Παραινετικά

Λόγος εἰς τὴν Πεντηκοστὴν

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

[…]
5. ΤHN Πεντηκοστὴ ἑορτάζουμε καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὑποσχέσεως καὶ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐλπίδας. Τὸ μυστήριο, πόσο καὶ μεγάλο εἶναι καὶ σεβαστό! Τελειώνουν λοιπὸν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤ μᾶλλον μὲ τὴ σωματικὴ παρουσία Του. Διότι διστάζω νὰ πῶ τὰ σωματικά, ἐφ’ ὅσον κανένας λόγος δὲν μπορεῖ νὰ μὲ πείσει ὅτι θὰ ἦταν καλύτερα νὰ εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα [ὁ Χριστός]. Ἀρχίζουν δὲ ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

pentecost


Ποιὰ δὲ ἦταν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ Χριστό; Ἡ Παρθένος, ἡ γέννηση, ἡ φάτνη, τὸ σπαργάνωμα, οἱ ἄγγελοι ποὺ τὸν δοξάζουν, οἱ ποιμένες ποὺ τρέχουν πρὸς Αὐτόν, ἡ διαδρομὴ τοῦ ἀστέρα, ἡ προσκύνηση καὶ ἡ προσφορὰ τῶν δώρων ἀπὸ τοὺς μάγους, ὁ φόνος τῶν νηπίων ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, ὁ Ἰησοῦς ποὺ φεύγει στὴν Αἴγυπτο, ποὺ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ποὺ περιτέμνεται, ποὺ βαπτίζεται, ποὺ δέχεται τὴν μαρτυρία ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ πειράζεται, ποὺ λιθάζεται γιὰ μᾶς (γιὰ νὰ μᾶς δώσει ὑπόδειγμα κακοπάθειας ὑπὲρ τοῦ Λόγου), ποὺ προδίνεται, ποὺ προσηλώνεται [στὸν Σταυρό], ποὺ θάπτεται, ποὺ ἀνασταίνεται, ποὺ ἀνεβαίνει [στοὺς οὐρανούς]. Ἀπὸ αὐτὰ καὶ τώρα ὑφίσταται πολλὰ ἀπὸ τοὺς μισόχριστους μέν, αὐτὰ ποὺ Τὸν ἀτιμάζουν καὶ τὰ ὑπομένει (διότι εἶναι μακρόθυμος)· ἀπὸ τοὺς φιλόχριστους δέ, αὐτὰ ποὺ Τοῦ ἀποδίδουν τιμή. Καὶ ἀναβάλλει νὰ ἀνταποδώσει ὅπως σ’ ἐκείνους τὴν ὀργή, ἔτσι σέ μᾶς τὴν ἀγαθότητα· ἐπειδὴ ἴσως σ’ ἐκείνους μὲν δίνει καιρὸ μετανοίας, σέ μᾶς δὲ δοκιμάζει τὸν πόθο, ἐὰν δὲν λιποψυχοῦμε καὶ δὲν ἀποκάμουμε στὶς θλίψεις καὶ στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν εὐσέβεια· ὅπως ἀκριβῶς ὁρίζεται ἀπὸ τὴν θεία οἰκονομία καὶ τὰ ἀνεξιχνίαστα κρίματά Του, μὲ τὰ ὁποῖα κυβερνᾷ μὲ σοφία τὴ ζωή μας. Ὅσα λοιπὸν ἀναφέρονται στὸ Χριστὸ εἶναι αὐτά, καὶ τὰ πέρα ἀπ’ αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε ἐνδοξότερα [στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν] καὶ μακάρι καὶ μεῖς νὰ φανοῦμε [δοξασμένοι ἀπὸ τὸ Θεό]. Ὅσα δὲ ἀναφέρονται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα νὰ ἔλθει ἐντός μου καὶ νὰ μοῦ δώσει λόγον ὅσον ἐπιθυμῶ κι’ ἂν ὄχι τόσον, ἀλλ’ ὅσος ἀπαιτεῖται σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση. Πάντως ὅμως θὰ ἔλθει μὲ ἐξουσία δεσποτική, καὶ ὄχι μὲ τρόπο δουλικό, οὔτε περιμένοντας πρόσταγμα, ὅπως νομίζουν μερικοί. Διότι πνέει ὅπου θέλει, καὶ σ’ ὅσους θέλει, καὶ ὅποτε καὶ ὅσο θέλει. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμεῖς ἐμπνεόμαστε νὰ νοοῦμε καὶ νὰ μιλοῦμε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.


6. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅσοι Τὸ ὑποβιβάζουν στὴν τάξη τῶν κτισμάτων εἶναι ὑβριστὲς καὶ δοῦλοι κακοὶ κι’ ἀπ’ τοὺς κακοὺς χειρότεροι. Διότι τῶν κακῶν δούλων εἶναι (γνώρισμα) τὸ νὰ ἀθετοῦν τὴν [θεία] δεσποτεία καὶ νὰ ἐπαναστατοῦν κατὰ τῆς κυριότητας [τοῦ Θεοῦ] καὶ νὰ θεωροῦν ὅμοιο μὲ αὐτοὺς δοῦλο τὸ ἐλεύθερο [Πνεῦμα]. Ὅσοι ὅμως Τὸ πιστεύουν ὡς Θεὸ εἶναι θεοφόρητοι καὶ φωτισμένοι στὸ νοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ καὶ Τὸ ὁμολογοῦν [ὡς Θεό], ἐὰν μὲν τὸ κάνουν σὲ ἀνθρώπους μὲ εὐσεβὲς φρόνημα, θεωροῦνται μεγάλοι· ἀλλ’ ἐὰν τὸ κάνουν σ’ ὅσους ἔχουν φρόνημα χθαμαλό, θεωροῦνται ὄχι φρόνιμοι· διότι ἐμπιστεύονται τὸ μαργαριτάρι στὸν πηλὸ [δηλ. τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ τὴν δεχθοῦν] καὶ σὲ ἀκοὴ ἀσθενικὴ ἦχο βροντῆς καὶ σὲ ἀδύνατους ὀφθαλμοὺς ἡλιακὸ φῶς καὶ στερεὰ τροφὴ σ’ ἐκείνους ποὺ πίνουν ἀκόμα γάλα. Αὐτοὺς πρέπει νὰ κατευθύνει κανεὶς σιγά-σιγὰ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ τοὺς ἀνεβάζει πρὸς τὰ ὑψηλότερα, ὥστε ἀπὸ τὸ φῶς νὰ ζητοῦν [περισσότερο] φῶς καὶ στὴν ἀλήθεια νὰ προσθέτουν ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ κι’ ἐμεῖς ἀφήνοντας γιὰ λίγο τὸν τελειότερο λόγο (γιατί δὲν εἶναι ἀκόμα καιρός) ἔτσι θὰ μιλήσουμε πρὸς αὐτούς.


7. Ἄνθρωποί μου, ἐὰν μὲν θεωρεῖτε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε ἄκτιστο οὔτε ἄχρονο, αὐτὸ εἶναι καθαρὰ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος· ἐπιτρέψτε στὸ ζῆλο μου νὰ πῶ αὐτὸ τὸ τολμηρό. Ἐὰν ὅμως ἔχετε τόση τουλάχιστον ὑγεία [ψυχῆς], ὥστε ν’ ἀποφεύγετε τὴν φανερὴ ἀσέβεια καὶ θέτετε ἔξω ἀπ’ τὴν δουλεία Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ποὺ κι’ ἐμᾶς κάνει ἐλευθέρους, ἐξετάστε καὶ σεῖς στὴν συνέχεια μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καί μᾶς. Διότι δέχομαι ὅτι σὲ κάποιο βαθμὸ μετέχετε Αὐτοῦ καὶ σεῖς, καὶ στὸ ἑξῆς θὰ συνεξετάσω μέ σᾶς ὡς μὲ οἰκείους πλέον [στὴν πίστη]. Ἤ παραχωρῆστε μου τὸ μέσον μεταξὺ τῆς δουλείας καὶ τῆς δεσποτείας, γιὰ νὰ θέσω ἐκεῖ τὴν ἀξία τοῦ Πνεύματος· ἢ ἐφ’ ὅσον ἀποφεύγετε τὴν δουλεία δὲν εἶναι ἄδηλο, ποῦ θὰ τοποθετήσετε αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζητοῦμε; Ἀλλὰ στενοχωρεῖσθε γιὰ τὶς συλλαβὲς καὶ σκοντάφτετε ἐπάνω στὸν λόγο καὶ αὐτὸ [τὸ νὰ ὀνομάζει κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεό] γίνεται γιὰ σᾶς «λίθος προσκόμματος» καὶ «πέτρα σκανδάλου», ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς γίνεται γιὰ μερικούς. Ἀνθρώπινο εἶναι νὰ πάθει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἂς σταθοῦμε κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο πνευματικά. Ἂς γίνουμε περισσότερο φιλάδελφοι παρὰ φίλαυτοι. Ἀναγνωρίστε τὴν δύναμη τῆς θεότητας κι’ ἐμεῖς θὰ σᾶς δώσουμε τὴν συγκατάθεση γιὰ τὴ λέξη· ὁμολογεῖστε τὴν [θεία] φύση μὲ ἄλλες λέξεις, ποὺ συμπαθεῖτε περισσότερο, κι’ ἐμεῖς θὰ σᾶς γιατρέψουμε ὡς ἀσθενεῖς· ἀφοῦ ὑποκλέψουμε μὲ τρόπο αὐτὰ πού σᾶς εἶναι εὐχάριστα. Διότι εἶναι ἄξιο ντροπῆς καὶ ἀρκετὰ παράλογο, ἐνῶ εἶστε εὔρωστοι στὴν ψυχή, νὰ δείχνετε μιά νοσηρὴ μικρολογία γύρω ἀπ’ τὶς λέξεις καὶ νὰ κρύβετε τὸν θησαυρὸ [τῆς ἀλήθειας], ἀκριβῶς σὰν νὰ φθονεῖτε τοὺς ἄλλους ἤ νὰ φοβᾶστε μήπως ἁγιάσετε καὶ τὴν γλῶσσα σας [μὲ τὴν ὁμολογία τῆς θεότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Ἀκόμα δὲ πιὸ ἄξιο ντροπῆς γιὰ μᾶς εἶναι νὰ πάθουμε αὐτὸ ποὺ κατηγοροῦμε, καὶ ἐνῷ καταδικάζουμε τὴν μικρολογία στοὺς ἄλλους, νὰ μικρολογοῦμε ἐμεῖς γύρω ἀπ’ τὰ γράμματα.


8. Ὁμολογεῖστε, ἄνθρωποί μου, ὅτι μιᾶς θεότητας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, ἤ, ἂν θέλετε, μιᾶς φύσεως. Κι’ ἐμεῖς θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ σᾶς καὶ τὴ λέξη Θεός. Διότι γνωρίζω καλὰ ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε τὸ πρῶτο [τὴν πίστη στὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱοῦ] θὰ δώσει καὶ τὸ δεύτερο [καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος] καὶ μάλιστα, ὅταν τὸ ζήτημα γιὰ τὸ ὁποῖο ἀντιλέγουμε εἶναι μιὰ πνευματικὴ δειλία καὶ ὄχι διαβολικὴ ἐναντίωση.


