Παραινετικά

Ἡ ἄληκτη μακαριότητα καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς «ἡτοιμασμένης ἡμῖν» Βασιλείας

Στὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω

 

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

Μέ χαρά καί ἀγαλλίαση πνευματική τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀκούει κατ᾿ ἔτος τήν Εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω, ὅπως ὀνομάζεται, ὅπου γίνεται λόγος γιά τήν Αἰώνιο ζωή, πού θά ἀπολαύσουν οἱ δίκαιοι μετά ἀπό τήν ἐσχατολογική Κρίση πού ἀναμένεται «εἰς τά τέλη τῶν αἰώνων», καί τήν Αἰώνιο καταδίκη πού θά ὑποστοῦν οἱ ἀμετανόητοι, «οἱ μηδέποτε μετανοήσαντες», κατά τήν Ὑμνολογία τῆς ἡμέρας (βλ. Τροπάρια Αἴνων τοῦ Ὄρθρου).

2aParousiaΑἰώνιος ζωή στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἔγκειται στό «πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα»1 . Αὐτό προσδωκοῦμε οἱ πιστοί. Ἐκεῖ στρέφονται ὅλοι οἱ ἱερές ἐφέσεις καί οἱ μύχιοι πόθοι τῆς καρδίας μας. Ποιά εἶναι, ὅμως, αὐτή ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἔχει σχέση μέ ὑλική (καί ὑλιστική) διάσταση; Ὄχι βεβαίως! Δέν πρόκεται περί τόπου, ἀλλά περί τρόπου, περί καταστάσεως δηλαδή, περί μεθέξεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως μποροῦμε νά ποῦμε θεολογικά. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ «χώρα τῶν ζώντων», κατά τή διατύπωση τοῦ Μ. Βασιλείου στήν ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν. Σ᾿ ἐκείνη τή «χώρα», λέγει, δέν ὑπάρχει νύκτα, οὔτε ὕπνος, οὔτε φαγητό καί ποτό, οὔτε πόνοι καί ἀσθένειες, οὔτε νοσοκομεῖα καί δικαστήρια, οὔτε τέχνες καί ἐμπορίες, οὔτε χρήματα πού ἀποτελοῦν αἰτία τῆς ἔχθρας καί τῶν πολέμων, ἀλλά ὑπάρχει ἐκεῖ πραγματική χώρα τῶν ζώντων, οἱ ὁποῖοι δέν πεθαίνουν ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ζοῦν μαζί μέ τόν Χριστό αἰωνίως τήν ἀληθινή ζωή. «Ζώντων ἐκείνη ἡ χώρα, ἐν ᾗ οὐκ ἔνι νύξ, οὐκ ἔνι ὕπνος, τό τοῦ θανάτου μίμημα· ἐν ᾗ οὐκ ἔνι βρῶσις, οὐκ ἔνι πόσις, τά τῆς ἀσθενείας ἡμῶν ὑπερείσματα, οὐκ ἔνι νόσος, οὐκ ἔνι ἀλγήματα, οὐκ ἰατρεῖα, οὐ δικαστήρια, οὐκ ἐμπορίαι, οὐ τέχναι, οὐ χρήματα, τῶν κακῶν ἡ ἀρχή, ἡ τῶν πολέμων ὑπόθεσις, ἡ ῥίζα τῆς ἔχθρας· ἀλλά χώρα ζώντων τήν ἀληθῆ ζωήν τήν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ2».

