Παραινετικά

«Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» Ὁμιλία Ἱεροδιακόνου π. Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδη

κατὰ τὸν μεθέορτο Ἑσπερινὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου

Ἱ. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Παλαιοῦ Φαλήρου

12/7/2024

 

Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

 

Τίμιον Πρεσβυτέριον,

 

Σεπτὴ Διακονία,

 

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

 

Pavlia0πειδή, ὅπως ὁρίζουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, σὲ κάθε μας νέο ἔργο εἶναι πρέπον τὸ «ἀπὸ Θεοῦ ἄρχεσθαι», θὰ ἤθελα στὴν ἀρχὴ τῆς παρούσης ὁμιλίας νὰ ἐκφράσω ἐκ μέσης καρδίας τὶς εὐχαριστίες μου πρωτίστως πρὸς τὸν ἐν Τριάδι Δωρεοδότη Θεό, ζητῶντας νὰ κινήσει τὴν γλώσσα μου πρὸς λόγια οὐσίας καὶ ὄχι δυσάρεστους ἤχους ἑνὸς «κυμβάλου ποὺ ἀλαλάζει». Ἔπειτα, ἀπευθύνω καρδιακὲς εὐχαριστίες πρὸς τὰ σεβάσμια Μέλη τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου, γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ ἐπεφύλαξαν νὰ ἐκφωνήσω λόγο γιὰ τὸν γεννήτορά μας ἐν Χριστῷ καὶ ἱδρυτὴ τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, κορυφαῖο Ἀπόστολο Παῦλο. Εἶναι δὲ ἡ ἀνάθεση τῆς ὁμιλίας πρὸς ἐμένα τιμή, ὄχι γιὰ κάποιον ἄλλον λόγο, παρὰ διότι ἀποτελεῖ εὐκαιρία νὰ διακονήσω τὴν Ἐκκλησία. Ὁποιοδήποτε κάλεσμα γιὰ διακονία στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Χριστιανὸ τιμή, διότι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, παρατεινόμενο στοὺς αἰῶνες», καί, ἑπομένως, ὅταν ὁ Χριστιανὸς κηρύττει, ἱερουργεῖ, ψάλλει, καθαρίζει τὸν Ναό, ἤ, ἐν ὀλίγοις, προσφέρει τὴν ὅποια ὑπηρεσία του στὴν Ἐκκλησία, δὲν ὑπηρετεῖ ἕναν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Ὑπηρετεῖ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας. Χάριν αὐτῆς τῆς ὑπηρεσίας, ἀρχίζω τὸ ἐγχείρημά μου, πιστεύοντας ὅτι ἡ χάρη τῆς ὑπακοῆς θὰ ἀποδώσει τὴν ἐπιθυμητὴ ὠφέλεια, παρὰ τὴν ἀδυναμία μου.

πὸ τὴν χθεσινὴ ἑσπέρα, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει ἐνώπιόν μας δύο ἄνθη διαλεχτὰ ἀπὸ τὸν πάντερπνο λειμώνα της· τοὺς Ἁγίους Πρωτοκορυφαίους Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Μᾶς καλεῖ νὰ τοὺς τιμήσουμε καὶ νὰ εὐφρανθοῦμε ἀπὸ τὴν μεθυστικὴ εὐωδία τῶν ἀρετῶν τους, ἡ ὁποία μᾶς ταξιδεύει νοητὰ στὴν ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας, στοὺς Θεοβαδίστους Τόπους. Ἐκεῖ, οἱ θειότατοι Ἀπόστολοι, μὲ ἀφορμὴ τὴν μνήμη τους, μᾶς δίνουν τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούσουμε ξανὰ καὶ πάλι τὰ κηρύγματα ποὺ συνόδευσαν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Θεανθρώπου.

Μόλις ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη καὶ κατατρόπωσε τὸν πειρασμὸ στὴν ἔρημο, εὐθὺς ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ ἑξῆς σύντομο καὶ περιεκτικὸ κήρυγμα: «μετανοεῖτε· ἔχει φθάσει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ φράση αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τοῦ κηρύγματος. Λόγος ποὺ ἐκφωνεῖται ἀπὸ Κληρικὸ καὶ δὲν εἶναι διαποτισμένος μὲ τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας, δηλαδὴ δὲν ὠθεῖ στὴν κατὰ Θεὸν μεταμόρφωση, μοιάζει μὲ πρόχειρο οἰκοδόμημα ποὺ μπορεῖ στὴν ἀρχὴ νὰ προσφέρει λίγη τέρψη στὴν θέα, ἀλλὰ μὲ τὸ πρῶτο ἀεράκι γκρεμοτσακίζεται καὶ πληγώνει ψυχές. Μετάνοια, λοιπόν, σημαίνει: ἀλλάζω τρόπο σκέψης. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὸ κάνω μία φορὰ καὶ μετὰ μπορῶ νὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: «Ὡραῖα, καὶ τώρα ἀφοῦ μετάνιωσες ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας διαρκὴς ἀγώνας νὰ κόψω τὸ ἀτομικό μου θέλημα, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ εἰς βάρος τῶν ἄλλων, καὶ νὰ ταυτίσω τὸ θέλημά μου μὲ αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Μὲ πιὸ ἁπλὰ λόγια, νὰ θέλω ὅ,τι θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς νὰ θέλει ὅ,τι θέλω κὶ ἐγώ. Ἂν δὲ ἡ κατάστασή μου εἶναι πολὺ σοβαρή, μετάνοια θὰ πεῖ: ἀφήνομαι στὸν Χριστὸ νὰ μὲ συντρίψει ὡς σκεῦος κεραμέως, ὥστε κατόπιν νὰ μὲ ἀναπλάσει ὅμορφο καὶ χρήσιμο. Αὐτὴ ἡ μετάνοια ἦταν καὶ εἶναι ἡ προϋπόθεση γιὰ νὰ κατακτήσει κάποιος τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

πὸ τὴν ἄλλη, τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ ὅταν ὁ Λυτρωτής, ὡς ἀμνὸς ἄφωνος κατὰ τὴν σφαγή, παρέδωσε τὸ πνεῦμα Του πάνω στὸν Σταυρό, τὸ πρῶτο κήρυγμα ποὺ ἄκουσαν οἱ θαρραλέες καὶ πιστὲς Μυροφόρες γυναῖκες ἦταν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ ἀποτελέσει τὸ ἐπίκεντρο τῆς πίστης μας· «τί ἀναζητᾶτε τὸν Ζωντανὸ ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς; Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδώ»! «Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, μάταιη θὰ ἦταν ἡ πίστη μας», διδάσκει ὁ τιμώμενος Παῦλος. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποκαλεῖται «Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως».

Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ δύο κηρύγματα, τὴν μετάνοια καὶ τὴν Ἀνάσταση, μᾶς τὰ θυμίζουν καὶ οἱ δύο Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ὡστόσο, ἡ περίσταση, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ τὸν ἱδρυτὴ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖ ἐκτενέστερη ἀναφορὰ στὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε βίωσε τὰ δύο αὐτὰ κηρύγματα στὸν μέγιστο βαθμό.

Πέτρος ἀρνήθηκε μὲν τὸν Διδάσκαλο μετὰ τὴν σύλληψή Του, ἀλλὰ δὲν Τὸν πολέμησε ποτέ. Ἀμέσως κατάλαβε τὸ λάθος του, ἔκλαψε πικρὰ καὶ παρέμεινε μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Παῦλος, ὅμως, καταδίωξε σκληρὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἦταν φανατικὸς Φαρισαῖος. Τὸ κήρυγμα ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, τὸ ὁποῖο μὲ τόση ἀφοσίωση ὑπηρέτησαν οἱ Ἀπόστολοι, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ ἔδαφος ποὺ κέρδιζε ἡ νέα πίστη εἰς βάρος τῆς παλαιᾶς θρησκείας, ἐξόργιζαν τοὺς Ἰουδαίους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Παῦλος. Τοὺς ἐξόργιζαν, ἀλλὰ τοὺς προκαλοῦσαν καὶ φόβο. Ἀπὸ τὸν φόβο τους ὅτι ἡ παλαιὰ θρησκεία θὰ χανόταν μὲ τὴν ραγδαία διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ Ἰουδαῖοι ἐπιδόθηκαν σὲ διωγμοὺς καὶ φόνους. Βλέπουμε πὼς ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται καὶ κατανοοῦμε ὅτι, ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας ὅπλο εἶναι μόνο ἡ ἀγάπη, ἐμπνέει φόβο στοὺς ἐχθρούς της, μὴ τυχὸν καὶ ἀπωλέσουν τὰ συμφέροντά τους. Γιὰ αὐτό, ἐξακολουθοῦν νὰ τὴν διώκουν μὲ τὰ σύγχρονα, βέβαια, μέσα. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, ἀκόμη οἱ δοκησίσοφοι κοσμοκράτορες τοῦ σκότους δὲν ἔχουν κατανοήσει τὸ ἑξῆς ἁπλό: ὅτι ἡ Ἐκκλησία «πολεμουμένη νικᾶ», διότι «οἱ πύλες τοῦ Ἅδου δὲν θὰ τὴν καταβάλουν».

Οἱ πρῶτες φορὲς στὴν ἱστορία ποὺ ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Παῦλου ὡς «Σαούλ» -κατὰ τὴν ἑβραϊκή του ὀνομασία- γίνονται στὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» γιὰ νὰ περιγράψουν ἀφενὸς τὴν συμμετοχή του στὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου καὶ ἀφετέρου τὴν μανιώδη εἰσβολή του στὰ σπίτια τῶν Χριστιανῶν τοὺς ὁποίους ἔσερνε μὲ βία στὴν φυλακή.

Γιὰ νὰ δοῦμε, ὅμως, ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε ποτὲ κανέναν, καθὼς «οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι», ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι» κάνει γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὴν ἀνατροπὴ τῶν ἀνθρώπινων στερεοτύπων καὶ ἀναδεικνύει τὸν μεγαλύτερο διώκτη Του ὡς τὸν μεγαλύτερο κήρυκα τῆς Ἀναστάσεώς Του. Πόσο πολὺ φαίνεται ὁρισμένες φορὲς ὅτι ἐγώ, ὁ Χριστιανός, ἀπέχω ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μου, καθὼς εἶμαι σὲ ἐπιφυλακὴ γιὰ νὰ διώξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κάθε -κατὰ τὴν γνώμη μου- ἀσεβῆ. Ὁ Χριστὸς τὸν Σαοὺλ δὲν τὸν ἔδιωξε. Προτίμησε νὰ τὸν καταστήσει Θεοκηρύκων Πρωτοστάτη καὶ Διδάσκαλο τῶν Ἐκκλησιῶν.

Στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Δαμασκό, ὅπου ὁ Παῦλος πήγαινε μὲ στόχο νὰ φυλακίσει τοὺς Χριστιανούς, εἶδε ἕνα ἐκτυφλωτικὸ φῶς καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Σωτῆρος νὰ τοῦ λέει:

- Σαούλ, Σαούλ, γιατί μὲ διώκεις;

- Ποιός εἶσαι Κύριε;

- Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς τὸν ὁποῖο διώκεις, ἀλλὰ σήκω καὶ πήγαινε στὴν πόλη καὶ θὰ σοῦ μηνυθεῖ τὶ πρέπει νὰ κάνεις.

