζεται προβολὴ καὶ συνέχισι ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου καὶ ἄρχισε!

CyrMeth11

Ἡ προσευχὴ τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου δεικνύει τὴν ἐσωτερικὴ ποιότητα, εὐαισθησία καὶ ἀκρίβειά τους καὶ τὸν Ἁγιοπνευματικὸ πλοῦτο τῶν ψυχῶν τους, ἀποτελεῖ δὲ καὶ τὴν ἰδική μας καταληκτήριο εὐχή:

«Αὔξησον, Κύριε, τὴν Ἐκκλησίαν Σου, συνάγαγε πάντας ἐν ὁμονοίᾳ καὶ δημιούργησον ἐκλεκτὸν λαὸν ὁμογνωμοῦντα μετὰ τῆς ἀληθοῦς Σου πίστεως καὶ ὁμολογοῦντα ταύτην ὀρθῶς». Ἀμήν!

Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης Φυλῆς Ἀττικῆς Ἑβδομὰς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Ἰούνιος 2013

 

 

Κύριες πηγές:

- Παν. Χρήστου, Οἱ Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος Διδάσκαλοι τῶν Σλάβων, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 76.

- Ἀρχιμ. Ἰωάννου  Ἀλεξίου,  Κύριλλος καὶ Μεθόδιος - Οἱ Ἱεραπόστολοι, ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων  ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι 1976, σσ. 160.

- «Πάντα  τὰ Ἔθνη» (Τριμηναῖο  Ἱεραποστολικὸ Περιοδικό),  τεῦχος  15, Γ΄ Τρίμηνο 1985, «Ἀποστολικὴ Διακονία  τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», σσ. 1-24: «Ἀφιέρωμα στὴν ἐπέτειο τῶν 1100 χρόνων ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου Μεθοδίου».

- Ἱερᾶς Μητροπόλεως  Θεσσαλονίκης, Πρακτικὰ Συνεδρίου πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην τῶν Ἁγίων Αὐταδέλφων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου τῶν Θεσσαλονικέων, Φωτιστῶν τῶν Σλάβων (10-15 Μαΐου 1985), Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 520.

- Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ν. Ταχιάος,  Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, ἐκδ. οἶκος  «Ἀδελφῶν  Κυ- ριακίδη», Θεσσαλονίκη 1992 (ἀνατύπωση  2007), σσ. 264.