Πολλούς αἰῶνες μετά τόν Οὐρανόφρονα καί Οὐρανοφάντορα Βασίλειο, ἕνας ἄλλος θεόπτης καί πνευματέμφορος Πατήρ, ὁ Συμεών Νέος Θεολόγος, ζῶντας καί αὐτός προγευστικῶς ἀπό τόν παρόντα αἰῶνα τά ἀγαθά τῆς οὐρανίου Βασιλείας, πού συνδέεται μέ τή μελλοντική δόξα τῶν Ἁγίων, τήν «ὑπεράπειρον ὑπερβολήν τῆς ὑπερβολικῆς δόξης», θά ἐντοπίσει τό γεγονός τῆς θέας τοῦ Θεοῦ ἀπό μέρους τῶν σεσωσμένων, ἀλλά καί τό ὅτι αὐτοί θά βλέπονται διηνεκῶς ἀπό τόν Κύριο τῆς Δόξης στήν ἄληκτη Βασιλεία Του. Θά περιγράψει δέ ὁ Ἅγιος τό πῶς ὁ Βασιλεύς τῶν ζώντων θά κατανέμει τά Θεῖα Του δῶρα καί τούς ἄφθαρτους στεφάνους, πῶς θά διαιρεῖται ἀδιαιρέτως στόν καθένα, ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητά του καί τήν ἀξία του ἀπό τὴν ἀσκούμενη στόν κόσμο ἀρετή: «Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἔχει νά βλέπεται ἀπό ὅλους, καί νά βλέπῃ καί αὐτός ὅλας τάς ἀναριθμήτους μυριάδας, καί νά κοιτάζῃ ἀμετασαλεύτως ὅλους πάντοτε, καί κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς νά τοῦ φαίνεται πώς ἐκεῖνον κοιτάζει, καί ἀπολαμβάνει τήν συνομιλίαν του, καί τόν καταφιλεῖ, διά νά μή λυπηθῇ κανένας ἀπό αὐτούς πώς ὁ Χριστός τόν ἐπαράβλεψε καί τόν ἐκαταφρόνησε … Ὁ ἴδιος Χριστός ἔχει νά εἶναι καί στέφανος ὁποῦ νά στεφανώνῃ ὅλων τῶν ἁγίων τάς κεφαλάς∙ καί χωρίς νά τραπῇ, καί νά γένῃ ἀλλοιώτικος, ἔχει νά δείχνεται ἄλλος διαφορετικός εἰς τόν ἕναν, καί ἄλλος εἰς τόν ἄλλον καί νά διαιρῇ τόν ἑαυτόν του εἰς κάθε ἕνα καθώς τοῦ πρέπει, καί καθώς εἶναι ὁ καθένας ἄξιος»3. Καί, βεβαίως, ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων θεάσεις τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν καθένα δὲν ἐννοοῦνται ὡς ὑποκειμενικὲς ἁπλῶς ψυχικὲς προσλήψεις, ἀλλ᾿ ὡς ἀντικειμενικὲς ποικιλομορφίες τῆς Θ. Χάριτος.

Συνεπῶς, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά ἐπίγεια-ἐγκόσμια κατάσταση, κατά τίς ἰουδαϊκές (καί ὄχι μόνο), παχυλές ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι μιά οὐράνια, ἄκτιστη πραγματικότητα, πού ἔχει νά κάνει μέ τή «ζωή» Αὐτοῦ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἁγιοτριαδική ζωή μετέχεται ὡς Χάρις καί Ἐνέργεια θεοποιός ἐντός τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς ἀνθρώπους τούς «μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν». Καί μετέχεται ἀπό τόν παρόντα κόσμο προγευστικῶς καί στόν μέλλοντα αἰῶνα ἀτελευτήτως καί ἀκαταλήκτως. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ὡς μετοχή τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Στά Εὐαγγέλια ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται ὡς ἤδη παροῦσα (μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς εἰκονική προγευστρίδα της), ἀλλά ταυτόχρονα καί ὡς προσδοκομένη - ἐσχατολογική (κυρίως στίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου). Τήν ἀπαρχή αὐτῆς τῆς Βασιλείας εἶδαν καί προγεύθηκαν οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ στό ὄρος Θαβώρ, κατά τήν φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Πολλοί Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς συμφωνοῦν ὅτι αὐτή ἡ θέα ἦταν θέα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ4, ὡς ἐκπλήρωση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου στούς Μαθητάς Του ὅτι, «εἰσί τινες τῶν τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου, ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει5».