Καὶ κάπως ἔτσι, μέσα σὲ μία στιγμή, ἡ ψυχὴ τοῦ Παύλου ὑπέστη τὴν μακαρία ἀλλοίωση. «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου»! Μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγριότητα μεταβλήθηκε σὲ ἁγιότητα -ὄχι μὲ τρόπο μαγικό. Ὁ Θεὸς σεβάσθηκε τὴν ἐλευθερία τοῦ Παύλου. Δὲν τὸν ἔκανε ἅγιο διὰ τῆς βίας. Ἂν ὁ Παῦλος ἔγινε αὐτὸ ποὺ τιμοῦμε σήμερα, ἔγινε διότι τὸ θέλησε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του. Καὶ ἂν ὁ Χριστὸς τοῦ ἐμφανίσθηκε, τοῦ ἐμφανίσθηκε διότι ὁ Παῦλος εἶχε, παρὰ τὸ ἁμάρτημά του, καλὴ προαίρεση καὶ ἀγαθὴ καρδιά. Ἂν εἶχε τὸ ἴδιο σκεπτικὸ μὲ τοὺς ἄλλους Φαρισαίους, ὅλη τὴν δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ ἔβλεπε ἐν οὐρανοῖς, θὰ παρέμενε στὴν πώρωσή του, ὅπως τόσοι καὶ τόσοι διαχρονικά, οἱ ὁποῖοι καὶ χίλια καλὰ νὰ δοῦν, περιμένουν μὲ ἀνυπομονησία νὰ δοῦν ἕνα λάθος γιὰ νὰ ἐκτινάξουν ὅ,τι πολυτιμότερο παράγει ἡ καρδιά τους· πικρόχολο δηλητήριο. Ὁ Παῦλος δὲν ἦταν σὰν αὐτούς, γιὰ αὐτὸ καὶ ἀπὸ διώκτης ἔγινε εὐθὺς Ἀπόστολος, ὁ τελευταῖος Ἀπόστολος ποὺ κάλεσε ὁ Θεάνθρωπος, ξεχωριστὸς ἀπὸ τοὺς Δώδεκα καὶ τοὺς Ἑβδομήκοντα. Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Χριστοῦ εἶχε συντελεσθεῖ. Δὲν αἰσθάνθηκαν τόσο θάμβος οἱ νοερὲς στρατιὲς τῶν Ἀγγέλων μὲ τὰ ὑπόλοιπα θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ὅσο μὲ αὐτό· τὴν ἀνάσταση, ὄχι τοῦ σώματος, ἀλλὰ τῆς μέχρι τότε νεκρῆς ψυχῆς τοῦ Παύλου. Ἡ μεταστροφὴ ἑνὸς καὶ μόνο ἀνθρώπου ἄλλαξε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Παῦλος ἔγινε τὸ μέγιστο πρότυπο μετανοίας καὶ ἐνσάρκωσε τὴν πιὸ τρανὴ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστὸς Ἀνέστη! Τόσο ἔφτασε, νὰ ἀγαπήσει τὸν Κύριό μας, ὥστε μὲ παρρησία ἔλεγε ὕστερα στοὺς Ρωμαίους: «πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἀρχές, οὔτε δυνάμεις […] οὔτε κάποιο ἄλλο κτίσμα μπορεῖ νὰ μᾶς χωρήσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό».

Τὸν ζῆλο μὲ τὸν ὁποῖο ἄλλοτε ὁ Παῦλος ἐδίωκε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὑπερδιπλασίασε γιὰ νὰ τὴν ὑπηρετήσει. Βαπτίσθηκε, ἔλαβε τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διδάχθηκε τὰ πάντα περὶ τῆς ἀγαπημένης ἐκείνης φωτεινῆς μορφῆς διὰ τῆς ὁποίας μεταμορφώθηκε ἡ ζωή του. Μεταξὺ τῶν ἄλλων, θὰ ἄκουσε ὁ μακάριος πὼς κατὰ τὴν παράδοση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, λίγη ὥρα πρὶν τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς Μαθητές Του: «ἂν εἶστε φίλοι μου, ἐμένα νὰ μιμεῖσθε».

Τοῦ Παῦλου ἡ καρδιὰ καιγόταν ἀπὸ θεῖο ἔρωτα. Ἤθελε διακαῶς νὰ ἀνήκει ἀνάμεσα στοὺς γνησίους φίλους τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ αὐτό, φύλαξε καλὰ τὰ λόγια αὐτὰ, βάζοντας στόχο ζωῆς νὰ γίνει μιμητὴς Χριστοῦ, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶχε ζήσει μαζί Του.

μίμηση προτύπων εἶναι διαδικασία ἔμφυτη στοὺς ἀνθρώπους καὶ συνιστᾶ ἕναν ἁπλὸ καὶ ἀποτελεσματικὸ τρόπο καλλιέργειας τοῦ χαρακτήρα καὶ οἰκοδομῆς ἑνὸς συγκεκριμένου τρόπου ζωῆς, ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων. Τὸ ὅτι ἡ μίμηση κυλάει στὸ αἵμα μας δὲν χρειάζεται μαθηματικὰ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ. Καὶ ἐμεῖς ὅταν ἤμασταν νήπια, εἴχαμε ὡς ὑποδείγματα βίου τὸν πατέρα μας καὶ τὴν μάνα μας. Ὅ, τι βλέπει ἀπὸ τοὺς γονεῖς τὸ παιδί, αὐτὸ καὶ πράττει, δίχως βέβαια νὰ καταργοῦμε τὶς περιπτώσεις ἐξαιρέσεων. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὶς ἐξαιρέσεις, αὐτὸ ποὺ ἀλλάζει δὲν εἶναι ἡ ἐξαφάνιση τῆς μίμησης, ἀλλὰ ἡ μετατόπισή της σὲ ἄλλα πρότυπα.

Σημαντική, ἐπίσης, εἶναι ἡ χρήση τῆς μίμησης ὡς τρόπου διδασκαλίας. Ἰδίως στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκμάθησης μιᾶς τέχνης, εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ φράση τοῦ δασκάλου πρὸν τὸν μαθητή: «θὰ κάνεις ὅ,τι κάνω». Καὶ ἂν ὁ μαθητὴς κάνει τοῦ κεφαλιοῦ του βασιζόμενος στὴν ἀποπλανητική του ἔμπνευση, τότε ἀκούει πάλι τὴν φωνὴ τοῦ δασκάλου: «ἐγὼ ἔτσι τὸ ἔκανα;». Ἔτσι, λοιπόν, ὁ μαθητὴς ὀφείλει νὰ ἀντιγράφει ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ βλέπει ἢ ἀκούει, μέχρι νὰ κατακτήσει τὴν ἱκανότητα νὰ προβαίνει σὲ δικές του πρωτότυπες δημιουργίες. Μάλιστα –καὶ αὐτὸ ἀξίζει νὰ τὸ προσέξουμε ἰδιαιτέρως- ὅσο καλύτερο εἶναι τὸ πρότυπο ποὺ μιμεῖται ὁ μαθητής, τόσο καλύτερο θὰ εἶναι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἔργου του.

ταν, λοιπόν, θέτουμε ἀποφασιστικὰ καὶ συνειδητὰ ὡς στόχο ζωῆς τὴν μίμηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ τελείου παραδείγματος ἀρετῆς, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ἐπιτύχουμε τελείως, πάντως ἐνδέχεται νὰ φέρουμε ἕνα καλὸ ἀποτέλεσμα. Ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἀποτελεῖ τὸν πλέον ἀσφαλῆ δρόμο γιὰ νὰ ἐφαρμόσει ὁ Χριστιανὸς στὴ ζωή του τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μέχρι αὐτὸ τὸ Θεῖο θέλημα νὰ γίνει ἡ ἴδια του ἡ ζωή. Ἕνας ἄνθρωπος σὰν τὸν Παῦλο, ποὺ ἀπὸ παιδὶ ἀγωνιζόταν νὰ εἶναι ἄριστος σὲ ὅ,τι ἀφοροῦσε τὰ καθήκοντά του ἀπέναντι στὸν Θεό, ὁπωσδήποτε δὲν θὰ ἄφηνε ἀναξιοποίητη τὴν μέθοδο τῆς μίμησης.

