Παραινετικά

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ

Λόγος Πανηγυρικὸς γιὰ τὸν Νεοδιακηρυχθέντα Ὅσιο Ἱερώνυμο τῆς Αἰγίνης
ἐκφωνηθεὶς ὑπὸ τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος κ. Γεροντίου
Αἴγινα, Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίων Ἀναργύρων, κατὰ τὸ πανηγυρικὸ Συνοδικὸ Συλλείτουργο

Εἶναι ἰδιαιτέρα τιμὴ καὶ εὐλογία δι’ ἐμὲ τὸν ἐλάχιστο ἐν Ἐπισκόποις καὶ Ποιμενάρχη τῆς νήσου ταύτης, νὰ ἐκφέρω λόγον στὴν σημερινὴ πνευματικὴ σύναξή μας γιὰ τὸν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανερωθέντα Ὅσιο καὶ Ὁμολογητὴ ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ τὸν ἐν Αἰγίνῃ. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν γεραίρει τὴν μνήμη τοῦ νέου Ὁσίου της καὶ ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία λαμπροστολίζεται καὶ πανηγυρίζει κυκλώνοντας τὰ χαριτόβρυτα Ἱερὰ Λείψανα αὐτοῦ.


χορεία τῶν Σεπτῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου μὲ πρῶτον τὸν Προκαθήμενό της, ὁ Ἱερὸς Κλῆρος καὶ ὁ εὐσεβὴς λαὸς τοῦ Θεοῦ, κλίνουν τὸ γόνυ ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο διατρανώνεται σήμερα διὰ τῆς Συνοδικῆς Πράξεως Ἁγιοκατατάξεως τοῦ μεγάλου Ἁγίου της Ἐκκλησίας Ὁσίου Ἱερωνύμου.


Μέγας αὐτὸς Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἐδόξασε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ταπείνωσή του καὶ τὸν ἀκέραιο βίο του, ἐπαξίως θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς φάρος παμφαέστατος καὶ ἀδάμας βαρύτιμος τῆς χορείας τῶν Ἁγίων τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας.


Ὅσιος Γέροντας Ἱερώνυµος γεννήθηκε τὸ 1883 στὸ χωριὸ Γκέλβερη τῆς Ἁγιοτόκου γῆς τῆς Καππαδοκίας, ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἔδωσε πληθώρα Ἁγίων Πατέρων, Ὁσίων καὶ Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας µας, καὶ ἔλαβε τὸ ὄνοµα Βασίλειος.


τo βλαστὸς πολυτέκνου καὶ εὐσεβοῦς οἰκογενείας. Ἡ µητέρα του τὸν γαλούχησε ἀπὸ µικρᾶς ἡλικίας στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ µικρὸς Βασίλειος ζοῦσε κατὰ Χριστὸν βίο, τηροῦσε τὶς ἅγιες Ἐντολές Του καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἦτο εὐσεβέστατος καὶ φιλακόλουθος. Ὁ νεαρὸς Βασίλειος μὲ τὴν εὐχὴ τῆς µητέρας του, καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του, χειροτονήθηκε Διάκονος. Ἀπὸ τὴν θέση του αὐτὴ συνέχισε τὸ θεάρεστο ἔργο τῆς κηρύξεως τοῦ Θείου Λόγου. Ἡ ἀγάπη τοῦ κόσµου πρὸς τὸ πρόσωπό του ἦταν µεγάλη.


Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους ὡς ταπεινὸς προσκυνητὴς τῶν Παναγίων Προσκυνηµάτων, ὅπου καὶ παρέµεινε γιὰ κάποιο µικρὸ χρονικὸ διάστηµα στὴν Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου παρὰ τὸν Ἰορδάνην ποταμόν. Τὸ πέρασµά του αὐτὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γῆ τὸν ἐπηρέασε βαθύτατα, καὶ ἀργότερα προέτρεπε τὰ πνευµατικά του τέκνα νὰ πραγµατοποιήσουν τὸ ταξίδι αὐτὸ τουλάχιστον µία φορὰ στὴ ζωή τους. Μετὰ πῆγε στὴν Πόλη, ὅπου ὡς Διάκονος ὑπηρέτησε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο.


Μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τὸ 1922 ἦλθε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Αἴγινα. Τοποθετήθηκε ὡς Διάκονος στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Αἴγινας καὶ ὡς Πνευµατικὸς ὁδηγὸς στὴν Ἱ. Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἐν συνεχείᾳ, τοποθετήθηκε ὡς Πνευµατικὸς ὁδηγὸς στὴν Ἱ. Μονὴ Παναγίας Χρυσολεόντισσας. Ὁ θερµός του ζῆλος γιὰ τὴν κήρυξη τοῦ Θείου Λόγου καὶ ὁ ἐνάρετος βίος του δὲν διέφυγαν τῆς προσοχῆς τοῦ τότε Μητροπολίτη καὶ χειροτονήθηκε Ἱερεύς. Τοῦ ἐδόθη τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιµανδρίτου καὶ ταυτόχρονα τοῦ ἀνετέθη τὸ ἔργο τοῦ Πνευµατικοῦ, ἕνα ἔργο ποὺ µέχρι τέλους τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του τελοῦσε µἐ αὐταπάρνηση, µὲ φόβο Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο. Ἔτσι ἀνέλαβε, ὡς Ἱερεὺς πλέον, τὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὸ Νοσοκοµεῖο τῆς Αἰγίνης, Ναὸ ποὺ ὁ ἴδιος τὸν κατασκεύασε, καὶ συνέχισε µὲ ἀκόµη µεγαλύτερο ζῆλο τὸ πνευµατικὸ ἔργο του στὸ χῶρο αὐτό. Ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Γέροντας ἐκτὸς τοῦ ποιµαντικοῦ του ἔργου, περιποιεῖτο καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ὡς «πρακτικὸς ἰατρὸς» καὶ εἶχε θεραπεύσει τὰ τραύµατα ἀρκετῶν.


ς Λειτουργὸς ἱερουργοῦσε πάντοτε µὲ ποταµοὺς δακρύων στὰ µάτια του. Ὡς ἄλλος Ἅγιος Σπυρίδων συλλειτουργοῦσε µὲ Ἁγίους καὶ Ἀγγέλους τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὅμως, ἀπὸ μία φοβερὰ θεία Ὀπτασία ἐν ὥρᾳ Λειτουργίας, ὅταν εἶδε τὸν θυσιαζόμενο Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ἀποφάσισε νὰ μὴ συνεχίση νὰ ἱερουργῆ, μὴ ἀντέχοντας τὸν συγκλονισμὸ ποὺ ὑπέστη. Χαρακτηριστικά, ἀπευθυνόµενος σὲ νέους Ἱερεῖς ἔλεγε: «Ἂν δὲν βλέπεις τὸν Ἄγγελό σου δίπλα σου στὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, µὴ λειτουργεῖς».


ταν ἄκακος καὶ µέχρις ἐσχάτων ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του ἔναντι ὅλων, χωρὶς ἴχνος ἐγωισµοῦ. Ἀναφέρεται, ὅτι κάποτε βαδίζοντας µέσα στὴν πόλη τῆς Αἴγινας χαιρέτισε κάποιον µαγαζάτορα καὶ τοῦ εὐχήθηκε γιὰ τὸν υἱό του ποὺ γιόρταζε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἄγνωστο γιατί, βγῆκε ἀπὸ τὸ µαγαζί του καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσει, τὸν ἐξύβρισε. Ὁ ἀνεξίκακος Γέροντας ἀπεχώρησε ἀµίλητος, δεχόµενος ὅλες τὶς ὕβρεις ποὺ τοῦ ἐκτόξευσε καὶ ἐπανῆλθε στὸν ὑβριστὴ τὴν ἐπόµενη µέρα ζητώντας του συγγνώµην γιὰ τὴν ἀναστάτωση ποὺ τοῦ προξένησε. Ὁ ἄνθρωπος τὰ ἔχασε, ἔβαλε τὰ κλάµατα καὶ τοῦ ζήτησε συγγνώµην γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συµπεριφορά του. Διακόνησε τὸν Ναὸ τοῦ Νοσοκοµείου γιὰ 18 χρόνια µὲ αὐταπάρνηση.


Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτὴ τῆς ἐφημερίας του, ἔλαβε τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχῆµα τοῦ Μοναχοῦ, ποὺ τόσο ἐπιθυµοῦσε, ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἱερώνυµο τὸν Σιµωνοπετρίτη, λαµβάνοντας τὸ ὄνοµα Ἱερώνυµος.