Γνωρίζουμε ἀπό τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι μέσα στόν ἀπύθμενο καί ἀτέρμονα ὠκεανό τῆς Θείας ἀγάπης καὶ ὡραιότητας ἀλλὰ καί ἄπειρης τελειότητας, μέσα στίς ἄκτιστες μονές τῆς Θείας Ζωῆς, οἱ σεσωσμένοι καί οἱ Ἅγιοι δέν θά βρίσκονται σέ μία ψυχοπνευματικὴ στασιμότητα καὶ στατικότητα (βλ. ἰνδ. Nirvana ἤ ἰσλαμ. Rahatlrk), ἀλλά σέ μία διαρκῆ κίνηση καί δυναμικὴ ἐξέλιξη, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνουν τά «πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου», οἱ θεοκίνητοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. «Ἐπί δέ τῆς ἀρετῆς ἕνα παρά τοῦ Ἀποστόλου τελειότητος ὅρον ἐμάθομεν, τό μή ἔχειν αὐτήν ὅριον», θά μᾶς πεῖ ὁ σοφότατος ἐπίσκοπος, Νύσσης Γρηγόριος. Δέν ἔχει τέλος ἡ ἀρετή (ἡ ὁποία ὡς ἡ ὑποστατικὴ πηγὴ τοῦ Ἀγαθοῦ ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, ἐνῶ χορηγεῖται κατά μετοχή στόν ἄνθρωπο), ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος καὶ ἀτελεύτητος. Στούς Πατέρες λοιπόν γίνεται λόγος καί γιά τήν διαρκῆ ἐξέλιξη στήν Αἰωνιότητα, καθώς καί γιά τή λεγομένη «ἀεικίνητη στάση». Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀναφέρεται σ᾿ αὐτήν τήν «ἀεικίνητη στάση» τῶν ἐφιεμένων τὸ Ἀγαθόν· πρόκειται γιὰ μία κατάσταση ἀκίνητης κίνησης. Γράφει ὁ Ἅγιος: «Ἀεικίνητος δέ στάσις περί τό ἐφετόν τῶν ἐφιεμένων ἐστίν, ἡ τοῦ ἐφετοῦ διηνεκής τε καὶ ἀδιάστατος ἀπόλαυσις∙ ἀπόλαυσις δέ διηνεκής τε καὶ ἀδιάστατος τοῦ ἐφετοῦ, ἡ τῶν ὑπέρ φύσιν θείων καθέστηκε μέθεξις6». Εἶναι μιά κατάσταση «ἐν στάσει καὶ μεταβάσει, ἐν καθέδρᾳ καὶ κινήσει», ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει καί ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης7. Κατὰ συνέπεια, Παράδεισος καὶ μέθεξη τῶν «ὑπέρ φύσιν» Θείων πραγματικοτήτων καὶ δωρεῶν εἶναι ἡ «ἀεικίνητη στάση» ἐκείνων πού ἐπιθυμοῦν τό Ἐπιθυμητό (τό «ἐφετόν»), δηλ. τὴν Τριαδικὴ θεότητα· ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀτελεύτητη, ἄπαυστη καὶ ἀδιάλειπτη τρυφὴ (ἀπόλαυση) τοῦ μόνου, ἀπολύτου καὶ ἐσχάτου γιὰ τὸν ἄνθρωπο «ἐφετοῦ». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στά περίφημα Ἔπη του, θά ταυτίσει τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τή θεωρία τοῦ Θεοῦ (θεοπτία) γράφοντας: «Τὶς δ᾿ ἡ βασιλεία; τοῦ Θεοῦ θεωρία, σὺν ἀγγέλοις τε δόξα καὶ ὑμνῳδία»8. Ἐπίσης τήν ταυτίζει μέ τό ἄκτιστο φῶς τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. «Ταύτην δὲ εἶναι φῶς τοῖς κεκαθαρμένοις τὴν διάνοιαν, τουτέστι Θεὸν ὁρώμενόν τε καὶ γινωσκόμενον, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος, ὃ δὴ καὶ βασιλείαν οὐρανῶν ὀνομάζομεν∙ σκότος δὲ τοῖς τυφλώττουσι τὸ ἡγεμονικὸν, τουτέστιν ἀλλοτρίωσιν Θεοῦ κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας9».