Θὰ τὸ πῶ ἀκόμα πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ σύντομα. Μήτε σεῖς ν’ ἀποδώσετε σέ μᾶς εὐθύνη γιὰ τὸν ὑψηλότερο λόγο ποὺ χρησιμοποιοῦμε (διότι δὲν ὑπάρχει κανένας φθόνος τῶν ἄλλων μήπως ἀνέβουν), οὒτ’ ἐμεῖς θὰ σᾶς κατηγορήσουμε γιὰ τὴν μέχρι τώρα δική σας ὀνομασία [ποὺ χρησιμοποιήσατε], ἐφ’ ὅσον κι’ ἀπὸ διαφορετικὸ δρόμο ὁδηγεῖστε πρὸς τὸ ἴδιο [πνευματικό] κατάλυμα. Διότι δὲν ζητοῦμε νὰ νικήσουμε, ἀλλὰ νὰ σᾶς προσλάβουμε ὡς ἀδελφούς, ποὺ γιὰ τὸν χωρισμό σας ἀπό μᾶς σπαραζόμαστε ἀπ’ τὴ λύπη. Αὐτὰ [λέγουμε] πρὸς ἐσᾶς, ποὺ ὑγιαίνετε ὡς πρὸς τὴν πίστη σας γιὰ τὸν Υἱό, ποὺ βρίσκουμε μέσα σας κάποια δύναμη ζωῆς [πνευματικῆς]· αὐτῶν ποὺ ἂν καὶ θαυμάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, δὲν ἐπαινοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου τὸν λόγο. Σεῖς ποὺ ἔχετε τὰ ἔργα τοῦ Πνεύματος, ἀποκτεῖστε καὶ τὸ Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὴ «ἀθλῆτε» μόνο, ἀλλὰ καὶ «νομίμως», ἀπ’ ὅπου καὶ ὁ στέφανος. Αὐτὸς ὁ μισθὸς εὔχομαι νὰ σᾶς δοθεῖ γιὰ τὴν πολιτεία σας, νὰ ὁμολογήσετε δηλαδὴ τὴν πίστη σας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τρόπο τέλειο καὶ νὰ Τὸ κηρύξετε [ὡς Θεὸ ἀληθινό] μαζὶ μέ μᾶς καὶ περισσότερο ἀπό μᾶς ὅσο εἶναι ἄξιο. Τολμῶ κάτι καὶ μεγαλύτερο γιὰ σᾶς νὰ πῶ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου. Τόσο πολύ σᾶς ἀγαπῶ, καὶ τόσο πολὺ εὐλαβοῦμαι σὲ σᾶς αὐτὴ τὴν κόσμια περιβολὴ καὶ τὸ χρῶμα τῆς ἐγκράτειας καὶ τὰ ἱερὰ αὐτὰ τάγματα καὶ τὴν σεμνὴ παρθενία καὶ τὸν ἁγνισμὸ καὶ τὴν ὁλονύκτια ψαλμῳδία καὶ τὴν φιλοπτωχία καὶ φιλαδελφία καὶ φιλοξενία, ὥστε καὶ ἀνάθεμα [χωρισμένος] ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ εἶμαι δέχομαι καὶ ὁ,τιδήποτε νὰ πάθω ὡς καταδικασμένος· ἀρκεῖ νὰ θελήσετε νὰ σταθεῖτε μαζί μας καὶ νὰ θελήσετε νὰ δοξάσουμε ἑνωμένοι τὴν Ἁγία Τριάδα. Διότι γιὰ τοὺς ἄλλους [ποὺ δὲν ὁμολογοῦν τὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱοῦ] τί πρέπει νὰ ποῦμε, τοὺς φανερὰ πεθαμένους [στὴν ψυχή] (ποὺ μόνο ὁ Χριστὸς ποὺ ζωοποιεῖ τοὺς νεκροὺς μπορεῖ ν’ ἀναστήσει σύμφωνα μὲ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει), οἱ ὁποῖοι κακῶς διαχωρίζονται κατὰ τὸν τόπο, ἐνῷ συνδέονται μὲ τὸ λόγο, καὶ τόσο πολὺ φιλονεικοῦν μεταξύ τους ὅσο οἱ ἀλλοίθωροι ὀφθαλμοί, ποὺ βλέπουν ἕνα πρᾶγμα καὶ δὲν συμφωνοῦν ὄχι ὡς πρὸς τὴν ὄψη ἀλλ’ ὡς πρὸς τὴν θέση. Ἂν βέβαια πρέπει νὰ τοὺς κατηγορήσει κανεὶς γιὰ ἀλλοιθωρισμό, καὶ ὄχι ὅμως γιὰ τύφλωση. Ἀφοῦ ἀνέπτυξα ὅσο ἔπρεπε αὐτὰ ποὺ ἔχουν σχέση μέ σᾶς, ἂς ἐπανέλθουμε πάλι πρὸς τὸ Πνεύμα· πιστεύω ὅτι καὶ σεῖς τώρα θὰ παρακολουθήσετε.


9. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάντοτε ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει, δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος, ἀλλ’ εἶναι πάντοτε ἑνωμένο καὶ ἀριθμεῖται μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Διότι δὲν θὰ ἅρμοζε ποτὲ νὰ ἐλλείπει ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἤ τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό, ἐπειδὴ θὰ ἦταν σὲ μέγιστο βαθμὸ ἄδοξη ἡ θεότητα, σὰν ἀπὸ μεταμέλεια ἀκριβῶς νὰ ἦλθε σὲ συμπλήρωση γιὰ νὰ γίνει τέλεια. [Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] λοιπὸν πάντοτε καὶ αἰώνια μεταλαμβάνεται, δὲν μεταλαμβάνει· ὁδηγεῖ στὴν τελείωση [τοὺς ἀνθρώπους], δὲν τελειώνεται· παρέχει τὴν πνευματικὴ πλήρωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πληρώσεως· ἁγιάζει, δὲν ἁγιάζεται· κάνει [τοὺς ἀνθρώπους] θεούς, δὲν θεώνεται αὐτὸ πρὸς Ἑαυτό, καὶ πρὸς ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἑνωμένο, εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο· ἀόρατο, ἄχρονο, ἀχώρητο, ἀναλλοίωτο, ὑπεράνω ἀπὸ κάθε ἔννοια ποιότητας, ποσότητας καὶ μορφῆς, ἀψηλάφητο, κινούμενο ἀφ’ Ἑαυτοῦ, κινούμενο συνεχῶς, ἔχοντας ἀφ’ Ἑαυτοῦ ἐξουσία, ἔχοντας ἀφ’ Ἑαυτοῦ δύναμη, παντοδύναμο (ἂν καὶ ὡς πρὸς τὴν πρώτη ἀρχή, ὅπως ἀκριβῶς ὅλα τὰ ἀναφερόμενα εἰς τὸν Μονογενῆ Υἱό, ἔτσι καὶ τοῦ Πνεύματος ἀνάγεται [εἰς τὸν Θεὸ Πατέρα]). Εἶναι ζωὴ καὶ πρόξενος ζωῆς, τὸ φῶς καὶ χορηγεῖ φῶς, ἀφ’ Ἑαυτοῦ ἀγαθὸ καὶ πηγὴ ἀγαθότητας. Πνεῦμα εὐθές, ἡγεμονικό, κύριο [καλεῖ καί] ἀποστέλλει [τοὺς ἄξιους, ὅπως ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός], θέτει ὅρια [σὲ ὅλη τὴν κτίση], κάνει τοὺς ἀνθρώπους ναούς Του, ὁδηγεῖ, ἐνεργεῖ ὅπως θέλει, διανέμει χαρίσματα. Εἶναι Πνεῦμα υἱοθεσίας [κάνει τοὺς ἀνθρώπους υἱοὺς τοῦ Θεοῦ], ἀληθείας, σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, εὐσέβειας, βουλῆς, δυνάμεως, φόβου [θείου], ὅσων ἔχουν ἀπαριθμηθεῖ. Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζεται ὁ Πατὴρ καὶ δοξάζεται ὁ Υἱός, καὶ ἀπὸ Αὐτοὺς μόνο γνωρίζεται Αὐτό, εἶναι δηλαδὴ τὰ τρία πρόσωπα ἕν, μία εἶναι ἡ λατρεία καὶ ἡ προσκύνηση [ποὺ προσφέρεται], μία ἡ δύναμη, ἡ τελειότητα, ἕνας ὁ ἁγιασμὸς [ποὺ παρέχεται]. Καὶ γιατί νὰ μακρολογῶ; Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι τοῦ Υἱοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία. Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γέννηση. Αὐτὰ (τὰ ἰδιώματα), ὅσο βέβαια μπορῶ νὰ ἐκφρασθῶ μὲ τὸν λόγο μου, δὲν ξεχωρίζουν οὐσίες, ἀλλ’ ὁρίζουν τὴν μία καὶ ἑνιαία οὐσία τῆς θεότητας.


10. Στενοχωρεῖσαι γιὰ τὶς ἀντιθέσεις (πού χρησιμοποίησα); Ἐγὼ ὅμως γιὰ τὸ μῆκος τοῦ λόγου. Τίμησε λοιπὸν τὴν (σημερινή) ἡμέρα τοῦ Πνεύματος· συγκράτησε λίγο τὴ γλῶσσα, ἂν γίνεται. Γιὰ ἄλλες γλῶσσες γίνεται ὁ λόγος· αὐτὲς εὐλαβήσου ἤ φοβήσου, πύρινες καθὼς φαίνονται. Σήμερα ἂς ὑψώσουμε μ’ εὐλάβεια ὅλο μας τὸν νοῦ στὸ θεῖο μυστήριο [τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος], ἂς κάνουμε αὔριο ἀνάλυση λέξεων· σήμερα ἂς ἑορτάσουμε [μὲ κατάνυξη], ἂς εἰπωθεῖ κάτι ἄξιο ντροπῆς [ἀπὸ τοὺς ἀντιλέγοντες] αὔριο. Αὐτὰ γίνονται μὲ τρόπο μυστικὸ [στὸ ταμεῖο τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ], ἐκεῖνα γίνονται μὲ τρόπο πομπώδη [ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων]· αὐτὰ γίνονται στὶς ἐκκλησίες, ἐκεῖνα στὶς ἀγορές· αὐτὰ ἁρμόζουν σὲ ἀνθρώπους σώφρονες καὶ νηφάλιους, ἐκεῖνα σὲ ἀνθρώπους ποὺ μεθοῦν· αὐτὰ εἶναι ὅσων ἐνεργοῦν μὲ σοβαρότητα [ὅση ἀξίζει στὸ μεγάλο μυστήριο], ἐκεῖνα ὅσων παίζουν κατὰ τοῦ Πνεύματος. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀπαλλαγήκαμε ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ἀλλότριο [τῆς εὐσεβείας], ἂς καταρτίσουμε τὸ δικό μας [τὸ λόγο περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος].


11. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ἐνεργοῦσε πρὶν ἀπ’ ὅλα στὶς ἀγγελικὲς καὶ οὐράνιες δυνάμεις, σ’ ὅσες εἶναι πρῶτες μετὰ τὸ Θεὸ καὶ σ’ ὅσες εἶναι κοντὰ στὸ Θεό. Διότι ἡ τελείωση καὶ ἡ ἔλλαμψη σ’ αὐτὲς καὶ ἡ δυσκινησία ἤ ἡ ἀκινησία τους πρὸς τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἀπὸ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔπειτα [ἐνεργοῦσε] στοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἀπ’ αὐτοὺς οἱ μὲν εἶχαν θέα τοῦ Θεοῦ ἤ Τὸν ἐγνώρισαν [μὲ ἀποκάλυψη], οἱ δὲ προγνώρισαν καὶ τὸ μέλλον, μὲ τὸ νὰ σχηματίζει τὸ Πνεῦμα εἰκόνες στὸ νοῦ τους καὶ σὰν νὰ ἦσαν παρόντες συναναστρεφόμενοι ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθοῦν στὸ μέλλον. Τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Ἔπειτα [ἐνεργοῦσε] στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ (διότι δὲν λέγω γιὰ τὸ Χριστό, στὸν Ὁποῖο παρευρίσκετο [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ὄχι ὡσὰν νὰ ἐνεργοῦσε, ἀλλ’ ὡς συμπαρευρισκόμενο σὲ ὁμότιμη σχέση [μὲ Αὐτόν])· καὶ σ’ αὐτοὺς κατὰ τρεῖς τρόπους, στὸ μέτρο ποὺ μποροῦσαν νὰ Τὸ δεχθοῦν, καὶ κατὰ τρεῖς καιρούς: πρὶν νὰ δοξασθεῖ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ πάθος Του· ἀφοῦ δοξάσθηκε μὲ τὴν Ἀνάσταση· καὶ μετὰ τὴν Ἄνοδό Του στοὺς οὐρανοὺς ἤ τὴν ἀποκατάσταση, ἤ ὅπως καὶ πρέπει νὰ τὴν ὀνομάσουμε, φανερώνει δὲ [τὴν ἐνέργεια αὐτή] ἡ πρώτη θεραπεία καὶ κάθαρση ἀπὸ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἡ ὁποία βέβαια δὲν γινόταν χωρὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· καὶ τὸ ἐμφύσημα [τοῦ Κυρίου στὰ πρόσωπα τῶν μαθητῶν Του] μετὰ τὴν τελείωση τῆς [ἐνσάρκου] οἰκονομίας, ποὺ εἶναι φανερὰ προσθήκη περισσοτέρας χάριτος· καὶ τώρα ὁ διαμερισμὸς τῶν πύρινων γλωσσῶν, ποὺ πανηγυρίζουμε. Ἀλλὰ τὸ πρῶτο ἔγινε ἀμυδρά· τὸ δεύτερο, πιὸ φανερά· καὶ τὸ [τρίτο] τώρα, τελειότερα. Καὶ δὲν παρίσταται τώρα [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κατὰ τὴν ἐνέργεια, ὅπως πρωτύτερα, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία [κατὰ τὴν πληρότητα], ἤ ὅπως ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ κανείς, καὶ μένοντας μαζί τους καὶ μέσα τους [στοὺς ἁγίους ἀποστόλους] βοηθὸς καὶ παραστάτης στὸ ἔργο τους. Διότι ἔπρεπε, ἀφοῦ ὁ Υἱὸς συνανεστράφη μέ μᾶς σωματικά, καὶ Αὐτὸ νὰ φανερωθεῖ σωματικά· καὶ ἀφοῦ ἐπανῆλθε πρὸς Ἑαυτὸν ὁ Χριστός, Ἐκεῖνο νὰ κατέλθει πρὸς ἐμᾶς· καὶ ἔρχεται μὲν ὡς Κύριο, «πέμπεται» [ἀποστέλλεται] δὲ ὄχι ὡς κατώτερο. Διότι οἱ λέξεις αὐτὲς [ἔρχεται, πέμπεται] φανερώνουν ἐξ ἴσου τὴν ἑνότητα καὶ ὁμοτιμία [τῶν προσώπων] παρὰ χωρίζουν τὶς φύσεις.