λλὰ πῶς τὴν κατόρθωσε; Ἔχοντας στὸν νοῦ του τὴν φράση τοῦ Προφήτη Δαυίδ: «προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός». Πάντοτε, ὁ Ἀπόστολος ἔβλεπε μπροστά του νοητὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἄλλοτε νὰ στέκει καὶ νὰ παρακολουθεῖ τὴν συμπεριφορά του, ἄλλοτε νὰ πράττει ὁ Ἴδιος στὴν θέση του διδάσκοντάς τον, ἄλλοτε νὰ τοῦ παραδίδει ὡς μάθημα τὴν σιωπή Του. Στὶς δύσκολες στιγμὲς ἔκανε ὁ Ἀπόστολος εἰκόνα στὸ μυαλό του τὰ φρικτὰ Πάθη τοῦ Σωτῆρος, ἐνῶ ἄλλοτε ζητοῦσε τὴν καθοδήγησή Του:

- Κύριε, μὲ χλευάζουν. Ἐσὺ τί θὰ ἔκανες;

- Ἄκου, Παῦλε τί λέει στὸ Εὐαγγέλιό μου: «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιῶπα».

- Κύριε, μὲ μαστιγώνουν.

- Θυμήσου ὅτι κὶ ἐγὼ μαστιγώθηκα γιὰ χάρη σου.

- Κύριε, βλέπω ἀταξία καὶ ἀναρχία ἀνάμεσα στοὺς χριστιανούς. Τί θὰ ἔκανες;

- Καὶ τὸ φραγγέλιο ἀκόμη κάποτε χρησιμοποίησα καὶ ὅταν χρειάσθηκε ὕψωσα τὴν φωνή μου σὲ ὅσους τὶς ἐπιθυμίες τους θέλησαν νὰ ἐπιβάλουν στοὺς νόμους μου.

Μέσῳ αὐτῆς τῆς διαρκοῦς διαδικασίας μίμησης, καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Παῦλος σχημάτισε «νοῦν Χριστοῦ». Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἤξερε ἀνὰ πᾶσα ὥρα καὶ στιγμὴ νὰ πράττει τὸ ἀρεστὸ στὸν Θεό. Πόσο διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ ζωή μας, πόσο πιὸ εὐχάριστη θὰ ἦταν, πόσο πιὸ ἀνώδεινη, ἂν γνωρίζαμε νὰ πράττουμε πάντα τὸ ἀρεστὸ στὸν Θεό. Ἔτσι, δὲν θὰ ἁμαρτάναμε. Καὶ δὲν θὰ ἁμαρτάναμε μὲ τὴν πρώτη σημασία τῆς λέξης «ἁμαρτάνω» ποὺ σημαίνει «ἀποτυγχάνω». Δὲν θὰ ἀποτυγχάναμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε ἐπάξια στοὺς ρόλους μας: Χριστιανός, Κληρικός, οἰκογενειάρχης, ἐργαζόμενος, ἐργοδότης, …ψηφοφόρος.

ς ἐπιστρέψω, ὅμως, στὸ θέμα. Ἀκόμη καὶ στὴν παραδοχή του ὅτι ἔγινε «τὰ πάντα γιὰ τοὺς πάντες προκειμένου μὲ κάθε τρόπο νὰ σώσει ἕστω μερικούς», ὁ ἱερὸς Παῦλος ἐφάρμοσε αὐτὴ τὴν ἱεραποστολικὴ τακτικὴ συμφώνως πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ οὐδέποτε ξεπέρασε τὰ ὅρια. Συγκεκριμένα, ἔλεγε ὅτι γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἔγινε σὰν Ἰουδαῖος, δίχως αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι θὰ ἔκανε ἐκπτώσεις στὶς χριστιανικὲς ἀρχές του. Σὲ ὅσους ἦταν ἐκτὸς τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔγινε σὰν νὰ εἶναι ἐκτὸς τοῦ νόμου, δίχως αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι θὰ ἀσπαζόταν τὶς εἰδωλολατρικὲς συνήθειες. Ἐν τῷ μεταξύ, ἂς σκεφθοῦμε κάτι: ἔμπαινε ὁ Παῦλος σὲ συναγωγὲς Ἰουδαίων καὶ σὲ συναθροίσεις εἰδωλολατρῶν· καλὴ ὥρα στὸν ὄχι μακρινὸ Ἄρειο Πάγο. Ἂχ καὶ νὰ τὸν ἔβλεπαν ὁρισμένοι χριστιανοὶ τῶν ἡμερῶν μας. Αἱρετικὸ θὰ τὸν ἀνέβαζαν, προδότη θὰ τὸν κατέβαζαν. Ὁ Παῦλος, ὅμως, ἤξερε πολὺ καλὰ τὶ ἔκανε καὶ γιατὶ τὸ ἔκανε.

Βλέπουμε πάντως ὅτι ὁ Παῦλος, ναὶ μὲν μιμήθηκε τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ καλλιεργήσει τὸν τρόπο ζωῆς του, ἀλλὰ χρησιμοποίησε τὴν μίμηση καὶ γιὰ τὸ ἀποστολικὸ ἔργο. Μιμήθηκε τοὺς Ἰουδαίους, μιμήθηκε τοὺς ἐθνικούς. Ὅταν τὸ 51 μ.Χ. ἦρθε στὴν Ἀθήνα, τὴν κοιτίδα τῆς φιλοσοφίας καὶ μητέρα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, μιμήθηκε τοὺς Ἀθηναίους καὶ σὰν Ἀθηναῖος προσπάθησε νὰ τοὺς ξεδιπλώσει τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Ἀθηναῖοι, διατηρῶντας πλούσια φιλοσοφικὴ παράδοση, γιὰ νὰ προβοῦν στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας χρησιμοποιοῦσαν φιλοσοφικὲς μεθόδους. Λέγοντας, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἀπόστολος μίλησε σὰν Ἀθηναῖος, ἐννοῶ ὅτι ἀνέπτυξε τὴν διδασκαλία του σεβόμενος τὶς φιλοσοφικὲς ἀπαιτήσεις τῶν Ἀθηναίων. Δὲν ἦταν διπλωμάτης ὁ Ἀπόστολος. Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ λέξη· πανέξυπνος ἦταν. Εἶχε πιάσει τὸ νόημα τῆς ἀποστολῆς του καὶ προσπαθοῦσε νὰ προσαρμοσθεῖ -κατὰ Θεὸν- στὶς ἑκάστοτε συνθῆκες γιὰ νὰ ἁλιεύσει ἀνθρώπινες ψυχὲς γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του.