Κατά ταῦτα, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ποσοτική κατάσταση, ἀλλά ποιοτική· δέν μετρᾶται μέ τήν εὐθύγραμμη ἔννοια τοῦ χρόνου, ἀλλ᾿ ἀποτελεῖ μιά διευρυνόμενη κατάσταση (ἄν μποροῦμε νά ἐκφραστοῦμε ἔτσι, ἀνθρωποπρεπῶς) καί βαθυνόμενη πνευματικά καί θεογνωστικά (ὡσάν ἕνας κύκλος πού συνεχῶς διευρύνεται χωρίς τέλος), ὅπου θά μετέχουν ἀπό τόν κόσμο αὐτό ὅσοι ἔχουν μέθεξη καί κοινωνία μέ τόν Ζῶντα Θεό. Σχετικά δέ μέ τά οὐράνια ἀγαθά αὐτῆς τῆς ἀτελεύτητης Βασιλείας, ἔχουμε Πατερικές μαρτυρίες, κάποιες ἐκ τῶν ὁποίων θά παρουσιάσουμε. Εἰδικότερα, τὰ οὐράνια ἀγαθὰ, τὰ ὁποῖα καθαυτά, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες εἶναι ἄπειρα10, ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου (315-403) διαιρεῖ σὲ τρεῖς κατηγορίες: «Τρία τῶν δικαίων τὰ κτήματα, παράδεισος, Ἀβραὰμ κόλπος, οὐρανῶν βασιλεία11». Σὲ τρεῖς βαθμίδες διαιρεῖ ἀλληγορικὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τὴν εἴσοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: «φῶς», «νεφέλη» καὶ «γνόφο12». Ὁμοίως, καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἑρμηνεύοντας τὶς τρεῖς Ἁγιογραφικὲς κατηγορίες τοῦ δούλου, τοῦ μισθωτοῦ καὶ τοῦ υἱοῦ, ὁμιλεῖ ἀντίστοιχα γιὰ τρεῖς τάξεις τῶν σωζομένων: πρακτικούς, θεωρητικούς καὶ γνωστικούς13. Κατὰ δὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱστορικο-φιλολογικὰ ἀναλυτικότερος, ἀλλὰ καὶ ἄλλους Πατέρες, τὰ οὐράνια ἀγαθὰ ἔγκεινται:

1. στὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος,
2. στὴν ἀφθαρσία τοῦ σώματος,
3. στὴν εἴσοδο στὸν πνευματικὸ νυμφῶνα καὶ τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸν Χριστό, τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους,
4. στὴν ὁμοφροσύνη τῶν Ἁγίων,
5. στὴ δικαίωση, ἀπόλαυση, μακαριότητα, ἀγάπη, χαρά, εὐφροσύνη, ἡδονή, εἰρήνη καὶ γαλήνη,
6. στὴ θέα τῆς «ἀποῤῥήτου δόξης»,
7. στὴ λαμπηδόνα, δηλ. τὸν ψυχοσωματικὸ δοξασμό,
8. στὸν «τόπο χλόης»,
9. στὸ «ἀναπαύσεως ὕδωρ»,
10. στὴν κληρονομία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ τή συμβασιλεία,
11. στὴν ἀπαλλαγὴ τῆς γέεννας,
12. στὴν ἀπόκτηση τῆς Θείας εὔνοιας καὶ τιμῆς,
13. στὴν ἀπόλαυση τῶν ἀπείρων καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν τοῦ δεσπότη Χριστοῦ,
14. στὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα14,
15. στὴ Θεία υἱοθεσία,
16. στὴν ἀπόκτηση τοῦ Θείου ἐλέους,
17. στὴν εἴσπραξη μεγάλου μισθοῦ,
18. στὴν κατὰ Χάρη ἱκάνωση τῶν Ἁγίων νὰ εὐχαριστοῦν καὶ δοξολογοῦν αἰώνια τὸν Θεό,
19. στὸ «κάλλος ἄφραστον» …

