Παραινετικά

Ἡ Μετάνοια ἀνοίγει τὴν πύλη

Κήρυγμα Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς (+1985)

«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πῦλας, Ζωοδότα»!

 

Σεῖς καὶ ἐγὼ ἀκούσαμε γιὰ πρώτη φορὰ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὸ παρὸν λειτουργικὸ ἔτος. Ἀθέλητα οἱ σκέψεις γυρίζουν πίσω. Ἕνα χρόνο πρίν, προσευχηθήκαμε μὲ τὰ ἴδια αὐτὰ λόγια, ὅμως πόσο πολλοὶ ἔχουν στὸ μεταξὺ ἀπέλθει ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τότε προσευχήθηκαν μαζί μας!

agFilaretos Κύριος μᾶς στέλνει ἐπίσης αὐτὸ τὸ ἔλεος. Ἱστάμεθα στὴν πύλη τῆς μετανοίας. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει μὲ τὸν ψαλμὸ αὐτὸ ὄχι μόνον ὅτι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ πλησιάζει, ἀλλὰ ἐπίσης ὅτι χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ποτὲ ἐμεῖς δὲν θὰ μετανοήσουμε ὀρθά.

Φαντασθεῖτε ἕναν ἄνθρωπο νὰ στέκεται μπροστὰ σὲ κλειστὲς πῦλες. Χρειάζεται σὲ εἰσέλθει μέσα, διότι ἔξω βρίσκεται σὲ κάποιον τρομερὸ κίνδυνο, ἀλλὰ δὲν ἔχει κλειδιά, καὶ ἄν δὲν τοῦ ἀνοίξουν τὶς πῦλες, θὰ πεθάνει. Ὁ ἁμαρτωλός, χωρὶς ὁποιαδήποτε ὑπερβολή, βρίσκεται σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση.

Πάνω ἀπ΄ ὅλα, τί εἶναι μετάνοια; Καὶ πῶς κάποιος μπορεῖ νὰ μετανοήσει; Κάποτε, ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα ρωτήθηκε ἀπὸ μιὰ πιστὴ ψυχὴ πόσος χρόνος χρειάζεται γιὰ νὰ μετανοήσει κανεὶς στὸν Θεό, ἀπάντησε κατ΄ αὐτὸ τὸν τρόπο: «Ἡ ἀληθινὴ μετάνοια δὲν χρειάζεται χρόνια, μῆνες, ἑβδομάδες, ἀλλὰ μιὰ στιγμή»! Μιὰ στιγμὴ μεταστροφῆς, μιᾶς ἀποφασιστικῆς μεταστροφῆς ἀπὸ μιὰ ἁμαρτωλή, ἀδιάφορη, ἄδεια καὶ ἐλαφριὰ ζωὴ σὲ ζωὴ ἐν Χριστῷ, σὲ μιὰ ἀληθινὴ Χριστιανικὴ ζωή.

Τὸ πρόβλημά μας εἶναι ὅτι ὅλα σὲ ἐμᾶς δείχνουν ὅτι δὲν εἴμαστε καὶ τόσο ἁμαρτωλοί. Ὅτι οἱ λόγοι σχετικὰ μὲ τὴν μετάνοια, σχετικὰ μὲ τὴν διόρθωση τῆς ζωῆς, ἀναφέρονται σὲ κάποιους ἄλλους ταλαίπωρους ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ δὲν ἀπευθύνονται σὲ ἐμᾶς, διότι ἐμεῖς δὲν νιώθουμε ἰδιαίτερα ἁμαρτωλοί. Πράγματι, πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ ὅταν πηγαίνουν γιὰ Ἐξομολόγηση, ἀρχίζουν μὲ τὴν δήλωση: «Δὲν ἔχω εἰδικὲς ἁμαρτίες…»!

Θὰ ἦταν χρήσιμο ἐδῶ νὰ θυμηθοῦμε κάτι τὸ ὁποῖο πιθανὸν νὰ σᾶς εἶναι γνωστό. Ὑπάρχει μιὰ ἱστορία γιὰ δύο γυναῖκες, οἱ ὁποῖες πῆγαν σὲ κάποιον Γέροντα Ἀσκητή. Ἡ μία εἶχε μιὰ βαριὰ ἁμαρτία, εἶχε δηλητηριάσει τὸν ἄνδρα της καὶ κατόρθωσε μὲν νὰ τὸ ἀποκρύψει, ἀλλὰ ἡ συνείδησή της τὴν βασάνιζε συνεχῶς. Ἡ ἄλλη δὲν εἶχε πέσει σὲ κάποιο τόσο θανάσιμο ἁμάρτημα.