χοντας φθάσει κάποτε στὸ τέλειο μέτρο τῆς μίμησης τοῦ Χριστοῦ, δὲν δίστασε νὰ συμβουλεύσει τοὺς ἀδελφοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, ὅπως διαβάζουμε στὴν πρὸς Κορινθίους Α΄ ἐπιστολή: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ».

Κάποιος δίχως γνώση, διαβάζοντας αὐτὸ ἀλλὰ καὶ ἕτερα χωρὶα τοῦ Παύλου, ἐνδεχομένως νὰ σκεφθεῖ ὅτι πρόκειται περὶ «ἐγωιστῆ». Εὔκολα οἱ ἄνθρωποι κολλᾶμε ταμπέλες. Ὁ Παῦλος, ὅμως, γνώριζε πολὺ καλὰ ποιὸς ἦταν καὶ σὲ τὶ βαθμὸ ἀνταποκρινόταν στὶς πνευματικές του ὑποχρεώσεις, γιὰ αὐτὸ καὶ εἶχε γράψει πάλι στοὺς Κορινθίους: «ἀκόμη καὶ ἂν θελήσω νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ γίνω ἄφρων, διότι θὰ πῶ τὴν ἀλήθεια».

Εἶναι, ὅμως, πράγματι ἀξιοπερίεργο· γιατί ὁ Παῦλος δὲν εἶπε «γίνετε μιμητές τοῦ Χριστοῦ», ἀλλὰ εἶπε «γίνετε μιμητές μου, ὅπως ἐγὼ εἶμαι μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ»;

Πρῶτον, διότι μιλοῦσε σὲ πνευματικά του παιδιά, σὲ ἀνθρώπους ποὺ γνώριζε καὶ τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος εἶχε γεννήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὅπως εἶναι ἀπόλυτα φυσικὸ ὁ πατέρας νὰ καταστήσει τὸν ἑαυτό του παράδειγμα πρὸς μίμησιν γιὰ τὰ παιδιά του, τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ Παῦλος, μόνο ποὺ ἡ σχέση πατρὸς καὶ τέκνων, στὴν περίπτωση αὐτή, δὲν ἦταν σαρκική, ἀλλὰ πνευματική.

Δεύτερον, διότι, ὅπως διδάσκει ὁ μακαριστὸς διδάσκαλος τοῦ Γένους, Νικηφόρος Θεοτόκης, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως: «Οἱ Κορίνθιοι ἤκουσαν μὲν τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅμως οὐδὲ Αὐτόν, οὐδὲ τὰ θαυμάσια, οὐδὲ τὰς ἀρετὰς Αὐτοῦ εἶδον· ὅταν δὲ ὁ Παῦλος ἐλθὼν εἰς τὴν Κόρινθον, ἐδίδαξεν αὐτούς, τότε καὶ εἶδον καὶ ἤκουσαν αὐτόν, καὶ αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν, ἵν΄ οὕτως εἴπω, τὴν τούτου ζωὴν καὶ τὸ πολίτευμα». Ἐφόσον, λοιπόν, τὸν Παῦλο εἶχαν γνωρίσει οἱ Κορίνθιοι ὡς πρότυπο Χριστιανοῦ, γιὰ αὐτὸ τοὺς προέτρεψε νὰ μιμηθοῦν τὸν ἴδιο, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τὴν μίμηση τοῦ Χριστοῦ.

Τρίτον καὶ σημαντικότερον. Γιὰ αὐτὸ τὸ τρίτο θὰ καταλάβουμε πόση εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν ποὺ διαχρονικὰ μᾶς προτρέπει νὰ τὸν μιμηθοῦμε.

Νωρίτερα ἀνέφερα ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς λέει πὼς ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε φίλοι Του, ὀφείλουμε νὰ Τὸν μιμούμασθε. Διαφορετικά, θὰ εἴμαστε ξένοι ἐνώπιόν Του. Θέλει κανεὶς νὰ εἶναι ξένος γιὰ τὸν Χριστό; Μάλλον ὄχι. Ὡστόσο, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας μας ἐνδεχομένως νὰ ἀρχίσουμε νὰ προβάλλουμε δικαιολογίες τοῦ τύπου: πῶς θὰ μιμηθῶ ἐγώ, ἕνας ἀσθενὴς ἄνθρωπος, τὸν Παντοδύναμο Θεάνθρωπο; Βλέπουμε τὸν Χριστὸ νὰ ἀγαπᾶ, νὰ ἐλεεῖ, νὰ συγχωρεῖ, νὰ ὑπομένει κόπους καὶ πόνους, νὰ δέχεται ραπίσματα καὶ μαστιγώματα, νὰ χλευάζεται, νὰ φορεῖ ἀκάνθινο στεφάνι, νὰ πεθαίνει σωματικῶς στὸν Σταυρό. Τὰ βλέπουμε ὅλα αὐτὰ καὶ συγκλονιζόμαστε ἀπὸ τὴν μεγαλωσύνη Του καὶ δακρύζουμε ἀκόμη. Ὅταν, ὅμως, θυμόμαστε ὅτι γιὰ νὰ εἴμαστε δικοί Του, ὀφείλουμε νὰ Τὸν μιμηθοῦμε, τότε μέσα μας ἔρχεται ἐκεῖνο τὸ σαράκι ποὺ μᾶς ψιθυρίζει: «ναί, ἀλλὰ μὴν ξεχνᾶς ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ Θεὸς καὶ Ἄνθρωπος, ἐνῶ ἐσὺ εἶσαι ἕνας χοϊκὸς ἄνθρωπος. Δὲν ἔχεις τὴν δύναμη νὰ Τὸν μιμηθεῖς».

Καθώς, λοιπόν, ἔτσι μᾶς πλανᾶ ὁ λογισμός, ἔρχεται ὁ Παῦλος καὶ λέει: Τί; Δὲν μπορεῖτε νὰ μιμηθεῖτε τὸν Χριστὸ ἐπειδὴ εἶναι Θεάνθρωπος; Ἒ τότε μιμηθεῖτε ἐμένα ποὺ εἶμαι σὰν ἐσᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ συμβολὴ καὶ ἡ συμβουλὴ τοῦ Παύλου. Μποροῦμε νὰ φθάσουμε στὴν μίμηση τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὴν μίμηση ἑνὸς ὅμοιου μὲ ἐμᾶς ἀνθρώπου. Καὶ μάλιστα τί ἀνθρώπου; Ἑνὸς ποὺ λίγο μόλις καιρὸ πρὶν γίνει τέλειος μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἕνας ἀδίστακτος διώκτης τῆς Ἐκκλησίας.