Αὐτά τά ἀνείπωτα ἀγαθά τῆς θείας Βασιλείας θά ἀξιωθοῦν νά ἀπολαύσουν οἱ σεσωσμένοι! Αὐτοί, βυθισμένοι στον ἀτέρμονα και ἀπύθμενο Ὠκεανό τῶν ἀρρήτων τελειοτήτων τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, θά ἀκτινοβολοῦν σάν τόν ἥλιο, καί «ἐκλάμψωσιν ὡς φωστῆρες». Θά χορταίνουν δέ, μᾶλλον θά «κορένυνται ἀκορέστως» ἀπό τή θεία βρώση, ἀπό τή συνεχῆ θεία μέθεξη καί «ἀνάβαση». Θά τρέφονται διηνεκῶς ἀπό τήν Χάρη, καί, κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, «οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδέ διψήσουσιν ἔτι, οὐδ᾿ οὐ μή πέσῃ ἐπ᾿ αὐτούς ὁ ἥλιος, οὐδέ πᾶν καῦμα15».

Ταῦτα ἀναμένουν ὅσους ἀπό τή ζωή αὐτή ἀγωνισθοῦν στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας νά «φανερώσουν» σύν Θεῷ τήν «ἐν αὐτοῖς ἐγκεκρυμμένην Χάριν» τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, που εἶναι ἡ «ἐντός ἡμῶν Βασιλεία». Αὐτή ἡ διά μετανοίας καί καθάρσεως τῆς ψυχῆς ἐπανενεργοποίηση τῆς Χάριτος (πού καλύπτεται ἀπό τά προσωπικά ἁμαρτήματα), αὐτή παρέχει τήν πρόγευση τῶν ἀγαθῶν τῆς οὐρανίου Βασιλείας ἀπό ἐδῶ «ὡς ἐν ἀρραβῶνι», πού ἐγγυᾶται τόν ἐκεῖ τέλειον γάμον μετά τοῦ Βασιλέως, ὅπου τό «καινόν δεῖπνον» τῆς Βασιλείας, «καί τά πλείω σιγῇ σεβέσθω16» …

_________________________________________________________________________

1. Α΄Θεσσ. 4, 17.
2. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμ. 104, PG 29, 493C.
3. Ἁγίου Συμ. Ν. Θεολόγου, Ἅπαντα, μέρος Α΄, Λόγος Α΄, σελ. 264.
4. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς,Ὠριγένης κ.ἄ.
5. Μάρκ. 9,1.
6. Περί Ἀποριῶν, Πρός Θαλάσσιον, Ἐρώτησις ΝΘ΄, PG 90, 608.
7. Κλῖμαξ 27, 41.
8. PG 37, 964.
9. Λόγος Μ΄, εἰς τό Ἅγιον Βάπτισμα, PG 36, 424.
10. Πρωτοπρ. Δ. Στανιλοάε, Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, μετφρ. Ἰω. Σακαλῆ, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, σελ. 202.
11. Ἐπιφανίου Κωνσταντίας, Περί τῶν ἀριθμῶν μυστηρίων, PG 43, 512.
12. Εἰς τόν βίον Μωϋσέως, PG 44, 377, Εἰς τά Ἄσματα 11, PG 44, 1000.
13. π. Δ. Στανιλοάε, Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, ὅ.π. σελ. 238-241.
14. Οἱ παραπομπές βρίσκονται στήν ἡμετέρα Μελέτη (ἐξηντλημένη) μέ τίτλο: «Βασιλεία Θεοῦ καί αἰώνια Κόλαση», 2012, Κεφάλαιο Δ΄.
15. Ἀποκ. 7, 16.
16. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, Λόγος 45, 22, PG 36, 653 AB.