Κι ἔτσι, ὅταν ἔφθασαν στὸν Γέροντα, αὐτὸς τὶς εἶπε: «Πηγαίνετε στὸν κῆπο μου καὶ φέρτε μου πέτρες ἀπὸ ἐκεῖ». Στὴν μία, ποὺ εἶχε τὸ θανάσιμο ἁμάρτημα στὴν ψυχή της, τῆς εἶπε νὰ τοῦ φέρει τὴν μεγαλύτερη πέτρα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σηκώσει. Καὶ στὴν ἄλλη τῆς ἔδωσε μιὰ σακούλα καὶ τῆς εἶπε νὰ μαζέψει μικρὲς πέτρες καὶ νὰ τοῦ τὶς φέρει. Καὶ ὅταν τὸ ἔκαναν αὐτό, ὁ Γέροντας τὶς εὐχαρίστησε γιὰ τὴν ὑπακοή τους, καὶ τὶς εἶπε: «Τώρα νὰ τὶς μεταφέρετε πίσω. Ἐσύ, ἁμαρτωλή, πήγαινε καὶ ἄφησε τὴν μεγάλη πέτρα ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου τὴν πῆρες. Κι ἐσύ, ἡ δίκαιη, ποὺ δὲν ἔχεις μεγάλες ἁμαρτίες, τοποθέτησε ὅλες τὶς μικρὲς πέτρες ἀπὸ ὅπου τὶς πῆρες». Ἡ πρώτη τὸ ἔκανε αὐτὸ χωρὶς δυσκολία, ὅμως ἡ ἄλλη τὰ εἶχε χαμένα καὶ ἐπέστρεψε μὲ σχεδὸν γεμάτη τὴν σακούλα, διότι δὲν μποροῦσε νὰ θυμηθεῖ ἀπὸ ποῦ πῆρε τὴν κάθε μικρὴ πετρούλα, καὶ δὲν ἤθελε βέβαια νὰ ξεγελάσει τὸν Γέροντα. Ἔτσι ἐπέστρεψε μὲ γεμάτη τὴν σακούλα της.

Τότε, τῆς εἶπε ὁ Γέροντας: «Κοίταξε, αὐτὴ ἡ γυναίκα ἔχει μιὰ βαριὰ ἁμαρτία, ἀλλὰ τὴν θυμᾶται πάντοτε καὶ θρηνεῖ γι΄ αὐτὴν κάθε στιγμή, καὶ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας της θὰ ξεπλύνουν κάθε ἁμαρτία. Σὺ ὅμως δὲν μπορεῖς νὰ θρηνήσεις γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, διότι οὔτε κἄν μπορεῖς νὰ θυμηθεῖς αὐτὲς τὶς καλούμενες καθημερινὲς ἁμαρτίες. Ὅμως, τὸ βάρος τῆς σακούλας σου εἶναι ἴδιο μὲ τὸ βάρος τῆς μεγάλης πέτρας τῆς ἄλλης»!

Γι΄ αὐτό, εἶναι ἀνάγκη νὰ θυμόμαστε ὅτι ὅλες οἱ μικρὲς ἁμαρτίες ποὺ ξεγλυστροῦν ἀπὸ τὴν μνήμη μας καὶ ποὺ συνενώνονται σὲ μιὰ ἀκαθόριστη συνείδηση ἁμαρτίας («εἴμαστε βέβαια ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ μᾶλλον ὄχι καὶ τόσο»), ὅλες αὐτὲς οἱ ἁμαρτίες εἶναι γιὰ τὶς ψυχές μας ἕνα τρομερὸ βάρος καὶ θὰ τὶς καταστρέψουν ἄν δὲν τὶς ἐλευθερώσουμε ἀπὸ αὐτὲς σὲ τούτη τὴν ζωή, διότι μετὰ θάνατον οὔκ ἐστι μετάνοια.
Ὅποιος τὸ καταλαβαίνει αὐτό, αἰσθανόμενος τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν του, ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ σὲ μία καλὴ Χριστιανικὴ ζωή, ἐφ΄ ὅσον βέβαια ἀποφασίζει γι΄ αὐτὴ τὴν μεταστροφή, γιὰ τὴν ὁποίαν, ὅπως εἶπε ὁ μεγάλος Ὅσιος, χρειάζεται μία μόνον στιγμὴ ἀπόφασης γιὰ μεταστροφή.

Σύντομα, θὰ ἀκούσουμε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν Ἄσωτο Υἱό, ὁ ὁποῖος μόλις ἀναγνώρισε τὸ λάθος τῆς συμπεριφορᾶς του καὶ τὴν φρικτή του κατάσταση, δὲν παρέμεινε ἐκεῖ ποὺ ἦταν, ἀλλ΄ εἶπε: «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου» (Λουκ. 15:18). Καὶ δὲν ἀρκέσθηκε στὰ λόγια, ἀλλὰ ἀμέσως σηκώθηκε καὶ πῆγε. Καὶ πῶς ὁ πατέρας του τὸν δέχθηκε, τὸ γνωρίζουμε καὶ σύντομα θὰ τὸ ἀκούσουμε στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο.

τσι, θυμίζοντάς μας τὴν μετάνοια, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει ἐπίσης ὅτι χωρὶς τὴν χάρη καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε σωστά, διότι δὲν καταλαβαίνουμε πόσο πολλὲς εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας καὶ δὲν αἰσθανόμαστε τὸ βάρος τους.

Γι΄ αὐτὸ προσευχόμαστε ὥστε ὁ Κύριος νὰ φωτίσει τὰ μάτια μας, καὶ ἔτσι νὰ διανοιχθοῦν ἐνώπιόν μας οἱ πῦλες τῆς μετανοίας, πρᾶγμα δίχως τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν θὰ εἰσέλθουμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά: Ἁγίου Φιλαρέτου (Βοζνεσένσκι), Κηρύγματα, σελ. 13-15.