Ποιός μπορεῖ νὰ προβάλλει πλέον δικαιολογίες; Ἐφόσον τὰ κατάφερε ὁ Παῦλος, μποροῦμε ὅλοι νὰ γίνουμε μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πιὸ πνευματικοὶ μποροῦν νὰ κοιτάξουν κατευθείαν τὸ ἀρχέτυπον. Οἱ πιὸ ἀδύναμοι μποροῦμε νὰ ἀτενίζουμε τὸ παράδειγμα τοῦ χριστομίμητου Παύλου. Αὐτὴ τὴν ὁδὸ προτίμησε καὶ μία κορυφαία μορφὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐκεῖνος ποὺ ἂν καὶ ἔζησε τρεῖς αἰῶνες μετὰ τὸν Παῦλο, χαρακτηρίσθηκε ὡς «τὸ στόμα τοῦ Παύλου». Ὁ λόγος γιὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο. Ὁ ἴδιος ἀρκετὲς φορὲς σὲ ὁμιλίες του προέτρεπε τοὺς πιστοὺς νὰ μιμηθοῦν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.

νώνοντας τὴν ἀδύναμη φωνή μου μὲ αὐτὴν τοῦ τῆς οἰκουμένης φωστῆρος, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ξεπέρασε τὸν μυθικὸ Στέντορα, διότι ἡ φωνή του ἦταν τόσο δυνατὴ ποὺ δὲν ἁπλώθηκε μόνο τοπικά, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς Βασιλεύουσας, ἀλλὰ καὶ χρονικά, καθὼς φθάνει μέχρι τὶς ἡμέρες μας, λέω μαζί του ὅτι ἀξίζει νὰ μιμηθοῦμε τὸν Μέγα Παῦλο.

Τί νὰ κοιτάξουμε ἀπὸ τὸ ὑπόδειγμά του;

σφαλῶς, ἐν πρώτοις, τὴν μετάνοια. Ὁ Ἀπόστολος εὐθὺς μετὰ τὴν κλήση του ἀπὸ τὸν Χριστό, παραδόθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἄφησε πίσω του τὸ παρελθὸν καὶ κοίταξε νὰ ἐπεκταθεῖ ἐμπρός, στὴ νέα προοπτικὴ τῆς σωτηρίας.

πειτα, τὴν ὑπακοή του. Ὅπως ὁ Χριστὸς ἔκανε ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἀνέλαβε θυσιαστικῶς τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή Του νὰ ἀναβιβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἀρχαῖον κάλλος, φθάνοντας μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ ὑψωθεῖ ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ, ὁμοίως ἔπραξε καὶ ὁ ἄριστος μιμητής Του. «Σαούλ, νὰ πᾶς στὴν πόλη καὶ θὰ σοῦ μηνυθεῖ τὶ πρέπει νὰ κάνεις». Ἒ λοιπόν, ἀπὸ ἐκείνης τῆς ὥρας, ὁτιδήποτε τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, μία ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Παύλου: «νὰ εἶναι εὐλογημένο, Χριστέ μου!». Παρουσιάζεται ὁρισμένες φορὲς μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν ἀνεξαρτήτως τάξης, ἕνας φόβος ἢ μάλλον μία ἀποστροφὴ ἀπέναντι στὴν ὑπακοὴ πρὸς τὸν πνευματικὰ ἀνώτερο, τὸν πνευματικό, τὸν Γέροντα, τὸν Ἐπίσκοπο, ἢ ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν Ἱερὰ Σύνοδο. Ἴσως ὁρισμένοι νὰ θεωροῦν ἀκόμη τὴν ὑπακοὴ ὡς «ἀνελευθερία» ἢ «σκλαβιά». Τὸ νὰ ὑποστηρίζουν αὐτὸ οἱ ἄσχετοι μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι κατανοητό, ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας νὰ ὑπάρχουν τέτοιες στρεβλὲς ἀντιλήψεις; Ξεχνᾶμε ὅτι ἡ παρακοὴ μᾶς ὁδήγησε στὸν ὤλεθρο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἐνῶ ἡ ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ μᾶς γλίτωσε ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο; Ὅσες φορὲς κάποιος ἀνέλαβε μία διακονία στὴν Ἐκκλησία μὴ θέλοντας νὰ διαβεῖ νωρίτερα ἀπὸ τὸ στάδιο τῆς ὑπακοῆς, τραῦμα προξένησε καὶ ὄχι ὠφέλεια. Ὁ Παῦλος πάντως, προτίμησε τὴν ὑπακοὴ καὶ χάρισε στὴν Ἐκκλησία ἕναν Παῦλο. Πόσοι «Παῦλοι» νὰ ὑπάρχουν ἄραγε ἀνάμεσα μας, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἐξαιτίας τοῦ δισταγμοῦ τους νὰ ποῦν στὸν Θεό, ποὺ τοὺς καλεῖ στὸ τῆς ἱερωσύνης ὑπούργημα, αὐτὸ τὸ «γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου», στεροῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοὺς ἑαυτούς τους; Ὁ Παῦλος, πάντως, προτίμησε τὴν ὑπακοή.

πόμενο γνώρισμά του: συνέπεια. Ἀνέλαβε τὸ ἀποστολικὸ ἔργο καὶ τὸ ἔφερε εἰς πέρας, ὅπως ὁ Κύριός μας τελείωσε τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο τοῦ ἀνέθεσε ὁ Οὐράνιος Πατήρ. Δὲν ἦταν Ἀπόστολος ὁ Παῦλος γιὰ νὰ κάνει μόνο μερικὲς Βαπτίσεις καὶ νὰ τελεῖ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τὰ πόδια του μάτωσαν κάνοντας χιλιάδες χιλιόμετρα γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὶς ψυχὲς ποὺ διψοῦσαν γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι τὴν Ἰσπανία διάβηκε γιὰ νὰ ἱδρύσει τοπικὲς Ἐκκλησίες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἄξιος εἰς δυσμὰς τοῦ βίου του νὰ πεῖ ἐκεῖνο τὸ περίφημο: «τὸν δρόμον τετέλεκα […] λοιπόν, ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος».