Ὅσιος ἔζησε σὲ µία περίοδο ποὺ ἡ Ἐκκλησία δοκιµαζόταν ἀπὸ τὴν ἐπιβαλλόµενη ἀπὸ σκοτεινοὺς κύκλους µετατροπὴ τοῦ Ἡµερολογίου. Μιὰ ὑπόθεση ποὺ ἀποτέλεσε καὶ ἀποτελεῖ µία µελανὴ σελίδα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ ποὺ δυστυχῶς βασανίζει τοὺς πιστοὺς διὰ τῆς παναιρέσεως σήμερα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μιὰ ἀνοικτὴ πληγὴ ποὺ συνεχίζει νὰ αἱµορραγεῖ καὶ νὰ πληγώνει. Ὁ Ἅγιος Γέροντας, ἐλεγχόµενος συνειδησιακὰ καὶ µὴ µπορῶντας νὰ ἀντέξει τὴν ἐπιβαλλόµενη Καινοτοµία, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει σηµεῖο γιὰ τὸ τί θὰ πρέπει νὰ πράξει. Ὁ ἴδιος ἐπιθυµοῦσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ Πάτριο Ἡµερολόγιο, ἀλλὰ ἀνέµενε Θεῖο µήνυµα περὶ τῆς ἀποφάσεώς του. Κάποια στιγµὴ κάποιοι «καλοθελητὲς» ἐνηµέρωσαν τὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη, ὅτι ὁ Γέροντας δὲν ἱερουργεῖ στὸν Ναὸ τοῦ Νοσοκοµείου, διότι πηγαίνει µἐ τὸ Παλαιὸ Ἡµερολόγιο. Ὁ Δεσπότης µὴ γνωρίζοντας τὰ περὶ τῆς φοβερᾶς Ὀπτασίας του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ παύσει νὰ ἱερουργεῖ, τὸν εἰδοποίησε ὅτι θὰ πήγαινε νὰ συλλειτουργήσουν µαζί, ἀνήµερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀπετέλεσε τὸ ἐκ «Θεοῦ σηµεῖον» ποὺ ζητοῦσε. Ἔτσι ἀπέστειλε µία ἐπιστολὴ στὸν Μητροπολίτη, µέσῳ τῆς ὁποίας µὲ σεβασµὸ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Νοσοκοµείου καὶ τοῦ γνωστοποιοῦσε, ὅπως ὅλοι ἄλλωστε τὸ γνώριζαν, ὅτι σέβεται καὶ ἐπιθυµεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸ Πάτριο Ἡµερολόγιο. Μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπεσύρθη στὸ Ἡσυχαστήριό του τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀπετειχίσθη ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους ἕνεκεν τῆς ἀκριβείας τῆς Πίστεως καὶ ἀκολούθησε τὸ Πάτριο Ἡµερολόγιο.


Τὴν περίοδο τοῦ πολέµου, ὁ Κύριός µας, τοῦ Ὁποίου οἱ βουλὲς εἶναι ἄγνωστες καὶ τὰ µυστήρια ἀνεξερεύνητα, ἐπέτρεψε στὸν Γέροντα καὶ µία ἄλλη δοκιµασία. Κάποιος τραυµατισµένος Γερµανός, κατέφυγε σ' αὐτὸν γιὰ νὰ τοῦ θεραπεύσει ἕνα τραῦµα. Ὁ π. Ἱερώνυµος στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε νὰ τὸν βοηθήσει, διότι ὑπῆρχε ἀπαγόρευση. Τελικά, τὸν βοήθησε καὶ τὸν ἔκανε καλά, ζητώντας µόνο νὰ µὴν τὸν µαρτυρήσει. Ἀντὶ τοῦ µάννα ὅµως στὸν Κύριό µας ἔδωσαν χολή, καὶ ἀντὶ εὐχαριστίας στὴν εὐεργεσία, ὁ Γερµανὸς ἄφησε µία χειροβοµβίδα στὸ Ἡσυχαστήριο.


ποτέλεσµα ἦταν νὰ ἐκραγεῖ ἡ χειροβοµβίδα, νὰ τὸν τραυµατίσει σοβαρὰ στὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ προκαλέσει µόνιµη κατὰ τοὺς γιατροὺς κώφωση. Ἀπαιτήθηκε νὰ τοῦ κοπεῖ τὸ ἀριστερὸ χέρι. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, «Κύριέ µου, τίποτα δεν εἶχα ὅταν ἦλθα στὸν κόσµο. Ἐσὺ µὲ ἔφερες. Ἐσὺ µὲ τὰ ἔδωσες ὅλα. Ἄς εἶναι δοξασµένο τὸ Ὄνοµά Σου. Ὅ,τι εὐδοκεῖ ἡ Χάρις Σου διὰ ἐµὲ ἄς γίνει. Ἂν εἶναι γιὰ τὸ συµφέρον τῆς ψυχῆς µου, ἄς πάρεις καὶ τὸ ἄλλο μου χέρι».