12. Διὰ τοῦτο μετὰ τὸν Χριστὸ μὲν [κατέρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα] γιὰ νὰ μή μᾶς λείπει Παράκλητος [Παρήγορος]· «Ἄλλος» δέ, γιὰ νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ὁμοτιμία. Διότι τὸ «ἄλλος» σημαίνει ἕνα ἄλλο ἀκριβῶς ὅπως ἐγώ. Τοῦτο δὲ σημαίνει κοινὴ δεσποτεία καὶ ὄχι ὑποτίμηση. Διότι ἐγὼ ξέρω καλὰ ὅτι τὸ «ἄλλος» λέγεται ὄχι γιὰ διαφορετικὰ πράγματα, ἀλλὰ τῆς ἰδίας οὐσίας. Μὲ μορφὴ γλωσσῶν δὲ [κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ἐξ αἰτίας τῆς συγγενείας πρὸς τὸ Λόγο. Πύρινων δέ, καὶ ἀναζητῶ γιὰ ποιό ἀπ’ τὰ δυό: γιὰ τὴν κάθαρση (διότι μιλοῦμε γιὰ πῦρ - φωτιὰ - πού καθαρίζει, ὅπως μποροῦν ἀπὸ παντοῦ νὰ μάθουν ὅσοι θέλουν) ἤ γιὰ τὴν οὐσία; Διότι ὁ Θεός μας εἶναι πῦρ [κατὰ μίαν εἰκόνα τῆς ἀπροσίτου θείας οὐσίας] καὶ «πῦρ καταναλίσκον» [φωτιὰ ποὺ κατακαίει καὶ ἀφανίζει] τὴ μοχθηρία, [καὶ τὸ λέω] ἔστω κι’ ἂν ἀγανακτεῖς πάλι, διότι στενοχωρεῖσαι γιὰ τὸ ὁμοούσιο [ποὺ ἀποδίδω στὸ Ἅγιο Πνεῦμα]. Καὶ χωρίστηκαν [οἱ γλῶσσες] διότι τὰ χαρίσματα [ποὺ χορήγησε] ἦταν πολλὰ καὶ διάφορα· κάθισαν δέ, ἐπειδὴ ἡ ἐξουσία Του εἶναι βασιλική, καὶ ἐπειδὴ ἀναπαύεται στοὺς ἁγίους· ἀφοῦ καὶ τὰ χερουβὶμ εἶναι θρόνος τοῦ Θεοῦ. Στὸ ὑπερῷο δὲ (ἂν δὲν θεωρηθῶ ὅτι καταβάλλω μάταιο κόπο κάπως περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι πρέπει) διότι θὰ ἀνέβαιναν καὶ θὰ ὑψώνονταν ἀπὸ χάμω (πνευματικά) αὐτοὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ Τὸ δεχθοῦν ἀφοῦ καὶ μὲ θεῖα ὕδατα [Ἀγγελικὲς δυνάμεις] στεγάζονται οὐράνια ὑπερῷα [ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ] καὶ ὑμνεῖται ὁ Θεός. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐπίσης στὸ ὑπερῷο συμμετέχει στὸ μυστήριο [τῆς Θείας Εὐχαριστίας] μὲ αὐτοὺς ποὺ μυοῦνται στὰ ὑψηλότερα, γιὰ νὰ παρασταθεῖ αὐτό, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν πρέπει ὁ Θεὸς νὰ κατέβει λίγο πρὸς ἐσᾶς, πρᾶγμα ποὺ ξέρω ὅτι ἔγινε παλαιότερα στὸν Μωυσῆ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ πρέπει ἐμεῖς ν’ ἀνέβουμε καὶ ἔτσι νὰ γίνει [δυνατή] ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ν’ ἀναμειχθεῖ δηλαδὴ ἡ [ὑπερτελεία] ἀξία [τῆς θεότητας μὲ τὴν μηδαμινότητα τῆς ἀνθρωπότητας]. Ἐφ’ ὅσον ὅμως [τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο] μένουν τὸ μὲν στὴν οἰκεία περιωπή, τὸ δὲ στὴν ταπείνωση, παραμένει ἄμικτη ἡ ἀγαθότης [τοῦ Θεοῦ] καὶ ἡ φιλανθρωπία Του ἀκοινώνητη [ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο]· καὶ ὑπάρχει μεταξύ τους χάσμα μεγάλο καὶ ἀδιαπέραστο, ποὺ ἐμποδίζει ὄχι μόνο τὸν πλούσιο ἀπὸ τὸν Λάζαρο καὶ τοὺς ἐπιθυμητοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ [ὅλη] τὴν κτιστὴ καὶ ρευστὴ φύση, ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ ἀμετάβλητη.


13. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κηρύχθηκε μὲν ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ὅπως στὸ «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ»· καί, θ’ ἀναπαυθοῦν ἐπ’ αὐτὸν ἑπτὰ Πνεύματα· καὶ «κατέβηκε Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ὁδήγησε αὐτούς»· καί, Πνεῦμα ἐπιστήμης ποὺ ἐγέμισε τὸν Βεσελεὴλ τὸν ἀρχιτέκτονα τῆς σκηνῆς· καί, Πνεῦμα ποὺ παροργίζεται καί, Πνεῦμα ποὺ σήκωσε ψηλὰ τὸν Ἠλία μέσα σὲ ἅρμα καὶ ποὺ ὁ Ἐλισσαῖος ἐζήτησε διπλάσιο· καί, Πνεῦμα ἀγαθὸ καὶ ἡγεμονικὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ ὁδηγήθηκε καὶ στηρίχτηκε. Τὸ ὑποσχέθηκε δὲ [ὁ Θεός], προηγουμένως μὲν μὲ τὸν προφήτη Ἰωήλ: «Καὶ στὶς ἔσχατες ἡμέρες [ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Μεσσίας] λέγοντας (ὁ Θεὸς ὅτι θὰ συμβεῖ τοῦτο) θὰ ἐκχύσω χαρίσματα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους (ποὺ πιστεύουν δηλαδή) καὶ εἰς τοὺς υἱούς σας καὶ εἰς τάς θυγατέρας σας» καὶ τὰ ἑξῆς. Ὁ Ἰησοῦς δὲ ὕστερα, ὁ Ὁποῖος δοξάζεται [ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] καὶ ἀντιδοξάζει [Αὐτό], ὅπως καὶ τὸν Πατέρα καὶ [δοξάζεται] ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ ἡ ὑπόσχεση [τοῦ Χριστοῦ], ὡς πλούσια, βεβαιώνει ὅτι [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] θὰ μένει μὲ τοὺς πιστοὺς αἰώνια, δηλαδὴ τώρα μὲ τοὺς ἄξιους σὲ κάθε καιρό, ὕστερα δὲ μ’ ἐκείνους ποὺ ἀξιώνονται [νὰ κληρονομήσουν] τὰ ἐκεῖ [ἀγαθά], ὅταν φυλάξουμε Αὐτὸ ὁλόκληρο μὲ τὴν [ἐνάρετη] ζωή μας, καὶ δὲν χωρισθοῦμε [ἀπὸ Αὐτό] τόσο, ὅσο ἁμαρτάνουμε.


14. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲν μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὴν κτίση καὶ τὴν ἀνάσταση. Καὶ ἂς σὲ πείσει τὸ «Μὲ τὸ Λόγο τοῦ Κυρίου ἔγιναν καὶ ἐστερεώθηκαν οἱ οὐρανοί, καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ στόματός Του δημιουργήθηκε τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν ἀστέρων»· «τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ δημιούργησε, ἡ πνοὴ δὲ τοῦ Παντοκράτορος μὲ διδάσκει»· καὶ πάλι· «θὰ ἐξαποστείλεις τὸ [ζωοποιό] Πνεῦμα Σου, καὶ θὰ κτισθοῦν [ἀναδημιουργηθοῦν] καὶ [ἔτσι] θὰ ἀνακαινίσεις τὸ πρόσωπο τῆς γῆς». Δημιουργεῖ δὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση· καὶ ἂς σὲ πείσει τὸ ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδεῖ ἤ νὰ λάβει τὴν βασιλεία [τῶν οὐρανῶν], ἂν δὲν «γεννηθεῖ ἄνωθεν» [ἀναγεννηθεῖ πνευματικά] ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ δὲν καθαρισθεῖ ἀπὸ τὴν προηγούμενη [κατὰ σάρκα] γέννηση. Αὐτὴ [ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση] ἡ ὁποία εἶναι μυστήριο ποὺ φανερώθηκε τὴ νύκτα [ἀπὸ τὸν Κύριο στὸ Νικόδημο], συντελεῖται μὲ τὴν διάπλαση [τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κάνει τὸν πιστὸ κοινωνό] τοῦ θείου φωτὸς και τῆς θείας ἡμέρας, τὴν ὁποία καθένας δέχεται μέσα του [καὶ μὲ τὴν δική του πνευματικὴ ἐργασία]. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα (διότι εἶναι σὲ ἄπειρο βαθμὸ σοφὸ καὶ φιλάνθρωπο), ἂν λάβει ποιμένα προβάτων τὸν κάνει θεόπνευστο ψαλμῳδό, ποὺ μὲ τὴν ψαλμῳδία του ἀπομακρύνει τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ τὸν ἀναδεικνύει βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. Ἂν πάρει αἰγοβοσκὸ ποὺ χαράζει συκομορέες, τὸν κάνει προφήτη. Θυμήσου τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Ἀμῶς. Ἂν πάρει νεανίσκο εὐφυῆ, τὸν κάνει κριτὴ πρεσβυτέρων καὶ προχωρημένων στὴν ἡλικία. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁ Δανιήλ, ποὺ νίκησε λέοντες μέσα στὸ λάκκο. Ἂν βρεῖ ἁλιεῖς, τοὺς πιάνει μὲ τὴν σαγήνη [τῆς χάριτος] ὁδηγῶντας τους στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς κάνει ἱκανοὺς νὰ συλλαμβάνουν ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴν πλοκὴ τοῦ λόγου. Νὰ ἐννοήσεις τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς βροντῆς [Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο], ποὺ ἐβρόντησαν τὰ πνευματικά. Ἐὰν [πάρει] τελῶνες, τοὺς κερδίζει στὴ μαθητεία [τοῦ Χριστοῦ] καὶ δημιουργεῖ ἐμπόρους ψυχῶν. Τὸ λέει ὁ Ματθαῖος, ὁ χθὲς τελώνης καὶ σήμερα εὐαγγελιστής. Ἐὰν [πάρει] διῶκτες θερμούς, μεταθέτει τὸν ζῆλο τους καὶ κάνει Παύλους ἀντὶ Σαύλων, καὶ τόσο πολύ [τούς ἀνυψώνει] πρὸς τὴν εὐσέβεια, ὅσο ἦταν στὴν κακία ποὺ τοὺς βρῆκε. Αὐτὸ εἶναι καὶ Πνεῦμα πραότητας· καὶ ὀργίζεται γι’ αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἂς γνωρίσουμε Αὐτὸ ὡς πρᾶο καὶ ὄχι ὀργιζόμενο, ὁμολογῶντας τὴν ἀξία Του [ὡς Θεοῦ] καὶ ἀποφεύγοντας κάθε βλάσφημο λόγο, καὶ ἂς μὴ θελήσουμε νὰ τὸ ἰδοῦμε νὰ ὀργίζεται γιὰ ἁμαρτία ποὺ εἶναι ἀσυγχώρητη [τὴν βλασφημία εἰς Αὐτό]. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κάνει κι’ ἐμένα σήμερα τολμηρὸ κήρυκα σὲ σᾶς· ἐὰν μὲν χωρὶς νὰ πάθω τίποτε, ἡ χάρη, στὸν Θεό· ἐὰν δὲ πάθω, καὶ πάλι χάρη· τὸ μὲν [πρῶτο], γιὰ νὰ λυπηθεῖ [ὁ Θεός] αὐτοὺς πού μᾶς μισοῦν τὸ δέ, γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει, μὲ τὸ νὰ πάρουμε τὸν μισθὸ αὐτὸ τῆς ἱερουργίας τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ νὰ τελειωθοῦμε δηλαδὴ μὲ τὸ αἷμα μας.