Ποιός νὰ μὴν θαυμάσει τὴν ποιμαντική του μέριμνα; Διαβάζοντας τὸ Εὐαγγέλιο, διακρίνουμε τὴν ἀγωνία καὶ φροντίδα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς Μαθητές Του. Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος εἶπε ὅτι ὁ καλὸς ποιμὴν θυσιάζει καὶ τὴν ψυχή του ἀκόμα γιὰ τὰ πρόβατά του. Τὴν ἴδια ἀγωνία μιμήθηκε ὁ Παῦλος. Ἦταν στὴν Ἔφεσο καὶ ἀγωνιοῦσε γιὰ τὸ ἂν οἱ Κορίνθιοι ζοῦν κατὰ Θεόν. Ἦταν στὴν Βέροια καὶ προσευχόταν ὑπὲρ τῶν Κυπρίων. Ἦταν στὴν Ἀθήνα καὶ ἔγραφε στοὺς Θεσσαλονικεῖς γιὰ νὰ τοὺς στηρίξει στὶς θλίψεις. Μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του νουθετοῦσε, στήριζε, μοιραζόταν τὴν χαρά του, χαιρετοῦσε τοὺς Χριστιανούς. Δὲν ἐπαναπαυόταν στὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ ὅπου πέρασε εἶχαν γίνει ὅλα τέλεια, ἀλλὰ ἤθελε νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι τὸ ἔργο του θὰ διατηρηθεῖ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του.

Γιὰ δὲ τὴν ὑπομονή του, τί νὰ πεῖ κανείς; Ὑπέμεινε ὁ Λυτρωτής του τὴν πείνα, τὴν δίψα, τὴν ἀμφισβήτηση, τὸν μόχθο, τὴν δίκη, τὴν καταδίκη, τὸ φραγγέλιο, τὸ ὄξος, τὸν Σταυρό; Ἔπρεπε καὶ ὁ Παῦλος νὰ ὑπομείνει. Καὶ ὑπέμεινε. Πείνασε, δίψασε, χλευάσθηκε, ραβδίσθηκε, λιθάσθηκε, ἐξορίσθηκε, ἀντιμετώπισε τοὺς κινδύνους τῶν ψευδαδέλφων, ὑπέφερε ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστια. Ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸν Παῦλο, μιᾶς καὶ τοῦ ἔδιναν τὴν εὐκαιρία νὰ φθάσει στὸ ἀνώτατο ἄκρο τῆς πνευματικῆς τελειότητος, ἦταν ἡ ζωῆ του. Ὁ Σταυρὸς ἦταν τὸ καύχημά του. Νὰ βγεῖ ἀπ΄ τὸ στόμα του γογγυσμός; Νὰ ἀφήσει τὸ παράπονο «γιατί σὲ μένα, Θεέ μου» νὰ σκοτίσει τὴν ψυχή του; Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ εἶχε πεῖ ὅτι «ἡ θλίψη ἀσκεῖ τὴν ὑπομονή, ἡ δὲ ὑπομονὴ ἀσκεῖ τὸν χαρακτήρα, ὁ χαρακτήρας ἀσκεῖ τὴν ἐλπίδα· ἡ δὲ ἐλπίδα δὲν ἀπογοητεύει». Ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος, δὲν ἀπογοητεύθηκε, ἀλλὰ λάμβανε θάρρος βλέποντας ὅτι ὅσο μεγάλες οἱ ταλαιπωρίες, ἄλλο τόσο μεγάλη καὶ ἡ δύναμη ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεός.

Τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης του πῶς μποροῦμε νὰ τὸ παραβλέψουμε; Δὲν ἦταν δυνατὸ ὁ μιμητὴς τοῦ «πράου καὶ ταπεινοῦ τῇ καρδίᾳ» Ἰησοῦ νὰ μὴν ἀσκοῦνταν στὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση. Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στοὺς συνανθρώπους του παρουσιάζοντάς τον ὡς πρώην διώκτη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς «μωρὸν ἐν Χριστῷ». Κάποτε, σὲ ἕνα κήρυγμά του, εἰδωλολάτρες ἔπεσαν νὰ τὸν προσκυνήσουν πιστεύοντας ὅτι εἶχαν ἀπέναντί τους τὸν Ἑρμῆ. Εὐθὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτιά του καὶ τοὺς προέτρεψε σὲ προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ. Χριστιανοὺς ποὺ ἔλεγαν ὅτι οἱ μὲν εἴμαστε τοῦ Παῦλου, οἱ δὲ τοῦ Ἀπολλῶ, οἱ δὲ τοῦ Κηφᾶ, τοὺς ἐπετίμησε, λέγοντας ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι οὔτε τοῦ Παύλου, οὔτε τοῦ Ἀπολλῶ, οὔτε τοῦ Κηφᾶ, παρὰ μόνο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔκανε ὀπαδοὺς στὴν ἀποστολικὴ πορεία του, ἀλλὰ ὅλους τοὺς κέρδιζε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιὰ τὸν Χριστό. Εἶχε συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του καὶ γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ὅλα ὅσα ἔχει εἶναι ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Χριστό.

Θὰ ἦταν παράλειψη νὰ μὴν ποῦμε δύο λόγια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ὑμνητοῦ τῆς ἀγάπης. «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» κατὰ τὸν Θεολόγο Ἰωάννη, καὶ ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, καὶ ὁ Παῦλος ὄφειλε νὰ γίνει μία ὕπαρξη ἀγάπης. «Ἀγάπησε τὸν Θεὸ ἐξ ὅλης ψυχῆς, διανοίας καὶ καρδίας καὶ τὸν πλησίον του ὡς ἑαυτόν». Δὲν ἐξέφραζε τὴν ἀγάπη μὲ στεῖρα λόγια, ἀλλὰ μὲ τὴν θυσία του καὶ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν πλησίον. Ἐνδιαφερόμενος γιὰ τὴν σωτηρία ὄχι μόνο τοῦ ἰδίου, ἀλλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, νουθετοῦσε, στήριζε, παρηγοροῦσε, ἐνῶ δὲν δίσταζε ἀκόμη καὶ νὰ ἐλέγξει σκληρὰ ὅταν ἔπρεπε νὰ βάλει τάξη στὴν ἀταξία. Σήμερα βέβαια, στὴν κοινωνία τοῦ ἄκρατου δικαιωματισμοῦ, ὅταν κάποιος ἐλέγχει τὸν πλησίον γιὰ τὸ καλό του, θεωρεῖται ἀπὸ ἀρκετοὺς κακὸς ἢ τυραννικός. Ἀλίμονο ἂν οἱ γονεῖς βλέπουν τὰ παιδιά τους νὰ παίζουν μὲ τὰ μαχαίρια καὶ λένε «ἔλα καλέ, παιδιά εἶναι, ἄσ΄τα». Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ πράττει κανείς, πράγμα ποὺ στὸ κάτω – κάτω θὰ τραυμάτιζε μόνο τὸ σῶμα, πῶς γίνεται νὰ θεωρεῖται κακὸς αὐτὸς ποὺ φροντίζει νὰ μὴν τραυματισθοῦν ἢ χαθοῦν παντελῶς οἱ ψυχὲς τῶν παιδιῶν του;

πως μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε, ἡ παύλεια μίμηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνεξάντλητη. Γιὰ αὐτὸ ὁ Παῦλος κέρδισε τόσο περίοπτη θέση μεταξὺ τῶν Ἁγίων καὶ τόσο ξεχωριστὴ θέση στὴν καρδιὰ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ ὅταν μιλοῦμε γιὰ ἐκεῖνον μᾶς καταλαμβάνει δέος.