Παρακαλοῦσε τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους τουλάχιστον νὰ συντοµεύσουν τὴν παραµονή του στὸ Νοσοκοµεῖο. Τελικὰ ὄντως µὲ τὴν παρέµβαση τῶν Ἁγίων, συντοµεύτηκε ἡ παραµονή του καὶ µὲ τὴν θαυµατουργικὴ δράση τους ἀποκαταστάθηκε καὶ ἡ ἀκοή του, παρ' ὅτι τοῦ τὸ εἶχαν ἀπόκλεισει οἱ ἰατροί. Τότε εἰς εὐγνωµοσύνην, κατεσκεύασε κοντὰ στὸ Ἡσυχαστήριό του τὸν Ἱ. Ναὸ τῶν Ἁγίων καὶ Ἰαµατικῶν Ἀναργύρων, τὸν τρίτο κατὰ σειρὰ Ναὸ ποὺ κατασκεύασε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον εὑρισκόμεθα σήμερα.


ἅγιος Γέροντας εἶχε µετατραπεῖ σὲ «δοχεῖον» τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύµατος καὶ ἦταν συνεχῶς ἕνας «φορέας» τῆς Χάριτος. Ἔτσι ὁ Κύριος ἡµῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸν εἶχε πολλάκις ἀξιώσει τῆς θέας τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς τῆς Δόξης Του.


Εἶχε ἀξιωθεῖ τῶν δωρεῶν καὶ τῶν Χαρισµάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ὁ ἴδιος ἀπέφευγε νὰ μιλάει γιὰ καταστάσεις, τὶς ὁποῖες βίωνε, λόγω ταπεινότητας. Μετεῖχε σχεδὸν ὅλων τῶν χαρισµάτων τοῦ Παναγίου Πνεύµατος. Εἶχε διακριτικό, διορατικό, προορατικό, ἰαµατικό, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν δαιµόνων χάρισµα.


Ἅγιος Ἱερώνυµος δὲν εἶχε πανεπιστηµιακὲς θεολογικὲς γνώσεις, ὄµως ἦταν βαθὺς γνώστης τῆς Νηπτικῆς Θεολογίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἕνας ἐραστὴς τῆς Θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ἕνας πραγµατικὴς Θεολόγος - Θεόπτης, ἕνας «Ἰατρὸς» ψυχῶν ποὺ µὲ τὴν διόραση, τὴν προόραση καὶ τὴν διάκριση ποὺ τὸν εἶχε ἀξιώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε τὰ «ἄδηλα καὶ κρύφια» τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ποὺ κατέφευγε στὸ πετραχήλι του γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ, ἕνας ἐρηµίτης ἡσυχαστὴς µέσα στὴν πόλη.


πως καὶ ἄλλες πολλὲς Ἅγιες µορφές, δοκιµάστηκε ἀπὸ ἀρρώστια. Τὸ θνητό του σῶµα πέρασε καὶ καθάρθηκε µέσα ἀπὸ τὸ καµίνι τῆς ἀσθένειας, τοῦ πόνου καὶ τῆς δοκιµασίας. Νοσηλεύθηκε γιὰ λίγο στὸ Νοσοκοµεῖο Ἀλεξάνδρα. Προσβεβληµένος ἀπὸ τὸν καρκῖνο καὶ ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκε ἀγογγύστως στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, µετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστήριων καὶ ἐκοιµήθη ὁσιακῶς τὴν 3ην Ὀκτωβρίου 1966 (π.ἡ.) στὴν Ἀθήνα σὲ σπίτι πνευµατικοῦ του τέκνου. Τὴν δὲ Ἐξόδιο Ἀκολουθία του τέλεσε στὸ Ἡσυχαστήριό του στὴν Αἴγινα ὁ ἐκ τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας τότε Ἐπίσκοπος Διαυλείας κ. Ἀκάκιος καὶ νῦν πολιὸς Μητροπολίτης.


Αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ καὶ εὔσημο ἡμέρα, ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερὰ Νῆσο Αἴγινα, πατρίδα Ἁγίων καὶ Ὁμολογητῶν τῆς Πίστεώς μας, κλίνουμε τὸ γόνυ ἐνώπιον τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἱερωνύμου καὶ ὑψώνουμε τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Οὐρανό, εὐχαριστοῦντες τὸν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν μεγάλη του δωρεὰ στὸν τόπο μας.


Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου καὶ Ὁμολογητοῦ νέου Ἁγίου Ἱερωνύμου τοῦ ἐν Αἰγίνῃ, νὰ σκέπει καὶ νὰ φρουρεῖ τὴν ἱερὰ νῆσο, τὴν Μαρτυρικὴ Ἐκκλησία μας καὶ ὅλο τὸ εὐσεβὲς Πλήρωμά Της. Γένοιτο!