15. Μιλοῦσαν μὲν λοιπὸν [οἱ Ἀπόστολοι] ξένες γλῶσσες καὶ ὄχι τὶς πατρικές τους, καὶ τὸ θαῦμα εἶναι μεγάλο, νὰ μιλοῦν ἄνθρωποι γλῶσσα ποὺ δὲν ἔμαθαν καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖο [θαῦμα] εἶναι γιὰ τοὺς ἀπίστους, ὄχι γι’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν, γιὰ νὰ εἶναι κατήγορο τῶν ἀπίστων, ὅπως ἔχει γραφτεῖ· «Ὅτι μὲ ἀνθρώπους ποὺ μιλοῦν ξένες γλῶσσες καὶ μὲ χείλη ξένων λαῶν θὰ ὁμιλήσω πρὸς τὸ λαὸ αὐτόν, ἀλλ’ οὔτε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ μὲ ἀκούσουν, λέγει ὁ Κύριος». Ἄκουγαν δὲ [ὅσοι ἦσαν τότε στὰ Ἱεροσόλυμα]. Ἐδῶ σταμάτησε λίγο καὶ διερωτήσου, πῶς θὰ διαιρέσεις τὸν λόγο. Διότι ἔχει κάτι τὸ ἀμφίβολο ἡ λέξη [«ἤκουον»] τὸ ὁποῖο διαχωρίζεται μὲ τὴν τελεία. Ἄρα, δηλαδή, ἄκουγαν ὁ καθένας στὴ δική του γλῶσσα, φερ’ εἰπεῖν σὰν νὰ ἠχεῖ δυνατὰ μιὰ φωνή, καὶ ν’ ἀκούγονται πολλές, μὲ τὸ νὰ πάλλεται ἔτσι ὁ ἀέρας καί, γιὰ νὰ τὸ πῶ σαφέστερα, μὲ τὸ νὰ γίνεται ἡ φωνὴ φωνές; Ἤ πρέπει νὰ σταματήσουμε στὸ «ἤκουον», τὸ δὲ «Λαλούντων» στὶς δικές τους γλῶσσες νὰ τὸ προσθέσουμε στὰ ἑπόμενα, γιὰ νὰ εἶναι: «Καθὼς μιλοῦσαν γλῶσσες», τὶς δικές των, αὐτῶν ποὺ ἀκούγανε, ποὺ σημαίνει ξένες· πρὸς τοῦτο δὲ καὶ μᾶλλον τάσσομαι. Διότι μὲ ἐκεῖνον μὲν τὸν τρόπο τὸ θαῦμα θὰ ἦταν ἐκείνων ποὺ ἄκουγαν μᾶλλον παρὰ ἐκείνων ποὺ μιλοῦσαν. Μὲ αὐτὸν δὲ τὸν τρόπο ἐκείνων ποὺ μιλοῦσαν, οἱ ὁποῖοι καὶ κατηγορήθηκαν γιὰ μέθη, εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸ νὰ θαυματουργοῦν αὐτοὶ ὡς πρὸς τὶς γλῶσσες μὲ τὴν δύναμη τοῦ Πνεύματος.


16. Πλὴν εἶναι μὲν ἄξια νὰ ἐξυμνεῖται καὶ ἡ παλαιὰ διαίρεση τῶν γλωσσῶν (ὅταν οἰκοδομοῦσαν τὸν πύργο ἐκεῖνοι ποὺ συμφώνησαν κακῶς καὶ ἀθέως, ὅπως καὶ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς τολμοῦν μερικοί)· διότι μὲ τὸ νὰ διαλυθεῖ ἡ ὁμογνωμοσύνη μαζὶ μὲ τὸ σχίσιμο (διαφορά) τῆς γλώσσας, σταμάτησε τὸ ἐγχείρημα. Περισσότερο ὅμως πρέπει νὰ ἐξυμνεῖται αὐτή [ἡ διαίρεση] ποὺ θαυματουργεῖται σήμερα. Διότι ἀφοῦ διαλύθηκε [ἡ γλῶσσα] ἀπὸ τὸ ἕνα Πνεῦμα σὲ πολλές, συνάγεται πάλι σὲ μία ἁρμονία. Καὶ ὑπάρχει διαφορὰ χαρισμάτων, [στὴν γλωσσολαλία] ποὺ χρειάζεται ἄλλο χάρισμα γιὰ νὰ διακρίνεται τὸ περισσότερο ὠφέλιμο [γιὰ τὴν σύναξη τῶν πιστῶν]· ἐπειδὴ ὅλες οἱ γλῶσσες εἶναι ἐπαινετές. Καλὴ δὲ θὰ λεγόταν καὶ ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία λέει ὁ Δαβίδ· «Καταπόντισε, Κύριε, καὶ καταμοίρασε τὶς γλῶσσες τους». Γιατί; «Διότι ἀγάπησαν ὅλους τους λόγους ποὺ καταποντίζουν [τοὺς ἀνθρώπους] γλῶσσα δόλια»· φανερὰ σχεδὸν κατηγορῶντας αὐτὲς τὶς γλῶσσες ἐδῶ, ποὺ χωρίζουν τὴν θεότητα [μὲ τὸ νὰ μὴ ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ ἀρκετά. […]


18. …Ἐμεῖς μὲν πρέπει νὰ ἀπολύσουμε τὴν σύναξη (διότι ἦταν ἀρκετὸς ὁ λόγος), τὴν πανήγυρη ὅμως οὐδέποτε. Ἀλλ’ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἑορτάσουμε, τώρα μὲν καὶ σωματικὰ [συμμετέχοντας στὰ τελούμενα], ὕστερα δὲ ἀπὸ λίγο ἐντελῶς πνευματικὰ [σὲ ἡσυχία μὲ πνευματικὴ μελέτη καὶ νοερὰ προσευχή]· ὅπου καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν [τῶν ὑμνῳδῶν] θὰ κατανοήσουμε καθαρότερα καὶ σαφέστερα, ἑνωμένοι μὲ Αὐτὸν τὸν Λόγο καὶ Θεὸ καὶ Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὴν ἀληθινὴ ἑορτὴ καὶ ἀγαλλίαση τῶν σωζομένων, μὲ τὸν Ὁποῖον ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.