Δέος καὶ ἀπέραντο σεβασμὸ γιὰ τὸν Ἅγιο Ἀπόστολο καταλάμβανε καὶ τοὺς ἀείμνηστους πατέρες καὶ μητέρες μας πρὶν ἕναν αἰώνα. Ὅταν τὸ 1924, μετὰ τὸ λυπηρὸ τραῦμα ποὺ ἐπέφερε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου, οἱ ἁπλοὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ προτίμησαν νὰ παραμείνουν στὴν γραμμὴ ποὺ εἶχαν χαράξει οἱ πρὸ αὐτῶν, τὸν Παῦλο ἔκαναν σημαία. Πιὸ συγκεκριμένα, τὴν προτροπή του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς: «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις», ἡ ὁποία μάλιστα κοσμεῖ τὸ ἐξώφυλλο τοῦ ἱστορικοῦ περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας «Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας». Ταπεινὰ συνεχίζουμε νὰ κρατοῦμε τὴν σκυτάλη ποὺ παραλάβαμε, καίτοι θεωρούμαστε κάποτε «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου, πάντων περίψημα».

ν κατακλείδι, σεβαστοὶ Πατέρες καὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ ἄλλους Παύλους. Ἀκοῦμε κατὰ καιροὺς ὅτι γιὰ διάφορα προβλήματα ποὺ ὑφίσταται ἡ κοινωνία ἀπὸ νέους ἀνθρώπους ὀφείλεται ἡ ἔλλειψη προτύπων. Στὴν πραγματικότητα πρότυπα ὑπάρχουν. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι ἀνάμεσα στοὺς ζωντανοὺς δὲν ὑπάρχει ἕνας ποὺ νὰ ἀποτελεῖ πρότυπο· καὶ ἂν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἥρωες καὶ τοὺς Ἁγίους τοὺς πρὸ ἡμῶν δὲν ὑπῆρξε κανένας ἐκτὸς τοῦ Παύλου, ἒ τότε ἕνας Παῦλος ἀρκεῖ νὰ ἀναπληρώσει τὸ κενό. Τὸν Παῦλο μόνο νὰ προέβαλλε ἡ κοινωνία πρὸς μίμηση ἀπὸ τοὺς νέους, πάντως δὲν θὰ εἴχαμε ὅλα τὰ σύγχρονα ἀπότοκα τῆς μίμησης ἀνθρώπων ποὺ προωθοῦν τὴν ἀδικία καὶ τὴν εὔκολη ζωή.

Παῦλος ξεδίψασε λαοὺς ὁλόκληρους, δίνοντάς τους νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερὸ τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Ὄντας ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔμπλεως φωτός, φώτισε τὰ ἔθνη τὰ πεπλανημένα ποὺ μέχρι τὴν ἔλευσή του ζοῦσαν ὑπὸ τὴν σκιὰ τοῦ θανάτου. Αὐτὸ ἐπιζητοῦν καὶ σήμερα, καὶ πάντοτε τὸ ἴδιο θὰ ἐπιζητοῦν οἱ ἄνθρωποι: τὸ νερὸ τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ἀστείρευτη πηγὴ τῆς Ζωαρχίας καὶ φῶς νὰ βλέπουν καθαρὰ καὶ νὰ θερμαίνονται οἱ ψυχές τους μέσα στὴν παγωνιὰ τῆς ἀποστασιοποιημένης ἀπὸ τὸν Θεὸ κοινωνίας. Ἔχουμε τὴν προθυμία νὰ γίνουμε ἄλλοι Παῦλοι;

Γιὰ νὰ ἀλλάξει ὁ κόσμος γύρω μας, πρέπει πρῶτα νὰ ἀλλάξει ὁ κόσμος μέσα μας, τουτέστιν, νὰ ἀναλάβει ὁ καθένας τὴν εὐθύνη ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ. Ἂν ἐγὼ δὲν γίνω μιμητὴς τοῦ Παύλου, μὴν περιμένω ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ γίνουν. Ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ καθένας φέρει εὐθύνη νὰ γεμίσει μὲ φῶς καὶ ἔπειτα νὰ τὸ διοχετεύσει πρὸς δόξαν Θεοῦ.

ς δοῦμε, ὅμως, τί θὰ δεῖ ὁ κόσμος ἀπὸ ἕναν μιμητὴ τοῦ Παύλου; Θὰ δεῖ, ἀρχικά, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐδώ, εἶναι δίπλα μας καὶ μᾶς στηρίζει διὰ τῶν ἁγίων ποὺ ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν. Θὰ δεῖ ὅτι τὰ ἀνθρώπινα πάθη εἶναι πρόσκαιρα καὶ φθαρτά, ἔχουν ἡμερομηνία λήξης καὶ δὲν καταφέρνουν, στὸ τέλος, νὰ γεμίσουν τὴν ψυχή. Θὰ δεῖ ὅτι τὸ χάος τῶν συμφορῶν καὶ τῶν θλίψεων δὲν εἶναι παρὰ ἡ στενὴ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση.

Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ γίνουμε γνήσιοι μιμητές του! Αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ ἡ πραγματική, υἱικὴ τιμή μας πρὸς αὐτόν, καθὼς κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα Διδάσκαλο: «τιμὴ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος».

Γιὰ νὰ γίνουμε μιμητές, χρειαζόμαστε τὴν βοήθειά του, γιὰ αὐτὸ στρεφόμενοι πρὸς τὴν σεπτή του εἰκόνα, δεόμεθα:

 

«Διαβάς, Παῦλε, πάλιν εἰς τὴν Ἑλλάδα, βοήθησον ἡμῖν»!